Κόρντοβα

Δυο μήνες τώρα στο σπίτι μας κρύβεται ένα μαύρο πουλάρι. Δεν ξέρω τη ράτσα του, μα μου φαίνεται πως έχει το σουλούπι του Λόρκα. Είμαι στο κρεβάτι και πίνω όταν το ακούω να έρχεται. Ανάβω το φως και προχωρώ στο σαλόνι ξυπόλητος, ξέρω ότι αυτό σ’ ενοχλεί, όπως, επίσης, και το ότι παίρνω το μπουκάλι μαζί μου - θα μπορούσα να στο κρύψω, μα με πιέζει ο χρόνος. Έχω, βλέπεις, να καθαρίσω από τις οπλές του το χώμα. Και το κατεργασμένο γαρμπίλι. Και τα χαμομήλια που φυτρώνουν στα μάτια σου - μα κανείς δεν βλέπει πως σ’ έχουν καταφάει; πώς αλλιώς συντελείται η άνοιξη, θα πουν. Αυτό επιμένει να κρύβεται κάτω από το μακρόστενο τραπέζι. Όσο κι αν προσπαθώ, δεν διακρίνω καλά τον κορμό του, είναι κι η μαυριτάνικη δαντέλα που μου μπερδεύει εκ των πραγμάτων την κρίση. Πρέπει, πάντως, να είναι ψηλόσωμο, τα πόδια του τραπεζιού είναι στον αέρα - αν κάτι το ξαφνιάσει θα το σηκώσει στην πλάτη του, θα γίνουν ζημιές, ό,τι έχει απάνω του ή από πάνω του θα πέσει, η φωτογραφία σου, ας πούμε, τα σινιέ κρασοπότηρα, ο ταξιδιωτικός οδηγός, κι αυτό, ειδικά, το τελευταίο πρέπει να το αποφύγω. Πάση θυσία. Πώς αλλιώς θα σε πάω στην Κόρντοβα.