Η κληρονομιά του συμβολισμού και ο ακμεϊσμός

Ο σημαντικός Ρώσος ποιητής Νικολάι Γκουμιλιόφ (1886-1921),  που μαζί με μια ομάδα καλλιτεχνών έθεσαν τα θεμέλια του ακμεϊσμού, διατύπωσε ένα μανιφέστο. Ο πολύ δραστήριος και μαχόμενος για την τέχνη Γκουμιλιόφ, πρώτος σύζυγος της Άννας Αχμάτοβα, εκτελέστηκε από το Σοβιετικό καθεστώς το 1921.

[Για τον προσεκτικό αναγνώστη είναι ξεκάθαρο ότι η ανάπτυξη του συμβολισμού έχει πλέον τελειώσει][1]και αρχίζει να εκπίπτει. Και είναι γεγονός ότι σχεδόν δεν υπάρχουν συμβολικά έργα και όσα υπάρχουν, είναι εξαιρετικά αδύναμα. Και όλο και πιο συχνά ακούγονται φωνές για την αναθεώρηση των έργων, που μέχρι πρόσφατα θεωρούνταν αδιαμφισβήτητη η αξία και η φήμη τους, καθώς έχουν κάνει την εμφάνισή τους φουτουριστές και εγώ-φουτουριστές και άλλες ύαινες που ακολουθούν τα λιοντάρια. Υπάρχει ένα καινούριο ρεύμα που διαδέχεται τον συμβολισμό, το οποίο θα μπορούσε να ονομαστεί ακμεϊσμός (από τη λέξη ακμή, την υψηλότερη βαθμίδα, την άνθηση) ή αδαμισμός (μια θαρραλέα και ξεκάθαρη ματιά στη ζωή) που, τουλάχιστον, απαιτεί μεγαλύτερη ισορροπία δυνάμεων και μια ακριβέστερη γνώση της σχέσης υποκειμένου - αντικειμένου, από ό,τι στον συμβολισμό. Ωστόσο, προκειμένου να καθιερωθεί συνολικά και να φανεί αντάξιος διάδοχός του, θα πρέπει να απαντήσει σε όλες τις ερωτήσεις που έθετε και εκείνος. [Η δόξα των προγόνων υποχρεώνει τον συμβολισμό να γίνει ένας άξιος πατέρας.][2]

Ο γαλλικός συμβολισμός, ο προπάτορας όλων των συμβολισμών, ως σχολή, έφερε στο προσκήνιο καθαρά λογοτεχνικά καθήκοντα, ελεύθερο στίχο, περισσότερο ιδιόμορφο και εύθραυστο συλλαβισμό και το σημαντικότερο από όλα έφερε τη μεταφορά και την περιβόητη «θεωρία των αντιστοιχιών». Αυτή η θεωρία δείχνει ξεκάθαρα ότι δεν έχει χαρακτήρα ρομανικό και ως εκ τούτου ούτε και εθνικό σε αναγεννημένο έδαφος. Το ρομανικό πνεύμα αγαπάει πάρα πολύ το στοιχείο του φωτός, που ξεχωρίζει τα αντικείμενα με μια ευδιάκριτη γραμμή∙ αυτό το καινούριο (ο ακμεϊσμός) είναι μια συμβολική ενότητα όλων των εικόνων και των πραγμάτων, η μεταβλητότητα της εμφάνισής των οποίων θα μπορούσε να γεννηθεί μόνο στην ομιχλώδη ατμόσφαιρα των γερμανικών δασών. Ο μυστικιστής θα έλεγε, ότι ο συμβολισμός στη Γαλλία είναι απευθείας απόγονος του Σεντάν,[3] όμως, μαζί με αυτό, αποκάλυψε την αριστοκρατική δίψα της γαλλικής λογοτεχνίας για το σπάνιο και το φευγαλέο και, συνεπώς, την έσωσε από τον απειλητικό και χυδαίο νατουραλισμό.

Εμείς, όμως, οι Ρώσοι, δεν μπορούμε να αγνοήσουμε τον γαλλικό συμβολισμό, έστω και αν η νέα τάση (του ακμεϊσμού), την οποία ανέφερα παραπάνω, δίνει μια σαφή προτίμηση στο ρομανικό πνεύμα παρά στο γερμανικό. [Οι ακμεϊστές, ακριβώς όπως οι Γάλλοι, έψαχναν για έναν νέο, πιο ελεύθερο στίχο. Επεδίωκαν να σπάσουν τα δεσμά του μέτρου, παρακάμπτοντας τον συλλαβισμό, περισσότερο από ποτέ, με ελεύθερη αναδιάταξη του τονισμού,][4] και ήδη υπάρχουν ποιήματα γραμμένα στο νέο επινοημένο συλλαβικό σύστημα της στιχουργίας. Η σπαζοκεφαλιά των συμβολικών μεταφορών οδήγησε σε θαρραλέους ελιγμούς των ιδεών. Η ευθραυστότητα των λέξεων, τις οποίες άκουγαν, τους ενθάρρυνε στην έρευνα του ζωντανού λαϊκού λόγου για νέες λέξεις με συγκεκριμένο περιεχόμενο. Με ήπια ειρωνεία, χωρίς να υπονομεύει τις ρίζες της πίστης μας, μια ειρωνεία η οποία δεν μπορούσε να μην εκδηλωθεί, αν και περιστασιακά, στους ρομανικούς συγγραφείς, πήρε πλέον τη θέση της απελπιστικής γερμανικής σοβαρότητας, την οποία τόσο καλλιεργούσαν οι συμβολιστές μας. Τέλος, αν και εκτιμούμε πολύ τους συμβολιστές που μας υπέδειξαν το νόημα του συμβόλου στην τέχνη, δεν συμφωνούμε να θυσιάσουμε τους άλλους τρόπους της ποιητικής έκφρασης και αναζητούμε την απόλυτη αρμονία τους. Με αυτόν τον τρόπο απαντούμε στο θέμα για την συγκριτικά «υπέροχη δυσκολία» αυτών των δύο τάσεων: Να είσαι ακμεϊστής είναι δυσκολότερο από το να είσαι συμβολιστής, είναι σαν να χτίζεις καθεδρικό ναό, αντί για πύργο κάστρου. Και μία από τις αρχές της νέας κατεύθυνσης είναι να ακολουθεί πάντα τον πιο δύσκολο δρόμο.

Ο γερμανικός συμβολισμός, εκπροσωπούμενος από τους ιδρυτές του, τον Νίτσε και τον Ίψεν, έθεσε το ερώτημα για τον ρόλο του ανθρώπου στην πλάση, για το άτομο στην κοινωνία και το έλυσε βρίσκοντας κάποιον αντικειμενικό σκοπό ή δόγμα, τον οποίο θα πρέπει να υπηρετήσει. Από αυτό φαίνεται ότι ο γερμανικός συμβολισμός δεν αξιολογεί τα φαινόμενα που δεν χρειάζονται καμία εξήγηση για την ύπαρξή τους. Για εμάς, η ιεραρχία των φαινομένων κρίνεται από το ειδικό βάρος που έχει το καθένα από αυτά. Συνεπώς, το φαινόμενο που έχει βάρος πάνω από το μηδέν είναι πάνω από την ανυπαρξία, και γι’ αυτό στον ακμεϊσμό όλα τα φαινόμενα είναι αδελφά.

Εμείς δεν θα τολμούσαμε να βάλουμε το άτομο να προσκυνήσει τον Θεό, αν αυτό δεν ήταν στη φύση του. Αλλά, νοιώθοντας τον εαυτό μας ως φαινόμενο μεταξύ φαινομένων, συμμετέχουμε στον παγκόσμιο ρυθμό, υφιστάμεθα όλες τις επιπτώσεις και, με τη σειρά μας, επηρεαζόμαστε. Το καθήκον μας, η θέλησή μας, η ευτυχία μας και η τραγωδία μας είναι να μαντεύουμε συνεχώς τι θα συμβεί την επόμενη στιγμή στο θέμα μας, σε ολόκληρο τον κόσμο και να βιαστούμε να το προσεγγίσουμε, ως το υψηλότερο βραβείο που ούτε για μια στιγμή δεν ξεφεύγει από την προσοχή μας, για να ονειροπολήσουμε την εικόνα της τελευταίας στιγμής. Να εξεγειρόμαστε, στο όνομα των διαφορετικών συνθηκών της ζωής εδώ όπου υπάρχει ο θάνατος είναι το ίδιο περίεργο, σαν να σπάμε τον τοίχο του δεσμώτη, ενώ μπροστά του υπάρχει μια ανοικτή πόρτα. Εδώ η ηθική γίνεται αισθητική, επεκτείνοντας την περιοχή της τελευταίας. Εδώ ο ατομικισμός, στην υψηλότερη ένταση του, δημιουργεί το κοινό. Εδώ ο Θεός γίνεται ένας ζωντανός Θεός, επειδή ο άνθρωπος αισθάνθηκε τον εαυτό του αντάξιο ενός τέτοιου Θεού. Εδώ, ο θάνατος είναι μια κουρτίνα που χωρίζει εμάς τους ηθοποιούς από τους θεατές, και γι’ αυτό στην έμπνευση του παιχνιδιού περιφρονούμε το δειλό βλέμμα για το τι θα συμβεί στη συνέχεια. Όντας αδαμιστές, είμαστε λιγάκι ζώα του δάσους και σε καμία περίπτωση δεν θα παραιτηθούμε από το γεγονός ότι υπάρχει μέσα μας το ζωώδες, ως αντάλλαγμα για τη νευρασθένεια. Αλλά ήρθε η ώρα του ρώσικου συμβολισμού να πάρει τον λόγο.

Ο ρωσικός συμβολισμός κατηύθυνε τις κύριες δυνάμεις του στην περιοχή του αγνώστου. Συναδελφωνόταν, εκ περιτροπής, πότε με τον μυστικισμό, πότε με τη θεοσοφία, πότε με τον αποκρυφισμό. Μερικές αναζητήσεις του προς αυτή την κατεύθυνση πλησίασαν στη δημιουργία ενός μύθου. Και έχει το δικαίωμα να ρωτήσει όσους βαδίζουν στο ρεύμα της αλλαγής, αν μπορούν να καυχηθούν μόνο για τις ζωώδεις αρετές τους, και ποια είναι η στάση τους απέναντι στο άγνωστο. Το πρώτο, στο οποίο μπορεί να απαντήσει ο ακμεϊσμός, θα πρέπει να είναι μια υπόδειξη ότι το άγνωστο, με το ακριβές νόημα της λέξης, δεν μπορεί να γίνει κατανοητό. Το δεύτερο, ότι όλες οι απόπειρες προς αυτή την κατεύθυνση δεν είναι παρθενικές. Όλη η ομορφιά, όλη η ιερότητα της σημασίας των άστρων βρίσκεται στο ότι είναι απείρως μακριά από τη γη και δεν υπάρχει καμία ελπίδα για την αεροπορία να τα πλησιάσει. Η φτώχεια της φαντασίας βρίσκει εκείνον, του οποίου η εξέλιξη της προσωπικότητας θα παρουσιάζεται πάντα σε συνθήκες χρόνου και χώρου. Πώς μπορούμε να θυμηθούμε τις προηγούμενες υπάρξεις μας (αν αυτό δεν είναι μια καθαρά λογοτεχνική μέθοδος), όταν βρισκόμασταν στην άβυσσο, εκεί όπου υπήρχαν μυριάδες άλλων μορφών ύπαρξης, για τις οποίες τίποτα δεν ξέρουμε, εκτός του ότι υπάρχουν; Αφού η κάθε μια από αυτές απορρίπτεται από την ύπαρξή μας και αυτές με τη σειρά τους, απορρίπτουν τη δικιά μας. Την παιδική σοφία, τη γλυκιά μέχρι πόνου αίσθηση της δικής μας άγνοιας -αυτό είναι που μας δίνει το άγνωστο. Ο Φρανσουά Βιγιόν, ρωτώντας, που είναι τώρα πια οι ομορφότατες κυρίες των παλαιών καιρών, απαντάει μόνος του αναφωνώντας θλιβερά: Mais ou sont les neiges dantan.[5] Και αυτό μας κάνει να αισθανόμαστε εντονότερα τον πιο απόκοσμο από ολόκληρους τόμους συλλογισμών, σε ποια πλευρά του φεγγαριού βρίσκονται οι ψυχές των κεκοιμημένων... Να θυμάστε πάντα το άγνωστο, αλλά να μην ενοχλείτε τη σκέψη σας μ’ αυτό, περισσότερο ή λιγότερο, με πιθανές εικασίες -αυτή είναι μια αρχή του ακμεϊσμού. Αυτό δεν σημαίνει ότι απέρριψε το δικαίωμά του να απεικονίζει την ψυχή σε εκείνες τις στιγμές που τρέμει, πλησιάζοντας το άγνωστο∙ τότε μπορεί μόνο να ανατριχιάζει. Φυσικά, η κατανόηση του Θεού, η όμορφη κυρία της θεολογίας, θα παραμείνει στο θρόνο της. Οι ακμεϊστές δεν θέλουν ούτε να κατέβει στο επίπεδο της λογοτεχνίας ούτε η λογοτεχνία να ανυψωθεί στο διαμαντένιο ψύχος της. Όσο για τους αγγέλους, τους δαίμονες, τα στοιχειά και τα άλλα πνεύματα, αποτελούν μέρος του υλικού του καλλιτέχνη και δεν χρειάζονται περισσότερο γήινο βάρος.

Το κάθε καλλιτεχνικό ρεύμα βιώνει την αγάπη διάφορων δημιουργών και διαφορετικών εποχών. Τα αγαπημένα μνήματα συνδέουν περισσότερο τους ανθρώπους. [Στους κύκλους τους κοντινούς με τους ακμεϊστές, αναφέρεται πιο συχνά το όνομα του Σαίξπηρ, του Ραμπελέ, του Βιγιόν και του Θεοφίλου Γκωτιέ. Η επιλογή αυτών των ονομάτων δεν είναι αυθαίρετη. Καθένας από αυτούς είναι ένας στύλος για την οικοδόμηση του ακμεϊσμού, με στοιχεία μεγάλης αντοχής. Ο Σαίξπηρ μας έδειξε τον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου∙ ο Ραμπελέ το σώμα και τη χαρά του, τη σοφή φυσιολογία του∙ ο Βιγιόν μας είπε για τη ζωή που δεν αμφιβάλλει καθόλου για τον εαυτό της, παρόλο που γνωρίζει τα πάντα -και τον Θεό, και την αμαρτία, και τον θάνατο και την αθανασία∙ ο Θεόφιλος Γκωτιέ βρήκε για αυτή τη ζωή στην τέχνη το αξιοπρεπές ένδυμα της τέλειας μορφής. Ο συνδυασμός αυτών των τεσσάρων σημείων -αυτό είναι το όνειρο που τώρα ενώνει τους ανθρώπους, ώστε να αποκαλούν με τόλμη τους εαυτούς τους ακμεϊστές.][6]

Ιανουάριος 1913

 

Μετάφραση: Ελένη Κατσιώλη

 

 

 

 

 

 

 

 

 

[1] Ελένη Κατσιώλη: Μια ματιά στον κόσμο της Άννα Αχμάτοβα, εκδόσεις Λέμβος, 2019

[2] Ελένη Κατσιώλη: Μια ματιά στον κόσμο της Άννα Αχμάτοβα, εκδόσεις Λέμβος, 2019.

 

[3] Charles de Navières (1544-1616), Γάλλος ποιητής από την πόλη Σεντάν.

[4] Ελένη Κατσιώλη: Μια ματιά στον κόσμο της Άννα Αχμάτοβα, εκδόσεις Λέμβος, 2019.

[5] Πού είναι τα παλιά χιόνια, ενώ μεταφορικά σημαίνει πού είναι οι ήρωες του παρελθόντος.

[6] Ελένη Κατσιώλη: Μια ματιά στον κόσμο της Άννα Αχμάτοβα, εκδόσεις Λέμβος, 2019.