Η ανάμνηση και το ποτήρι

Μια ανάμνηση ξάφνιασε ένα ποτήρι με νερό, και το έσπρωξε στο χείλος του τραπεζιού. Το ποτήρι με το νερό στάθηκε εκεί που έπεσε όρθιο, στητό, σταθερό σαν το όνομά του. Ο πάτος του ποτηριού κάθισε με θόρυβο στο πάτωμα. Αμέσως σχεδόν ράγισε. Άνοιξε στα δυο, στα τρία, στα τέσσερα, στα πέντε... Το νερό χύθηκε στο πάτωμα, κύλησε πιο πέρα, συνάντησε το χαλί. Την άκρη του. Τα γυαλιά κύλησαν και αυτά λίγα μέτρα πιο κάτω, από κει που συνέβη το δυστύχημα. Όλο το παρμπρίζ είχε γίνει θρύψαλα. Κομμάτια η ζωή της. Ήταν η μόνη επιβάτης. Το κεφάλι της, όμορφο πριν, ματωμένο τώρα, είχε σαν λόγχη τρυπήσει το παρμπρίζ. Άνοιξε τρύπα και εμφανίστηκε μπροστά σ' έναν έντρομο πεζό. Εκείνος γύρισε το κεφάλι, γιατί νόμιζε πως η γυναίκα με το πριν ωραίο κεφάλι του μίλησε. Αυτός πάντως τ' άκουσε τα λόγια της  ''Εγώ φεύγω! Τι λες, έρχεσαι μαζί μου;''

Κανείς άλλος δεν άκουσε τίποτα από το άλαλο κεφάλι. Μόνο αυτός μύρισε την οσμή του. Μόνος αυτός είδε τα σπασμένα γυαλιά να θρυμματίζονται. Μόνο αυτός είδε δυο μάτια που έτρεχαν στον κατήφορο. Τα μάτια της; Ο μοναδικός μάρτυρας που τα είδε, αλλά εκείνα δεν τον κοίταξαν. Πως να κοιτάξουν με κομμένο το οπτικό τους νεύρο. Με πεταμένο το στεφάνι του υμέναιου, μετρώντας χρόνια δίσεκτα, φερμένα απ' την μάχη μιας άστατης, καθόλου βαρετής, πολεμικής καθημερινότητας.

Εντέλει  ούτε εκείνος διασώθηκε. Κουλουριασμένος βρέθηκε πλάι στο ρείθρο του πεζοδρομίου. Στο ασθενοφόρο η ανάνηψη δεν είχε αποτέλεσμα.

                Το αίμα σαν πέφτει στην άσφαλτο, αυτή πεισματάρα και άπονη καθώς είναι δεν το ρουφάει. Τα συνεργεία του δήμου το καθάρισαν. Κατέληξε στον παρακείμενο υπόνομο μαζί με την στάχτη της γυναίκας και του άντρα, μια Μεγάλη Παρασκευή.