Η δαιμονισμένη

΄Εκανε διαδρομές ορμητικές  και επικίνδυνες μέχρι να βρει την έξοδο. Ξεπήδησε ορμητικά βγαίνοντας από το σκοτεινό  λαγούμι της στο φως- νομίζει. Αναπάντεχα ξεπήδησε θα ΄λεγες, αν ήξερες βέβαια. Και άρχισε το χορό στο δωμάτιο. Τρελό χορό. Ζωή γεμάτο. Με ένταση , με βουτιές και κορυφώσεις, οριζόντιες και κάθετες κοφτές  κινήσεις. Μια λαχτάρα εδώ, μια οργή εκεί. Ναι, νομίζει ότι βρήκε το φως εκεί. Θα γίνει πρωταγωνίστρια του φαλακρού αφηγητή. Του αφηγητή με τα στρογγυλά  γυαλιά που, από συρμάτινα έγιναν κοκάλινα  και τώρα τελευταία ταρταρούγας, ακριβά- φαίνεται πάνε καλά οι εκδόσεις του. Καθώς τρύπησε μιαν εύθραυστη γωνιά του λαγουμιού και πετάχτηκε έξω στη χλιαρή κι ανιαρή ατμόσφαιρα του γραφείου-καθόλου ένδοξη όπως φανταζόταν- την ένιωσε στα φτερά της αυτή την ατμόσφαιρα  υγρή και σάπια  από την κλεισούρα και τον καπνό.

[ και συ καημένε αφηγητή ήρωα του Ομήρου, συλλογισμένος κάθεσαι στις θύρες του ονείρου, ξύνεις με το μακρύ μικρό νυχάκι σου το φαλακρό κρανίο πίσω από τ΄αυτί εκεί που νόμισες σε τσίμπησε κουνούπι ανωφελές- κι είναι πολλά φέτος τα διαβολεμένα δεν τολμάς να ανοίξεις  τζαμαρία κι έχουνε κάνει εισβολή  αόρατα μεν αθόρυβα όχι κι ευτυχώς που ακούς καλά (;) ακόμα κι εξοπλίζεσαι με τα αναγκαία για να τα εξοντώσεις  να σε αφήσουν ήσυχο για να διαπρέψεις άλλη μια φορά  στο γραφείο σου κορδωμένος από ικανοποίηση αφού καθίσεις στο παλαιϊκό δερμάτινο κάθισμα του παππού εκείνο που σε προηγούμενο βιβλίο το έκανες πρωταγωνιστή του έδωσες ζωή  να σπρώχνει να εκδιώκει το μοντέρνο κάθισμα με τι ρόδες και να διεκδικεί εκεί μπροστά  στο γραφείο τη θέση που του άξιζε ]

  Μόλις είδε η δαιμονισμένη το φαλακρό τοπίο έρημο να στέκεται μπροστά σε μια οθόνη, άρχισε να του εκσφενδονίζει βελάκια- όλο και κάτι θα ξυπνήσει μέσα του. Από ψηλά , από το πλάϊ, από χαμηλά, μα τίποτα. Κι όταν τελειώσαν τα δηλητηριασμένα βελάκια -  "λεξιλόγιο φτωχό" " βαρετό θέμα"  "ανατροπή καμία"   - που εκσφενδόνιζε τόση ώρα    φτεροκόπησε αμήχανα. Έχανε την ισορροπία στο χλιαρό κι ανιαρό ρεύμα που πετούσε. Έπρεπε να πάρει γρήγορα αποφάσεις. Ο καιρός δε της έφτανε πλέον. Να γυρίσει πίσω ήταν αργά. Το μαύρο λαγούμι έκλεισε με τα βελάκια πάνω του καρφωμένα.  Με όση αντοχή της είχε μείνει, έβαλε τα δυνατά της και πήρε φόρα. Χτύπησε στο ταβάνι με σφοδρότητα κι έπεσε νεκρή στο πάτωμα.