Μετεκλογικά καφενεία: Επιστροφή της κανονικότητας: Μέρος Ε’ – Μπαρόκ

Καθώς οι  καρλίες…εεε, οι κυρίες απομακρύνονται από τον πλάτανο, οι μόνοι ήχοι που ακούγονται είναι οι γνώριμοι

«Παπα, γαγα/  Παπα, γαγα/  Παπα, γαγα» «Πφου, πφου/ πφου, πφου/ Πφου,  πφου/ Πφου, πφου/ πφου, πφου/ πφου πφου»  «Μονιστική, μονιστική,  μονιστική»

Αμηχανία, περισυλλογή, παγωμάρα, σύγχυση και βουβαμάρα…

Ο Κατακουζηνός επιχειρεί να σπάσει αυτήν την βουβαμάρα:

Σηκώνεται, κι αφού βγάζει από την τσάντα του ένα βιβλίο, απευθύνεται στην Κυρία Δάφνη με στόμφο:

«Δεσποινίς Δάφνη, σας έφερα το βιβλίο που σας έλεγα»

Και με ακόμα μεγαλύτερο στόμφο, καθώς η Κ Δάφνη γυρίζει στο πλάνο:

«Είναι του δεκάτου εβδόμουνου αιώνος!»

Μια σπαρακτική κραυγή ακούγεται, κι η κάμερα την ακολουθεί:

Ο Γιάννης ο Σιώκος γονατισμένος εκλιπαρεί την μία Νατάσα, προσφέροντας της το μπολ με τα γαριδάκια και λέγοντάς της – με ακόμα πιο σπαρακτικό τρόπο:

«Παπα, γαγα!  Παπα, γαγα!»

[Ελεύθερη μετάφραση: Γιατί καμία σας δε θέλει να δοκιμάσει και τα δικά μου γαριδάκια;] 

 Ο Κατακουζηνός ξαναγυρνάει το βλέμμα του στην Κ Δάφνη και συμπληρώνει – με το γνωστό περισπούδαστο του ύφος:

«Είναι του θεατρικού συγγραφέως και ποιητού Πέδρο Καλντερόν ντε λα Βάρκα!»

[Εδώ καράβια χάνονται, μπάρμπα Σήφη μου, και ντε λα βαρκούλες αρμενίζουνε! Για την ακρίβεια, και ντε λα βαρκούλες χτενίζονται!]

«Και συνεχίζει ακάθεκτος: Είναι της σχολής του Μπαρόκ!»

Ο Γκάτσος πετάγεται από την καρέκλα σα να τον έχει χτυπήσει ηλεκτρικό ρεύμα, κι απευθύνεται ενθουσιασμένος στον Κατακουζηνό:

«Όχι, είναι τις σχολής του Μπαρόκ – εν ρολ!»

Και – ανοίγοντας τα χέρια:

«Yeah, Babe! Μπαρόκ – εν ρολ, Babe!»

Και – χορεύοντας – προσποιούμενος ότι παίζει ηλεκτρική κιθάρα:

«American woman, stay away from me!»

«Καπάκι: Foxey lady, Here I come! Yeah, Baby!»

Ο Κατακουζηνός αγνοεί/ παρακάμπτει το ξέσπασμα του αμερικανόφρονα Νίκου Γκάτσου κι ξανά – απευθύνεται – με ιδιαίτερα σοβαρό κι επίσημο ύφος –  στην Κ Δάφνη:

«Σας έφερα αυτό το τομίδιο για να το γαμοτυπήσετε… εεε, να το … εεε, να το φωτοτυπήσετε!» [.............]

Η Κ Δάφνη απαντάει – στη γενναιόδωρη προσφορά του Ιωσήφ Κατακουζηνού – με αριστοκρατική ευγένεια, αφού του ακουμπάει τσαχπίνικα την μύτη με το δείκτη του δεξιού της χεριού:

  «Αχ, πόσο γλυκούλης είστε, Κατακουζηνέ. Αλλά λέω να το πάρω μετά, ε;»

Ο Κατακουζηνός απαντάει γουρλώνοντας τα μάτια μπροστά απ’ το δάκτυλο της Κ Δάφνης

Αμέ, Αμέ, Αμέ

Η Κ Δάφνη κάνει μεταβολή και τραβά προς τα καριότσια… εεε, προς τα κορίτσια, αλλά ο Κατακουζηνός εξακολουθεί να έχει γουρλωμένα μάτια και να επαναλαμβάνει:

Αμέ, Αμέ, Αμέ, Αμέ

Και η μουσική ξαναρχίζει:

Αμέ, Αμέ, Αμέ                           

Πφου – πφου, πφου – πφου, πφου – πφου

Πα – πα, πα – πα, γα – γα, Πα – πα, πα – πα, γα – γα

Αλλά τα παλαμάκια  του Περικλή Κρητικόπουλου υπερκαλύπτουν την ιδιόμορφη αυτή ρυθμική συναυλία…

Και η βροντώδης του φωνή:

«Έλα, έλα παιδάκια… Έλα, να αρχίσουμε να συνερχόμαστε σιγά – σιγά… Ρεζίλι των σκυλιών έχουμε γίνει…»

Ένα γνώριμο γαύγισμα ακούγεται. Είναι ο Άλεξ, ο οποίος είχε λουφάξει τόση ώρα κάτω από την καρέκλα του Μίκη, αλλά τώρα δηλώνει παρόν, προφανώς για να επιβεβαιώσει την εκτίμηση του Κυρ Περικλή…

Ο σκύλος ξανά κουρνιάζει κάτω από την καρέκλα του Μίκη, και ο Κυρ Περικλής συνεχίζει, απευθυνόμενος αυτήν τη φορά στον μπάρμπα Σιώκο – λίγο ειρωνικά:

«Γιαννάκη, τι έγινε; Μείναμε με τα γαριδάκια στο χέρι;»

«Κι ο άλλος, με το τομίδιο;»

Και κάνει μια χειρονομία με τη δεξιά του γροθιά, την οποία όμως κωλύομαι να σας την περιγράψω με ακρίβεια…

Ύστερα, χτυπάει με το δείκτη του αριστερού του χεριού τον αριστερό ώμο του Κομνηνού, ο οποίος εξακολουθεί να χαμογελά χαζοχαρούμενα προς τη μεριά που κάθονται τα κορίτσια.

Με την δεύτερη σκουντιά, ο Κομνηνός γυρνάει προς τον Κυρ Περικλή. Δείχνει να πλέει σε πελάγη ευτυχίας – κι εξακολουθεί να έχει χαζοχαρούμενο ύφος:

«Ω, τον αγαπητό μου τον Πφερικλή! Γιατί με σκουντάς, αγαπημένε μου πφου – ίλε;»

-Η Κινησιολογία, η έκφραση προσώπου και η εκφορά λόγου του θυμίζουν μαστουρομένο…]

Ο Κρητικόπουλος απαντάει με επίσημο και στοργικό ύφος:

«Θέλω να μου κάνεις μια μεγάλη χάρη»

Κομνηνός – κυματιζόμενος χαζοχαρούμενα: «Ευχαρίστως, Πφου – ερικλή»

Κρητικόπουλος – πάλι με το ίδιο –  όπως πριν –  ύφος: «Θέλω να πα να ξυριστείς»

Η έκφραση του προσώπου του Κομνηνού αλλάζει. Έκπληξη και απορία ζωγραφίζονται τώρα στο πρόσωπό του…

Απαντάει με ερώτηση: «Γιατί καλέ μου πφου – ίλε;»

Αλλάζει κι η έκφραση του προσώπου του Κρητικόπουλου: απέχθεια, επιτίμηση, απόρριψη…

Απαντάει, κουνώντας το χέρι του μπροστά από το πρόσωπο του έκπληκτου Κομνηνού:

«Γιατί δε μπορώ να βλέπω όλα αυτά τα σάλια που χουν κολλήσει στα μούσια σου…! Μπιάχ,  αηδία πια έχεις καταντήσει…! Γέρο – φρικιό της συμφοράς…! 64 χρονώ κωλόγερος, και μου γυρνάς σα Χίπις από τα Μάταλα…, πανάθεμα σε…! Υποκείμενο γελοίο!»

Ο Κομνηνός, αποσβολωμένος καθώς είναι, αδυνατεί ν’ απαντήσει στις αλλεπάλληλες προσβολές, οπότε κι ο Κυρ Περικλής συνεχίζει μαζί μας:

«Βασικά, όλους  σας βαρέθηκα…! Αηδιάζω με όλους σας …! Και που σας μιλάω πολύ σας είναι…!!!»       

Κι αφού μας μουντζώνει έναν – έναν διαδοχικά, μας εύχεται: «Α, και καλά γα..σια», κάνοντας  μια χειρονομία και με τη δυο του τις γροθιές, την οποία όμως κωλύομαι να σας την περιγράψω με ακρίβεια, αποχωρεί από τη σκηνή…

Μετά την δραματική – όσο κι επεισοδιακή –  αποχώρηση Κρητικόπουλου, η κανονικότητα επιστρέφει στον πλάτανο, κι όλοι πηγαίνουμε ξανά στις θέσεις μας          

Μετά από μερικές στιγμές περισυλλογής, παίρνει τον λόγο ο Μίκης…

Βλέμμα αποφασιστικό – αν και είναι στραμμένο στο πλάτανο, φωνή σοβαρή και σταθερή, γροθιές σφιγμένες: