Η γλώσσα που κόπηκε

Στον Ελίας Κανέτι που έγραψε γι αυτή τη γλώσσα που δεν κόπηκε

Η γλώσσα ένα μάτι. Η γλώσσα που κόπηκε και έμεινε να πλέει σε κείνη την αμμουδιά του ονείρου, μοναχή της. Το στόμα που δε μπορούσε να μιλήσει έμαθε να λαλεί άλλες γλώσσες. Μίλησε σ' αυτές. Περνώντας εμπόδια με μια μνήμη να 'χει μείνει πανί με πανί, μια γραφή μιας ξένης γλώσσας που δεν μπορείς να διαβάσεις. Μιας γλώσσας με σύμβολα μυστικά, χωρίς κανόνες να τη διέπουν, με τη χημεία του μυαλού σου διάτρητη και την πατρίδα σου χαμένη ανάμεσα στα σκύβαλα. Γύρω σου σκύμνοι, αναπαύονται στο πράσινο χορτάρι που μοιάζει με το βήμα της, που δε πάει ακριβώς μπροστά. Κάνει δύο βήματα ολόκληρα μπροστά και ένα μισό πίσω.

        Μετρημένα βήματα, ισομεγέθη σε τοπία ισοσκελή, με το παρόν και το παρελθόν λησμονημένο. Όλα λησμονιούνται εκτός από εκείνο το λιβάδι της παιδικής ηλικίας σε μια ακρογιαλιά με βότσαλα έτσι που η καταγωγή ξεχνιέται και το μέλλον ξανασχεδιάζεται, ακυρώνεται και οδεύει προς την έξοδο, προς τα Ίσθμια της λήθης, αν και μεγαλώνοντας την αναπολείς καθαρότερα ή την κλωτσάς στίβοντάς την σαν βάρβαρος, ένας βάρβαρος που δεν ήσουν ποτέ.

        Φορούν προσωπείο γι αυτό δεν τους αναγνωρίζεις. Ύστερα το βγάζουν με προσοχή και το κρεμούν στα σχοινιά της ταράτσας και έτσι καθώς είναι κρεμασμένα τα προσωπεία το ένα πλάι στο άλλο μοιάζουν με πινακοθήκη ηλιθίων. Χρησιμοποιείς πληθυντικό μεγαλοπρεπείας για να τρομάξεις μαζί με τους ομοίους σου. Ομοιόμορφοι όλοι και μάλλον ευχαριστημένοι από την ομοιότητα.

        Η φρέσκια όψη της μαράθηκε την ίδια στιγμή με την ανθοδέσμη που έβαλες χθες το πρωί στο βάζο.

Ο νόστος της πικρίας σου, η ρητορική της οδύνης, η πόλη των στεναγμών, η πάλη των πυρήνων, το φλούδι της ησυχίας, η κόψη της γαλήνης. Την είδες ή όχι καβάλα σ' εκείνο το στρουμπουλό συννεφάκι που άσθμαινε καθώς σε κουβαλούσε.

        Κάποιος έστρωσε στο δάπεδο ένα ψηφιδωτό με αναμνήσεις που είναι αδύνατον να θυμηθείς. Τότε ήταν που αναδεύτηκες και μετατοπίστηκες. Έψαξες τη γλώσσα, όχι αυτή που κόπηκε, την άλλη και ανακάλυψες πως δεν την χρειαζόσουν. Τι να την κάνεις τη γλώσσα όταν δεν μπορείς να γράψεις σ' αυτήν. Η γλώσσα είναι άχρηστη, ακόμα και όταν κοιτάει μ' ένα μάτι και όταν χτυπά στον ουρανίσκο ή πλαταγίζει στο εσωτερικό της κάτω γνάθου, όταν σχηματίζει γράμματα και εικόνες, χαμόγελα, έρωτες όταν στέκεται εκεί στο ακρογιάλι του Ομήρου, τότε παίρνεις τη γλώσσα αυτή που κόπηκε και τη συρράπτεις ξανά μέσα στο στόμα σου. Αν δεν πνιγεί στο σάλιο σου τότε απ' τα δάχτυλά σου ξεπηδούν οι λέξεις της απρόσκοπτα, πληθωρικά. Οι λέξεις είναι δικές της. Της γλώσσας είναι. Λίγες φορές γίνονται δικές σου και τότε το φως ανατέλλει και σου ξεφεύγει ένας στεναγμός ανακούφισης και το φλούδι της ζωής ξεφλουδίζεται και ύστερα ξεραίνεται στον ήλιο και συ βαδίζεις μπρος στον ωκεανό, αυτόν που κοιτούσες σ' όλη σου τη ζωή και το νερό σ' αγκαλιάζει, σε χαϊδεύει, σε περιτυλίγει και ύστερα σ' αφήνει να κάνεις απλωτές και να ανασαίνεις στον ρυθμό του. Τίποτα δεν είναι δικό σου. Ιδιοκτησία δεν υπάρχει στο κόσμο της γλώσσας. Όλα είναι κλεμμένα. Και συ λαθραίος. Ένας λαθραίος της γραφής, που γεννιέται κάθε που ένα κείμενο ευτυχεί, αφού γραφτεί, αφού ειπωθεί, αφού διαβαστεί. Αλλιώς αν δεν τα καταφέρεις πεθαίνεις.