Επιστολή προς Γυναίκα

Θυμάστε,

μα όλα βέβαια τα θυμάστε,

που έστεκα

στον τοίχο,

καθώς πηγαινοερχόσασταν μες το δωμάτιο νευρικά

πετώντας μου κατάμουτρα

κάποια σκληρά σας λόγια.

 

Λέγατε:

πως ήρθε η ώρα να χωρίσουμε,

γιατί σας βασανίζω

με την τρελή ζωή μου,

και είναι ώρα τη δική σας να πάρετε στα σοβαρά,

ενώ δική μου μοίρα

είναι η κατρακύλα.

 

Αγαπημένη μου!

Εσείς δεν μ’ αγαπήσατε.

Δεν ξέρατε, πως ήμουν μες το πλήθος

σαν φρουμαγμένο άλογο,

από αναβάτη τολμηρό.

 

 

Δεν ξέρατε,

πως βρίσκομαι σε συνεχή θολούρα,

από την ταραγμένη ρουτίνα της ζωής

και ο καημός μου είναι πως δεν καταλαβαίνω

πού μας πηγαίνει η μοίρα.

 

Κατάφατσα

τα πρόσωπα δεν βλέπονται καλά.

Τα πιο σπουδαία φαίνονται καλύτερα από μακριά.

Σαν βράζει η επιφάνεια της θάλασσας

το πλοίο είναι για κλάματα.

 

Η γη είναι ένα καράβι!

Μα κάποιος ξαφνικά

οδήγησε τη γη

μέσα από θύελλες και μπόρες

για μια νέα ζωή, για μία νέα δόξα.

 

Και ποιος από μας στο μεγάλο κατάστρωμα

δεν έπεσε, δεν ξέρασε, δεν έβρισε;

Λίγοι είναι με πνεύμα ρωμαλέο

που στάθηκαν γενναίοι στον κλυδωνισμό.

 

Έτσι κι εγώ,

κάτω απ’ τον άγριο θόρυβο,

έμπειρος στη δουλειά,

κατέβηκα στου πλοίου το αμπάρι,

για να μη βλέπω τα ξερατά του κόσμου.

Κι αυτό το αμπάρι ήτανε

το ρώσικο το καπηλειό.

Και έγειρα στο ποτήρι,

με απόφαση ν’ αφανιστώ

κανέναν να μη λυπάμαι

μες την παραφορά του μεθυσιού.

 

Αγαπημένη μου!

Εγώ σας ταλαιπώρησα,

είχατε μια θλίψη

στα κουρασμένα μάτια,

γιατί εγώ μπροστά σας

σε σκάνδαλα αναλωνόμουν.

 

Αλλά δεν ξέρατε,

πως βρίσκομαι σε συνεχή θολούρα,

από την ταραγμένη ρουτίνα της ζωής

και ο καημός μου είναι

πως δεν καταλαβαίνω

πού μας πηγαίνει η μοίρα.

 

 

Τώρα τα χρόνια πέρασαν.

Άλλη ηλικία έχω.

Αισθάνομαι και σκέφτομαι αλλιώς.

Και λέω με το εορταστικό κρασί:

δόξα και εγκώμια στον τιμονιέρη!

 

Σήμερα

η τρυφερότητα με συναρπάζει.

Θυμήθηκα τη λυπημένη κούρασή σας.

Και να που τώρα

βιάζομαι για να σας πω,

πώς ήμουν τότε εγώ

και πώς έγινα τώρα!

 

Αγαπημένη μου!

Χαίρομαι για τούτο που θα πω:

Απέφυγα την πτώση στον γκρεμό.

Τώρα, στη χώρα τη σοβιετική

είμαι συνοδοιπόρος εμπνευσμένος.

Δεν είμαι έτσι

όπως ήμουν τότε.

Δεν θα σας βασάνιζα,

όπως γινόταν πριν.

Για την παντιέρα της ελευθερίας

και για τη φωτεινή εργασία

είμαι έτοιμος να φτάσω ως τη Μάγχη.

 

Με συγχωρείτε...

Το ξέρω, δεν είστε πια η ίδια -

πορεύεστε

με έντιμο άνδρα και έξυπνο∙

δεν έχετε ανάγκη τα δικά μου,

κι εγώ

ούτε μια στάλα από τα δικά σας.

 

***

 

Να ζήσετε

όπου σας οδηγεί το αστέρι σας

κάτω από τη στέγη της νέας εποχής.

Χαιρετισμούς,

θα σας θυμάμαι πάντα,

ο γνώριμός σας

Σεργκέι Γεσένιν.

 

1924

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Το ποίημα ως επιστολή είναι ένα είδος αρκετά συνηθισμένο στη Ρωσία, έγινε όμως δημοφιλές κατά την Αργυρή περίοδο της ποίησης. Τέτοια ποιήματα έχει γράψει και ο Μαγιακόφσκι.

Ο Γεσένιν απευθύνεται με αυτό το ποίημα στη Ζιναΐδα Ράιχ, δεύτερη γυναίκα του που στη συνέχεια παντρεύτηκε τον σκηνοθέτη Φσιέβολοντ Μεγερχόλντ, ο οποίος ανέλαβε και τα δύο παιδιά τους.

 

Ο Γεσένιν γεννήθηκε στην περιφέρεια Ριζάν, στο χωριό Κονσταντίνοβο το 1895 και πέθανε το 1925 στην Πετρούπολη. Ανήκει στους εικονιστές ή φαντεζίστες, μία τάση αναπτυγμένη ειδικά στη Ρωσία το 1920, που θεωρούσε ότι η λέξη δημιουργεί μια αυτόνομη εικόνα η οποία δεν σχετίζεται απαραίτητα με την πρωταρχική της σημασία.[1]

 

Απόδοση: Ελένη Κατσιώλη

 

 


[1] Εξεγερμένοι ποιητές, Εκάτη 2016.