Το γιατί

Ένα σπασμένο ποτήρι με αόρατα τα γυαλιά μες στην καρδιά. Πώς να φωτίσω το γιατί όταν δάκρυ μου δεμένο μαντήλι στο πόδι. Το πύον δε σταματά να τρέχει. Μια μποτίλια γέμισε. Τη φύλαξα στο κάτω ντουλάπι. Για το χειμώνα. Σκοτισμένο το γιατί με πνίγει. Στην άκρη της λεωφόρου ένα μικρό τριγωνικό κομμάτι γης γεμάτο ξερά χόρτα. Μπροστά το απομεινάρι ενός αυτοκινήτου. Μάλλον όχι - ενός μεγάλου άγνωστου σε μένα ζώου. Πέρασα ξανά προχθές, βάδισα στη λεωφόρο, το ζώο ή το απομεινάρι, ό,τι απ' τα δύο ήταν τέλος πάντων είχε φύγει. Κινδύνευσα από κάτι που κινιόταν με ταχύτητα μεγάλη. Δεν πρόλαβα να το δω. Πάντως το τριγωνικό οικοπεδάκι ήταν περιφραγμένο με σύρμα ολοκαίνουργιο. Άστραφτε. Τα αγριόχορτα είχαν θεριέψει. Κίτρινα. Ξερά. Και πίσω στον φόντο γκρι και μαύροι τοίχοι, όρθιοι, έκλειναν κάτι σπίτια τρίπατα, πεντάπατα και βάλε.

Αλλά ήταν σπίτια χωρίς είσοδο. Και το γιατί εκεί να γελάει και να με περιπαίζει.

25-8-2001