Μέρες με τον κόνδορα

Τελευταία Πέμπτη του τελευταίου Ιούνη, αποφασίζω να γράψω ανύπαρκτα [  ].  Ξυπνώ πρωί και παίρνω το μετρό για το Σύνταγμα. Μια στάση πριν, ξεριζώνω το μισό μου συκώτι και το βάζω στην τσάντα με τις σημειώσεις. Θα χρειαστούν καθαριστήριο. Στην πλατεία το προσφέρω στον Άραμι. Είναι ακόμα ζωντανό και είναι δικό του. Αυτό τον συγκινεί και τον υποχρεώνει. Ξαπλώνει τα φτερά του και το χωροθετεί. Οι άλλοι κόνδορες δείχνουν να ενοχλούνται. Παρατάσσονται σε σκαληνά και αναμένουν. Σκούζουν κιόλας - κλιγκ, κλιγκ και στρόγγυλα κλογκ. Τουρίστες και ωραίοι τσολιάδες (τι νόστιμο κάδρο, θεέ μου, τι θνησιμαίο) τους απαθανατίζουν. Αυτοί υποκλίνονται και συνεχίζουν να προκαλούν αυτοβούλως. Ο Άραμις παραμένει ενεός και ακίνητος   - ούτε ένα μολών λαβέ, ούτε μία μικρούλα φιγούρα. Αυτή η συνέχεια απειλεί σοβαρά την όποια συνέχεια.  Σαν από επιφοίτηση, ψάχνω το παστέλι στην τσέπη μου. Τους πετώ ένα μελωμένο σουσάμι και φρρρ φεύγουν τρομαγμένοι προς το Κοινοβούλιο. Θαύμα, φωνάζουν οι περαστικοί. Στα μάτια του Άραμι διακρίνω προσωρινή ανακούφιση. Προς επιβράβευση, καταπίνει το συκώτι μου με απίστευτη τρυφερότητα. Πολύ σύντομα οι πλάκες γεμίζουν φτερά. Γκριζωπά, ακέφαλα με νερουλό αιματάκι στην άκρη. Οι μικροπωλητές τα μαζεύουν και τα πουλούν για σουβενίρ. Παίρνω ένα να το χαρίσω στον Κωστή μου. Αλλάζω πάραυτα γνώμη  - πού να του εξηγώ πώς βρέθηκα στις Άνδεις, πού βρήκες τα λεφτά, θα με ρωτήσει. Τελευταία κυνηγάει ελάφια στον Κεραμικό.  Τα μαντρώνει στον ακάλυπτο να έχει στοκ για τις θυσίες. Και για την ιδιωτικότητά του (πάντα υπάρχει θέμα ιδιωτικότητας για κάποιον με συκώτι μισό, ολόκληρο ή και χωρίς). Τίποτε δεν θα του πω για το φτερό. Ούτε για το σουσάμι. Σφήνωσε σε μια ρωγμούλα τροφαντή και άρχισε να φυτρώνει, γέμισε η πλατεία βρύα. Κάτι ξεκίνησα να λέω το βράδυ στο κρεβάτι, μα δεν με πίστεψε. Ρώτησε με ποιον πήγα στο δάσος. Έριξα μια ματιά στις σημειώσεις μου. Μύριζαν ψοφίμι και τις έκλεισα. Την αλήθεια, επέμεινε. Δεν του απάντησα - τι έστιν αλήθεια, άλλωστε. Στο μεταξύ ο Άραμις έγινε ο κολλητός μου. Την τρίτη μέρα με ακολούθησε ως το περίπτερο του Κήπου με τα πόδια. Επί της Αμαλίας της Βασίλισσας. Είχα ξεμείνει από όργανα και αυτός πεινούσε. Πήρα μια σοκολάτα από τα παλιά και του την τάισα. Ρώτησα τον φύλακα πού είναι η λίμνη να πλυθεί. Την έχουν πιει οι κόνδορες, μου είπε, δεν το ’δες στις ειδήσεις;  Κάθισα σ’ ένα παγκάκι κι άρχισα να του γλύφω τα φτερά. Αργά, για να προκύψει ποίηση.