Με λένε Μήδεια Τάδε και

... αύριο δεν θα φάω μαζί σας πρωινό, καλές μου. Όχι, το ξέρετε άλλωστε καλά. Να καταπιώ δεν θα μπορώ, θα ΄χει ο λαιμός μου κλείσει, θα ’χουν κρεμάσει τα άκρα μου απ’ τον πολύ χορό. Ένα τριπάτ ποντιακό θα’χω στο νου μου – όποια κλωτσήσει το σκαμνί να το γνωρίζει, μη και σκιαχτεί όταν το τρέμουλο αρχινίσει, μη και τα χέρια μου νεκρά σαν πέσουν την χτυπήσουν, μη και ρυθμό δεν καταφέρω να κρατήσω,  γόνατα και αστράγαλοι έχουν μαζέψει λίπη, μη και καμιά σας να  σκεφτεί τι δευτεράντζα είν’ αυτή, μη, τι ντεκλασσέ η παιδοκτόνος.  Ένα χορό μοναδικό θα ’χω στο νου μου. Ούτε Θεό ούτε Χριστό ούτε τον γκομενιάρη Χάρο. Παρόλο που για πάρτη του βρακί απόψε δεν θα βάλω. Μόνο ένα φουστάνι γλιστερό, φαρδύ, μεσάτο, κλειστό μπροστά μέχρι τη ρίζα του λαιμού, κουμπιά μεταξωτά στην πλάτη, αυτό φορούσα όταν βολεύτηκα στο μαξιλάρι απάνω, το άσπρο, το ολοκέντητο που σου ’στρωσα προσεκτικά στο σωματάκι ολούθε, τόσο αφημένη, τόσο δοσμένη, τόσο πολύ στους τραγωδούς μελετημένη, μόλις που οι πατούσες σου ξοδεύανε στην άκρη, κι αυτές τριπάτ χορεύανε πριν το νανούρισμα τελειώσει - παράπονο δεν πρέπει να ’χεις, σωστά σ’ ετοίμασα, μ’ ανθόνερο σε έπλυνα,  σε στέγνωσα με χνουδωτό σεντόνι, πούδρα σου έβαλα στις χωρισιές μη και συγκάψεις στο ταξίδι, αφάγωτο δεν έφυγες, ένα βυζί ολόκληρο μου ’χες αδειάσει μόλις, πέτσα μου το ΄κανες, κι αυτό και την κρουστή κοιλιά μου, πού να με δει ο μορφονιός, πού να με πάρει, ξυνίλα μύριζε η θηλή, πού να μου το φιλήσει, πού στο παλκοσένικο μαζί του να με βγάλει, τ’ όνομα  απ΄ τη μαρκίζα μού ’βγαλε, και τι γκρεμός σαν την ξεκρέμασε και τι φόβος, σε φορτηγό τη φόρτωσε, ανάποδα την άδειασε να λιώσει – ήταν μαζί κι οι πάνες σου μιας χρήσης -   και τι σημαδιακό το κλάμα σου τις νύχτες, καλά τ’ ορμήνεψα,  σώσε με μου ζητούσες, τώρα που φόβος τι πάει να πει ακόμα δεν γνωρίζω, κι άσε εσένα  να σωθείς από αλλουνού τα χέρια, μη και σε πουν αυτόχειρα κι άκλαυτη σε αφήσουν, στον ύπνο σου έρχομαι και σε ρωτώ, καλά δεν έκανα, ποια είσαι εσύ, μου απαντάς, ποια είσαι εσύ, βρυχάσαι, πολλά ειπώθηκαν για το συμβάν, μπλέχτηκαν οι εποχές κι οι φόνοι, πολλά μιλιούνται στον προαυλισμό, αυτή η κουβέντα άλλη αναβολή δεν τη σηκώνει.

Βάγγο απόψε το κελί ξεκλείδωτο ν’ αφήσεις – μη φωνασκείτε, να τους πεις, θέλω ν’ ακούω τον ρυθμό. Κι εγώ για πάρτη σου θα ’χω κουμπώσει μέχρις απάνω τα κουμπιά, να ’χεις να ξεκουμπώνεις όταν μου λύσεις τη θηλειά. Θα μου έχουν φύγει ούρα κι έμμηνα, σ’ αυτά το φταίξιμο το ρίχνω.