Μετεκλογικά καφενεία: Επιστροφή της κανονικότητας: Μέρος Ζ’: Οι πρώτες απαντήσεις

Οι εξελίξεις στο πεζόδρομο έχουν προσλάβει μια πολύ περίεργη – θα ’λεγα – τροπή. Η εμφάνιση στην σκηνή δύο μυστηριωδών κυρίων, οι οποίοι, απ’ ότι φαίνεται, διατηρούσαν φιλική σχέση στο παρελθόν με τον Γιάννη Σιώκο και με τον Ισαάκ Κομνηνό, και που επιπλέον γνωρίζουν και τα κορίτσια, τα οποία τους συμπεριφέρονται με μια ασυνήθιστη – αν όχι ύποπτη – οικειότητα, είναι μια εξέλιξη που μας έχει προβληματίσει πολύ. Είναι τόσα πολλά τα ερωτηματικά, τόσα πολλά τα ομιχλώδη σημεία, τόσα πολλά τα κενά! Κυριολεκτικά έχουμε πελαγώσει…

Και καθώς ο Σιώκος μας πλησιάζει, συνοδεία αυτών των δύο κυρίων, ο προβληματισμός μετατρέπεται σε ανησυχία…

Η πρώτη αντίδραση έρχεται από τον  Κομνηνό:  «Ό – χου, γιατί μας τους φέρνει αυτούς τους μαλάκες! Δεν του πα να μας τους κουβαλήσει!»

Ακολουθεί ο Εμμανουήλ: «Ρε σεις παιδιά, κάτι μου θυμίζει ο ψηλός»

Οικονόμου –  κοιτώντας πανικοβλημένος αριστερά δεξιά: «Συμβαίνει κάτι; Έκανα τίποτα;»

Και συμπληρώνει, σχεδόν κλαίγοντας

«Αφού της το εξήγησα της Αμαλίας μπορώ να πάψω να μαι παιδί στα 59 μου!»

Επειδή είναι πλάτη στα τεκταινόμενα νομίζει ότι αυτό που βλέπουμε είναι η Αμαλία, η οποία έρχεται εξαγριωμένη να τον μαζέψει…

Η Αποστολή καταφθάνει στον πλάτανο κι ο Σιώκος αρχίζει ένα λογίδριο, με επίσημο και συνάμα εύθυμο ύφος:

«Αγαπητοί μου φίλοι και παιδιά, έχω τη χαρά να σας συστήσω δυο παλιούς καλούς φίλους…»

Πρώτα μας συστήνει τον εκ αριστερών του: «Από εδώ, ο Αριστοτέλης!»

Κι ύστερα, τον εκ δεξιών του: «Κι από εδώ, ο Ελισαίος!»

Για να συμπληρώσει, πανευτυχής: Δε φαντάζεσθε πόσο ευτυχής αισθάνομαι που τους ξανασυναντάω μετά από τόσα χρόνια…

Και πιο επίσημα:

«Από κοντά, βέβαια, γιατί διατηρούσαμε, βεβαίως, βεβαίως, γιατί διατηρούσαμε μιαν κάποιαν αραιάν τηλεφωνικήν επαφήν όλα αυτά τα χρόνια»

Ο καπετάν Αριστοτέλης κάνει παρέμβαση

«Ρε συ Γιάννη, ο Σάκης δεν είναι αυτός που κάθεται στη γωνία;»

Λέει και χωρίς να περιμένει επιβεβαίωση από τον Σιώκο σπεύδει ενθουσιασμένος να αγκαλιάσει τον μπάρμπα Σάκη

«Ισαάκ μου, πόσο χαίρομαι που σε ξαναβλέπω!»

Η αντίδραση του Κομνηνού ομολογουμένως  δεν είναι το ίδιο θερμή. Σηκώνεται κάπως επιφυλακτικά – ή και βαριεστημένα – από την καρέκλα του και δέχεται απρόθυμα τον ένθερμο εναγκαλισμό και  του Καπετάνιου, ο οποίος δε φαίνεται να αντιλαμβάνεται την απροθυμία του παλιού του φίλου, αλλά ούτε και να ενοχλείται από αυτήν

Μετά τον Κομνηνό, ο Καπετάνιος γυρίζει το βλέμμα του προς την ομήγυρη κι αναφωνεί 

«Μα βλέπω κι άλλα οικεία πρόσωπα εδώ!»

Στον Οικονόμου –  χτυπώντας του φιλικά τον ώμο: «Αχιλλέα μου, μπορεί τα μαλλιά σου να άσπρισαν, αλλά το πρόσωπο σου παραμένει ίδιο! Σα μικρού παιδιού!»

Ο Αχιλλέας ρωτάει έκπληκτος τον Σιώκο: «Έχουν ασπρίσει τα μαλλιά μου;»

Μετά συνεχίζει κοιτώντας τον Κατακουζηνό: «Με τον Σήφη τα λέμε αραιά και που σε δημοπρασίες σπανίων βιβλίων!  Όλα καλά Σήφη μου, όλα καλά;»

Ο φλεγματικός Κατακουζηνός απαντά σοβαρά και λακωνικά: «Συμπαθητικά, αγαπητέ μου. Συμπαθητικά…»

Και ύστερα στον Εμμανουήλ: «Εσύ πρέπει να είσαι ο Πάνος ο Εμμανουήλ, ναι;»

[Όλους τους ξέρει; Όλους; Σίγουρα πρόκειται για επικίνδυνο άτομο! Επικίνδυνο!!]

Ο Εμμανουήλ κοιτάει επιφυλακτικά τον μυστηριώδη Καπετάνιο αλλά δεν απαντάει, κι έτσι ο Καπετάνιος συνεχίζει

«Η Αργυρώ μου μίλησε για σένα με τα καλύτερα λόγια στο ιστιοφόρο!»   

[Ναι, μιλούσανε, μεταξύ τύρου κι αχλαδιού! Μεταξύ τύρου κι αχλαδιού!! ]

Και –  καπάκι: «Η Αργυρούλα, βλέπεις, είναι κόρη παλιού μου συμμαθητή, αλλά και – συμπτωματικά – παλιά συμφοιτήτρια της μεγάλης μου κόρης, της Λυδίας, η οποία και την προσκάλεσε στην εφετινή μας περιπλάνηση στις Κυκλάδες!»  

Η πρώτη αυτή αποκάλυψη, εκ μέρους του Καπετάνιου, ήρθε να επιβεβαιώσει και την δικιά μου αρχική εκτίμηση, ότι δεν μπορούσε να υπάρχει μια πονηρή ή ηθικά κολάσιμη σχέση μεταξύ των κοριτσιών και των δύο αυτών κυριών, αφού…, αφού…, αφού…

Ο Εμμανουήλ περνά στην αντεπίθεση: «Σας ξέρω κι απ’ αλλού. Από μια εκδήλωση των Αριστερών Συναρθρώσεων για την εξέγερση του Πολυτεχνείου. Πρέπει να ήταν 1998! Ήσασταν ένας από τους ομιλητές!»  

Ο Καπετάνιος προσπαθεί να θυμηθεί κοιτώντας τον πλάτανο – και μετά ξανά τον Εμμανουήλ:

«Έχεις δίκιο, τώρα που το σκέφτομαι κάτι μου θυμίζεις…»

Για να συμπληρώσει – στοργικά: «Αλλά πρέπει να χεις πάρει καμιά 15αριά κιλά από τότε!»

[Αααχ! Πάρτηνα παλιομαλάκα Εμμανουήλ! Με τα ηλίθια γκρουούσκουλα που χες μπλέξει, που καλούσαν τον κάθε τυχαίο να μιλήσει για την ιστορία του κινήματος! Αριστερές Συναρθρώσεις και Αριστερή Αναδιάρθρωση και Αριστερή Αντικαπιταλιστική Συσσώρευση και παπάρια μάντολες! Παπάρια μάντολες!!]  

Παρεμβαίνει – για άλλα μια φορά – ο Σιώκος:

«Αριστοτέλη, Ελισαίε, καθίστε»

Λέει κι αρχίζει να σέρνει την καρέκλα του προς το μέρος μου

Ο Καπετάνιος συμπληρώνει, απευθυνόμενος σε μένα

«Μανόλη μου, κάνε λίγο πιο δεξιά, για να  χωρέσει κι ο Γιάννης μας!»

[Με ξέρει και μένα; Με ξέρει και μένα;; Και μου λέει να πάω και πιο δεξιά;;; Πιο δεξιά;;;;]   

Οι δύο γνωστοί –  άγνωστοι κύριοι βολεύονται δίπλα στον Σιώκο, και η διαδικασία επίλυσης των αναπάντητων ερωτηματικών αρχίζει