Η τρελή

Στον Ρομπέρ ντε Μπονιέρ

 

Κοιτάξτε, είπε ο M. Ματιέ ντ’ Εντολέν, οι μπεκάτσες μού θυμίζουν ένα εντελώς απαίσιο γεγονός του πολέμου.[1]

Γνωρίζεται την περιουσία μου στο προάστιο Κορμέιγ. Κατοικούσα εκεί τη στιγμή που έφτασαν οι Πρώσοι.

Είχα, λοιπόν, για γειτόνισσα μια κατά κάποιον τρόπο τρελή που έχασε το μυαλό της από τα χτυπήματα της δυστυχίας. Παλαιότερα, σε ηλικία είκοσι πέντε ετών, είχε χάσει μέσα σε ένα μήνα τον πατέρα της, τον άντρα της και το νεογέννητο παιδί της.

Όταν ο θάνατος μπει κάποτε σε ένα σπίτι, σχεδόν πάντα επανέρχεται, σαν να γνωρίζει την πόρτα.

Η κακομοίρα η κοπέλα, χτυπημένη από τη θλίψη, έπεσε στο κρεβάτι και παραληρούσε για έξι εβδομάδες. Στη συνέχεια, με ένα είδος εξαντλητικής ηρεμίας που διαδέχτηκε αυτή τη βίαιη κρίση, παρέμεινε ακίνητη, μόλις που έτρωγε και κουνούσε μόνο τα μάτια. Κάθε φορά που προσπαθούσαν να την κάνουν να σηκωθεί, φώναζε σαν να την σκοτώνανε. Την άφηναν λοιπόν συνεχώς ξαπλωμένη, τραβώντας μόνο τα σεντόνια της για τη φροντίδα της καθαριότητας και για να της γυρίσουν το στρώμα.

Μια γριά υπηρέτρια έμενε δίπλα της, δίνοντάς της κάθε τόσο να πίνει ή να μασάει μια σταλίτσα κρύο κρέας. Τι συνέβαινε μέσα σε αυτή την απελπισμένη ψυχή; Δεν το μάθαμε ποτέ, επειδή σταμάτησε να μιλάει. Σκεφτόταν τους νεκρούς; Μήπως τους ονειρευόταν με θλίψη, χωρίς κάποια συγκεκριμένη εικόνα; Ή μήπως η εκμηδενισμένη σκέψη της παρέμενε ακίνητη όπως το νερό που δεν κυλάει;

Για δεκαπέντε χρόνια ζούσε με αυτόν τον τρόπο κλειστή και αδρανής.

Άρχισε ο πόλεμος, και με τις πρώτες ημέρες του Δεκεμβρίου οι Πρώσοι εισέβαλαν στο Κορμέιγ.

Το θυμάμαι σαν να ήταν χθες. Είχε τέτοια παγωνιά που ράγιζε τις πέτρες∙ κι εγώ ήμουν αραγμένος σε μια πολυθρόνα, ακινητοποιημένος από την ποδάγρα, όταν άκουσα το βαρύ και ρυθμικό χτύπημα των βημάτων τους. Από το παράθυρό μου τους είδα να περνούν.

Παρέλαυναν ατέλειωτα, ολόιδιοι, με μια κίνηση μαριονέτας που είναι χαρακτηριστική τους. Μετά, οι αρχηγοί μοίρασαν τους άνδρες τους στους κατοίκους. Εγώ είχα δεκαεπτά. Στη γειτόνισσα, την τρελή, πήγαν δώδεκα των οποίων ο επικεφαλής ήταν ένα αληθινό απόβρασμα, βίαιο, άξεστο.

Τις πρώτες μέρες, όλα πήγαιναν κανονικά. Είχαν πει στον αξιωματικό ότι η κυρία δίπλα ήταν άρρωστη και να μην ανησυχεί καθόλου. Αλλά σύντομα η γυναίκα που εκείνος δεν έβλεπε άρχισε να τον ενοχλεί. Ενημερώθηκε για την ασθένεια∙ του απάντησαν ότι η οικοδέσποινα ήταν στο κρεβάτι δεκαπέντε χρόνια εξαιτίας μιας βίαιης θλίψης. Αναμφιβόλως δεν πίστεψε τίποτε και φαντάστηκε ότι η φτωχή ανόητη δεν εγκατέλειπε το κρεβάτι της από υπερηφάνεια, για να μην βλέπει τους Πρώσους, να μην τους μιλάει καθόλου και να μην τους πλησιάζει.

Απαίτησε να τον δεχτεί∙ του επέτρεψαν να μπει στο δωμάτιό της. Της είπε με ύφος αγροίκο:

- Θα σας μπαρακαλούσα, κερία, σηκωτείτε και κατεβείτε να σας διω.

Έστρεψε τα απλανή μάτια της, τα άδεια μάτια της σ’ εκείνον και δεν απάντησε τίποτε.

Εκείνος συνέχισε:

- Και δεν θα ανοιχτώ άλλο την μπροσβολή. Αν ντεν σηκωτείτε μόνο σας, τα μπρω τρόπο να περπατήσετε.

Δεν κινήθηκε, έμεινε ακίνητη σαν να μην τον είχε δει.

Θύμωσε, παίρνοντας αυτή την ήρεμη σιωπή ως σημάδι υπέρτατης περιφρόνησης και πρόσθεσε:

- Αν όχι σηκωτεί αύριο...

Στη συνέχεια, βγήκε έξω.

Την επόμενη μέρα, η γριά υπηρέτρια, απελπισμένη, θέλησε να τη ντύσει, αλλά η τρελή άρχισε να παλεύει ουρλιάζοντας. Ο αξιωματικός ανέβηκε στα γρήγορα και η υπηρέτρια πέφτοντας στα γόνατα, του φώναξε:

- Δεν θέλει, κύριε, δεν θέλει. Συγχωρέστε την, είναι τόσο δυστυχισμένη.

Ο στρατιώτης ήταν μπερδεμένος και δεν τόλμησε, παρά τον θυμό του, να τη βγάλουν οι άντρες του από το κρεβάτι. Ξαφνικά, όμως, άρχισε να γελάει και έδωσε διαταγές στα γερμανικά.

Σύντομα είδαν να έρχεται μια ομάδα που κρατούσε ένα στρώμα σαν να μετέφερε έναν τραυματία. Πάνω σε αυτό το κρεβάτι, το καλοδιατηρημένο, η τρελή ήταν συνέχεια σιωπηλή, παρέμεινε ήρεμη, αδιάφορη για τα γεγονότα εφόσον ήταν ξαπλωμένη. Ένας άνδρας από πίσω κρατούσε ένα πακέτο με γυναικεία ρούχα.

Και ο αξιωματικός πρόφερε τρίβοντας τα χέρια του:

- Τα τα πάμε καλά, αν ντυτείτε μόνη σας και κάνετε μια μικρή μπόλτα.

Μετά είδαμε την πομπή να απομακρύνεται προς το δάσος του Ιμοβίλ.

Δύο ώρες αργότερα, οι στρατιώτες επέστρεψαν μόνοι τους.

Δεν ξαναείδαμε την τρελή. Τι την είχαν κάνει; Πού την είχαν πάει; Δεν το έμαθα ποτέ.

Τώρα πια το χιόνι έπεφτε νυχθημερόν, θάβοντας την πεδιάδα και το δάσος κάτω από ένα σάβανο παγωμένου αφρού. Οι λύκοι ερχόντουσαν ουρλιάζοντας μέχρι τις πόρτες μας.

Η σκέψη αυτής της χαμένης γυναίκας με στοίχειωνε και έκανα αρκετά διαβήματα στις Πρωσικές αρχές, προκειμένου να λάβω πληροφορίες. Φοβόμουνα ότι είχε εκτελεστεί.

Ξαναήρθε η άνοιξη. Ο στρατός κατοχής απομακρύνθηκε. Το σπίτι της γειτόνισσάς μου παρέμενε κλειστό, στις αλέες φύτρωνε παχύ χορτάρι.

Η γριά υπηρέτρια είχε πεθάνει τον χειμώνα. Κανείς δεν ασχολιόταν πια με αυτή την περιπέτεια. Μόνο εγώ τη σκεφτόμουν αδιάκοπα.

Τι να την κάνανε αυτή τη γυναίκα; Το είχε σκάσει μέσα στο δάσος! Την είχαν μαζέψει κάπου, την κρατούσαν σε κάποιο νοσοκομείο χωρίς να μπορούν να πάρουν από αυτή καμιά πληροφορία; Τίποτε δεν μπορούσε να ανακουφίσει τις αμφιβολίες μου, αλλά, σιγά σιγά, ο χρόνος ηρέμησε την ανησυχία της καρδιάς μου.

Ωστόσο, το επόμενο φθινόπωρο, οι μπεκάτσες πέρασαν σωρηδόν και, καθώς η ποδάγρα μου μού έδωσε μια μικρή ανάπαυλα, πήγα στο δάσος. Είχα ήδη σκοτώσει τέσσερα ή πέντε πουλιά με μακριά ράμφη, όταν ένα  θήραμα εξαφανίστηκε σ’ ένα χαντάκι γεμάτο κλαδιά. Έπρεπε να κατέβω για να μαζέψω το ζώο μου. Το βρήκα πεσμένο κοντά σε ένα ανθρώπινο κρανίο. Και ξαφνικά η ανάμνηση της τρελής με χτύπησε στο στήθος σαν γροθιά. Μπορεί και άλλοι πολλοί να βρέθηκαν σε αυτά τα δάση αυτό το απαίσιο έτος, αλλά δεν ξέρω γιατί, ήμουν σίγουρος, σίγουρος σας λέω, ότι βρήκα το κεφάλι αυτής της δυστυχισμένης μανιακής.

Και ξαφνικά κατάλαβα, μάντεψα τα πάντα. Την είχαν εγκαταλείψει πάνω σε εκείνο το στρώμα, μες το κρύο και έρημο δάσος και, πιστή στη έμμονη ιδέα της, αφέθηκε να πεθάνει κάτω από το παχύ και ελαφρύ χνούδι των χιονιού χωρίς να κινεί ούτε τα χέρια ούτε τα πόδια.

Μετά την καταβρόχθισαν οι λύκοι.

Και τα πουλιά είχαν κάνει τη φωλιά τους με το μαλλί από το σχισμένο στρώμα της.

Έχω κρατήσει ένα θλιβερό οστό και εύχομαι τα παιδιά μας να μην ξαναδούν ποτέ πια πόλεμο.

 

Μετάφραση από τα γαλλικά: Ελένη Κατσιώλη

 

Ο Ανρί Ρενέ Αλμπέρ Γκυ ντε Μοπασάν γεννήθηκε το 1850 στη Γαλλία, στην πόλη Τουρβίλ συρ Αρκ του κάτω Σηκουάνα και πέθανε το 1893 στο Παρίσι.

Ο συγγραφέας και δημοσιογράφος Γκυ ντε Μοπασάν συνδέθηκε με τους σύγχρονούς του Γκουστάβ Φλομπέρ και Εμίλ Ζολά. Μας άφησε παρακαταθήκη έργα ρεαλιστικά με έντονη παρουσία φανταστικών και πεσιμιστικών στοιχείων. Η λογοτεχνική καριέρα του διήρκησε δέκα χρόνια, πριν πέσει στη δίνη της τρέλας που τον οδήγησε στον θάνατο στα σαράντα τρία του χρόνια.

 

Η συλλογή Διηγήσεις της Μπεκάτσας εκδόθηκε το 1883.

Το πρώτο μέρος της συλλογής χρησιμεύει ως εισαγωγή στην αφήγηση. Κατά την περίοδο του κυνηγιού της μπεκάτσας, ο γέρος βαρόνος ντε Ραβό, εραστής ιστοριών κυνηγιού, οργανώνει γεύματα κατά τη διάρκεια των οποίων ορίζει ποιος θα έχει το προνόμιο να φάει όλα τα κεφάλια των μπεκατσών και αυτός ο ίδιος θα πρέπει στη συνέχεια να διηγηθεί μια ιστορία για να αποζημιώσει τους αδικημένους.

 

μετάφραση από το γαλλικό πρωτότυπο: Ελένη Κατσιώλη


[1] Γαλλοπρωσικός πόλεμος του 1870.