Τι επιλέγω στην τέχνη και στη ζωή

Σημασιολογικά, θα έλεγα ότι η θεματική, η οποία τίθεται προς επεξεργασία, είναι μια θεματική καταμερισμού. «¨Επιλέγω να … στην Τέχνη, στη Ζωή». Ο καταμερισμός αφορά προφανώς το μοίρασμα ανάμεσα στην τέχνη και στη ζωή. Μπορώ, δηλαδή, να επιλέγω κάτι στην τέχνη, αλλά να μην το επιλέγω στη ζωή. Ή και αντίστροφα : μπορώ να επιλέγω κάτι στη ζωή και να μην επιλέγω το ίδιο στην τέχνη. ο καταμεριστικός χαρακτήρας της θεματικής είναι, λοιπόν, μια επιμεριστική θεώρηση ανάμεσα στην τέχνη και στη ζωή. Ή, με άλλα λόγια, μια επιλογή ανάμεσα σε δύο καταστάσεις που φαίνεται να αφίσταται η μία της άλλης, επειδή προφανώς είναι άλλη η τέχνη και άλλη η ζωή∙ είναι άλλο πράγμα η αισθητική πρόσβαση στον κόσμο και άλλο πράγμα η πρόσβαση στη ζωή με όρους απόλαυσης, ικανοποίησης, ανάπτυξης δυνατοτήτων, εκπλήρωσης προσδοκιών κ.τ.λ.

Μάλιστα, είναι σήμερα ένα παλιό σχετικά πρόταγμα ότι η αισθητικοποίηση της ζωής ενέχει κινδύνους για την ίδια τη ζωή, αλλά εξ΄ ίσου κινδύνους για την τέχνη. και τούτο διότι ζωή και τέχνη νοούνται ως δύο καταστάσεις, ως δύο χώροι του ανθρώπου αυτόνομοι και αυτοδύναμοι και δεν νομιμοποιείται, ούτε λογικά ούτε αξιακά, η συνένωσή τους, και πολύ περισσότερο ο συγκερασμός τους σε ένα καλώς συγκερασμένο όλον. Στο σημείο αυτό, δεν θα ήθελα , στα πλαίσια αυτής της συμβολής στην τιθέμενη θεματική, να επεκταθώ περισσότερο, από φόβο μήπως η συζήτηση εκτραπεί σε πεδία κυρίως κοινωνικά και πολιτικά, κάτι που προφανώς δεν είναι η πρόθεση αυτών των συναντήσεων.

Κατά συνέπεια, θα εκφρασθώ κατά τρόπο άμεσο, υπό την έννοια ότι θα επιχειρήσω να διατυπώσω τη θέση μου, χωρίς να συζητήσω τα πεδία εκείνα του κοινωνικού και πολιτικού στοχασμού που πράγματι την εδραιώνουν ή την απορρίπτουν σε σημαντικό βαθμό τουλάχιστον.

Η θέση μου είναι ότι  τέχνη και ζωή δεν αποτελούν διακεκριμένους χώρους της ανθρώπινης συναισθηματικής, ψυχικής και διανοητικής δραστηριότητας, έτσι ώστε να δικαιολογείται η διάζευξη τέχνη ή ζωή, αλλά αντίθετα συγκροτούν μια σύμπλεξη, έτσι ώστε να προβάλλεται το δίπολο τέχνη και ζωή ως εναλλακτικότητα της στάσης του υποκειμένου απέναντι στον κόσμο, και πάντως τέχνη και ζωή είναι καταστάσεις συμπληρωματικές, που η μια προϋποθέτει απαραιτήτως την άλλη. Είναι άλλωστε γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο που έθεσα εξ’ αρχής τον όρο του καλού συγκερασμένου όλου, προκειμένου περί της τέχνης και της ζωής.

Γράφοντας για την τέχνη [μυθιστορία] και τη ζωή[εμπειρία] ο Henry Jamesαποφαίνεται : «Η εμπειρία ουδέποτε περιορίζεται και ουδέποτε ολοκληρώνεται∙ είναι μια απέραντη αισθαντικότης, ένας τεράστιος ιστός αράχνης με λεπτότατες ίνες από μετάξι, που αιωρείται στον θάλαμο της συνείδησης και συλλαμβάνει στο πλέγμα της κάθε μόριο που φέρνει ο αέρας. Είναι η ίδια η ατμόσφαιρα του νου∙  και όταν συμβαίνει ο νους να είναι επινοητικός […] προσελκύει και τους λεπτότερους υπαινιγμούς της ζωής, μετατρέπει σε αποκαλύψεις τα ίδια τα κύματα του αέρα […] Εάν η εμπειρία απαρτίζεται από εντυπώσεις, τότε μπορούμε να πούμε ότι οι εντυπώσεις είναι εμπειρία, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που εντυπώσεις είναι ο ίδιος ο αέρας που αναπνέουμε».

Από το απόσπασμα αυτό του Henry James θα μπορούσαμε αβίαστα να συμπεράνουμε ότι η τέχνη (εν προκειμένω της μυθιστορίας) είναι η ίδια με την τέχνη των εντυπώσεων∙  αλλά η τέχνη των εντυπώσεων είναι ασφαλώς η ζωή. Και επιπλέον, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι η επινοητικότητα της τέχνης, δηλαδή οι μορφές με τις οποίες η τέχνη εμπλουτίζει τη ζωή, προσελκύει «και τους λεπτότερους υπαινιγμούς της ζωής». Κατά συνέπεια, εάν η επιλογή μου είναι ένα κάτι της ζωής, μια ευχαρίστηση, μια απόλαυση, ακόμα κι ένας στόχος, τότε αφ’ εαυτής η επιλογή μου με οδηγεί σε ένα αντίστοιχο κάτι στην τέχνη∙ δηλαδή σε μια μορφή την οποία η τέχνη έχει ενθηκεύσει μέσα στη ζωή, έστω και με τρόπο ανορθόδοξο, έστω και με τρόπο πλάγιο. Σε οποιαδήποτε περίπτωση, η επιλογή μου στη ζωή συστοιχεί με κάποια αισθαντικότητα, η οποία, με τη σειρά της, με οδηγεί στην επιλογή μου μέσα στην τέχνη.

Η οποιαδήποτε εμπειρία που έχω από τη ζωή ή αποζητώ να προσλάβω από την ζωή ουδέποτε, μας προειδοποιεί ο James, περιορίζεται και ουδέποτε ολοκληρώνεται. Είναι, ωστόσο, η τέχνη εμπειρία; Η απάντηση ασφαλώς είναι ότι η τέχνη είναι μια ιδιαίτερου τύπου εμπειρία, πάντως αναμφισβήτητα είναι εμπειρία, δηλαδή αισθητική εμπειρία. Και ως εμπειρία η τέχνη ουδέποτε περιορίζεται και ουδέποτε ολοκληρώνεται.

Εμπειρία και αισθητική εμπειρία δεν ταυτίζονται, αφού η αισθητική εμπειρία είναι, καθώς είπαμε, ιδιαίτερου τύπου εμπειρία. Και όμως, η εμπειρία οδηγεί αναπόφευκτα στην αισθητική εμπειρία, όπως ακριβώς η αισθητική εμπειρία οδηγεί αναπόφευκτα στην εμπειρία. Εάν επιλέξω αίφνης να ταξιδεύω, το ταξίδι μου, έστω και ασυνείδητα θα πει κάποιος, είναι μια αγωγή ψυχής, δηλαδή μια αισθητική αγωγή. Έτσι, χωρίς να το καταλάβω, η επιλογή μου στη ζωή (το ταξίδι) με παρασύρει στην αγωγή της τέχνης, δηλαδή στην αναζήτηση μορφών τις οποίες θα συναντήσω στην τέχνη, έστω κι αν πιστεύω ότι η τέχνη δεν με αφορά όταν «ξεχύνομαι» στο ταξίδι, όταν απολαμβάνω την περιπλάνηση ή την περιπέτεια του ταξιδιού. Και τούτο, επειδή η εμπειρία του ταξιδιού είναι αισθαντικότης, όπως ακριβώς και η αισθητική εμπειρία. Πάντως, όπως και αν έχει, δεν είναι δυνατόν να επιλέγω κάτι στην εμπειρία και κάτι άλλο στην αισθητική εμπειρία.

Ίσως, θα μπορούσα να ισχυριστώ ότι το πρόταγμα του κορυφαίου ρομαντικού φιλοσόφου Friedrich Schlegel έχει μια σημασία ιδιαίτερη εδώ και ένα βάθος, το οποίο ασφαλώς συγκροτεί σε ένα αδιαίρετο όλον την εμπειρία της ζωής και την αισθητική εμπειρία της τέχνης. Ο Schlegel αξιώνει την ενότητα εμπειρίας και αισθητικής εμπειρίας μέσω την μόνης αληθινής πρόθεσης να καταστεί η ποίησις ζωντανή και κοινωνική, και η ζωή και η κοινωνία ποιητική. Στο βαθμό, δηλαδή, που η ζωή και η κοινωνικότητα του ανθρώπου αισθητικοποιούνται, καθίστανται αισθητική εν ενεργεία μέσα στο ανθρώπινο πράττειν ο άνθρωπος κοινωνικοποιεί την τέχνη και άρα οι επιλογές του στην ζωή βρίσκονται σε πλήρη συμφωνία με τις επιλογές του στην τέχνη. Άλλωστε, η επιλογές στην ζωή και οι επιλογές στην τέχνη δεν είναι διόλου τυχαίες. Πράγμα που σημαίνει ότι μέσα στην επιλογή μου στην τέχνη ενθηκεύεται πλήρως η επιλογή μου στην ζωή, και αντιστρόφως: Μέσα στη ζωή ενθηκεύεται πλήρως η επιλογή μου στην τέχνη.

Βέβαια, θα αντιτείνει κάποιος ότι η εποχή μας διακατεχόμενη από το πρακτικό πνεύμα, κατατέμνει την ανθρώπινη εμπειρία, διασπά την ενότητα της και κατ’αυτό τον τρόπο προσανατολίζεται προς την πρακτικότητα της εμπειρίας. Έτσι, το χρησιμοθηρικό πνεύμα κυριαρχεί∙ και τότε το χρήσιμο σκοτώνει το ωραίο: η επιλογή στην ζωή απομακρύνεται δραματικά από την επιλογή στην τέχνη, αν τελικά μπορούμε ακόμη να πούμε ότι ο άνθρωπος αισθάνεται την ανάγκη να κάνει κάποια επιλογή στην τέχνη. Για  να χρησιμοποιήσω ένα χαρακτηριστικό για το ζήτημα αυτό χωρίο του Jean Onimus:<<Όταν χρησιμοποιούμε ένα πράγμα χάνουμε την θέα του. Για να μπορέσουμε να θαυμάσουμε, να εισχωρήσουμε στο αισθητικό βάθος του αντικειμένου, δεν πρέπει να το εξουσιάζουμε. Τότε μόνον κατορθώνουμε να δούμε πέρα από το ίδιο το πράγμα, διότι το θετικιστικό πνεύμα δέχεται πως τα πράγματα είναι μόνον ότι είναι.>>

Πράγματι, αυτό συμβαίνει στην εποχή μας. Και αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι θεματική μας προβάλλεται καταμεριστηκά, ως μοίρασμα ανάμεσα στην ζωή και στην τέχνη. Φαίνεται μάλιστα πως η καθημερινή μας εμπειρία, καθηλωμένη στο πρακτικό της πνεύμα και στην χρησιμοθηρία της, όχι μόνον διαχωρίζει τον εαυτό της από την τέχνη, αλλά και είναι μάλλον ανίκανη να φθάσει στο βάθος της αισθητικής εμπειρίας και μέσα από αυτή να αποσπάσει πολύτιμα στοιχεία ζωής και να προσελκύσει <<τους λεπτότερους υπαινιγμούς της ζωής>>, κατά την αξίωση του Henry James.

Κλείνοντας αυτή τη σύντομη αναφορά, πιστεύω θα ήταν χρήσιμο να θυμηθούμε έναν παλιότερο Έλληνα στοχαστή: τον Ντίμη Αποστολόπουλο. Έγραφε ο Αποστολόπουλος: <<Βλέπουμε ένα τοπίο, και λέμε: είναι μία εικόνα του Μέμλιγκ ή του Κονστάμπλ. Βλέπουμε ένα πρόσωπο, και λέμε: είναι ένα πορτραίτο του Κορώ ή του Ρέμπραντ. Βλέπουμε μια κόρη  τρυφερά στοχαστική, και λέμε : είναι μια από τις πλαστικές σπουδές του Ροντέν. Βλέπουμε μια πόλη που σφύζει από κίνηση και ζωή, και λέμε: είναι ένα τραγούδι του Βεράρεν>>.