Το αγρίμι

Δεν υπήρχε στη ζωή της από παλιά, τώρα τελευταία την επισκέφτηκε κι ούτε που το φανταζόταν ότι ζει στις πόλεις, ότι τρέχει στα σπίτια, ότι μπαινοβγαίνει απτόητο, ότι θρονιάζεται στο προσκέφαλο γυναικών που δεν γίνεται να  ξέρουν εκ των προτέρων, αν ήρθε για να μείνει ή θα τις εγκαταλείψει κάποτε.

Την πρώτη φορά ήταν δώρο σατανικό, η πολυτέλεια του νυχτερινού χρόνου έτσι που κατάφερε να ολοκληρώσει κάποια δουλειά που εκκρεμούσε, όμως  τη δεύτερη φορά την παραξένεψε κι από την τρίτη κάτι την τσίμπησε κατάκαρδα σαν αγωνία- ανησυχία και πού θα πάει αυτή η κατάσταση.

Είπε μετά την τρίτη επίσκεψη να μην προσπαθήσει να κλείσει τα μάτια της αλλά να το περιμένει να το δει κατάματα να εξιχνιάσει τις προθέσεις του.

Λοιπόν, από τότε κάθε νύχτα,  στην ώρα του ακριβώς φτάνει, σκάβει με τα νύχια του στο στήθος το στενό, να ξεριζώσει τα όνειρα,  το αίμα της να στραγγίσει, να το πιεί αφού διψάει πολύ, μετά να σκαρφαλώσει στο κεφάλι να ξηλώσει μια ραφή να δει το μέσα, το χρώμα πόσο φαιό και φρέσκο είναι απόψε να δοκιμάσει λίγο δεν πεινάει πολύ τέλος να χωθεί στην  αγκαλιά της εκλιπαρώντας να θηλάσει για να κοιμηθεί ησυχασμένο.