Μορέλα

Αυτό καθ’ αυτό μεθ’ αυτού, μονοειδές αεί ον.[1]

Συμπόσιο Πλάτωνος

 

Κοίταζα τη φίλη μου Μορέλα με μια βαθιά αλλά και πιο ιδιαίτερη αγάπη. Με την πρώτη μας συνάντηση, πολλά χρόνια πριν, η ψυχή μου ριγμένη τυχαία (στο περιβάλλον) κοντά της, κάηκε από φλόγες που δεν είχε ξαναγνωρίσει -φλόγες που δεν ήταν Έρωτας- και ήταν πικρή και βασανιστική για το ανυπόμονο πνεύμα μου η σταδιακή παραδοχή ότι δεν θα μπορέσω να ερμηνεύσω το ασυνήθιστο νόημά τους ή να ρυθμίσω τη νεφελώδη τους ένταση. Όμως συναντηθήκαμε και η Μοίρα μAς έδεσε μαζί στην Αγία Τράπεζα: αλλά εγώ ποτέ δεν μίλησα για αγάπη, ούτε στοχάστηκα το πάθος. Ωστόσο εκείνη, προσκολλημένη σε μένα και μόνο, απέφευγε την κοινωνία και με έκανε ευτυχισμένο. Είναι ευτυχία να αναρωτιέσαι. Είναι ευτυχία να ονειρεύεσαι.

Η πολυμάθεια της Μορέλα ήταν βαθιά. Το ορκίζομαι, τα ταλέντα της δεν ήταν κοινής τάξης -οι δυνάμεις του νου της ήταν γιγάντιες. Αυτό το ένιωθα, και σε πολλά θέματα έγινα μαθητής της. Σύντομα, όμως, διαπίστωσα ότι η Μορέλα, ίσως λόγω της παιδείας της στο Πρέσμπουργκ,[2] έβαζε μπροστά μου ορισμένα από αυτά τα μυστικά γραπτά που συνήθως θεωρούνται απλά απορρίμματα της πρώιμης γερμανικής λογοτεχνίας. Δεν μπορούσα να φανταστώ για ποιο λόγο ήταν αυτά η αγαπημένη της και σταθερή μελέτη, και το γεγονός ότι με το πέρασμα του χρόνου γίνονταν και δικά μου, πρέπει να αποδοθεί στην απλή αλλά αποτελεσματική επιρροή της συνήθειας και του παραδείγματος.

Αν δεν κάνω λάθος, η λογική μου είχε λίγο να κάνει με όλα αυτά. Οι πεποιθήσεις μου και η αυτοεγκατάλειψή μου, το ότι δεν λειτουργούσε με κανέναν τρόπο η φαντασία μου ούτε μπορούσα να βρω κάποια χροιά μυστικισμού σε αυτά που διάβαζα, -εκτός κι αν έκανα μεγάλο λάθος στις πράξεις ή στις σκέψεις μου- και καθώς αισθανόμουν βαθιά πεπεισμένος για αυτό, αφέθηκα κάπως έμμεσα στην καθοδήγηση της συζύγου μου, και εισήλθα με πιο τολμηρό πνεύμα στην πολυπλοκότητα των μελετών της. Και τότε -σαν μελετούσα προσεκτικά τις απαγορευμένες σελίδες και ένοιωθα το πνεύμα μου να εξάπτεται-, τότε η Μορέλα τοποθετούσε το κρύο χέρι της πάνω στο δικό μου και αναμόχλευε από τις στάχτες μιας νεκρής φιλοσοφίας μερικά ταπεινά μοναδικά λόγια, των οποίων η περίεργη σημασία καίγεται στη μνήμη μου. Για ώρες αφηνόμουν πλάι της και ζούσα με τη μουσική της συναρπαστικής φωνής της, μέχρι που η μελωδία της βαφόταν με τρόμο και έπεφτε σαν σκιά πάνω στην ψυχή μου, χλόμιαζα, ανατρίχιαζα ενδόμυχα με αυτούς τους απόκοσμους ήχους -κι έτσι ξαφνικά η Χαρά βυθιζόταν μέσα στον Τρόμο, και το πιο όμορφο γινόταν αποτρόπαιο, σαν την κοιλάδα του Εννώμ[3] που γινόταν Γέενα.[4]

Είναι άσκοπο να εκθέσω τον ακριβή χαρακτήρα αυτών των ερευνών, που, καθώς επισήμανα, αναπτύσσονταν ανεξέλεγκτα και αποτελούσαν για ένα τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα, σχεδόν την αποκλειστική συζήτηση μεταξύ της Μορέλα κι εμένα. Αυτό το οποίο οι γνώστες χαρακτηρίζουν ηθική της θεολογίας θα ήταν εύκολα αντιληπτό, αλλά γι’ αυτούς που έχουν άγνοια θα ήταν, σε όλες τις περιπτώσεις, ελάχιστα κατανοητό. Η πανθεϊστική άποψη του Φίχτε -η τροποποιημένη Παλιγγενεσία[5] των Πυθαγορείων-[6] και πάνω απ’ όλα τα δόγματα Ταυτότητας όπως συνιστώνται από τον Σέλινγκ[7] ήταν σε γενικές γραμμές τα σημεία συζήτησης που είχαν τη μεγαλύτερη ομορφιά για την ευφάνταστη Μορέλα. Αυτή την Ταυτότητα που δεν ονομάζεται εσφαλμένα Προσωπική, νομίζω ότι ορθώς ορίζει ο κ. Λοκ πως συνιστά την ταυτότητα του λογικού όντος. Και επειδή από τον άνθρωπο καταλαβαίνουμε το έξυπνο περιεχόμενο που έχει λογική, και επειδή υπάρχει μια συνειδητότητα που συνοδεύει πάντα τη σκέψη, είναι αυτή που μας κάνει όλους εμάς να είμαστε αυτό με το οποίο αποκαλούμε τους εαυτούς μας –ως εκ τούτου, διαχωρίζοντας τον εαυτό μας από τα άλλα σκεπτόμενα όντα, αποκτούμε την προσωπική μας ταυτότητα. Αλλά αν το Principium Individuationis[8] -η έννοια της Ταυτότητας, χάνεται με τον θάνατο ή δεν χάνεται για πάντα, ήταν για μένα συνεχώς ένας παράγοντας εντόνου ενδιαφέροντος, ίσως όχι εξαιτίας της μυστικιστικής και συναρπαστικής φύσης της έκβασής του, αλλά εξαιτίας του έντονου και ταραγμένου τρόπου με τον οποίο τον ανέφερε η Μορέλα.

Και πράγματι, είχε φτάσει ο χρόνος που ο μυστηριώδης τρόπος της συζύγου μου με κατέστρεφε σαν ξόρκι. Δεν μπορούσα πλέον να αντέξω το άγγιγμα των ωχρών δαχτύλων της, ούτε τον χαμηλό τόνο της μουσικής ομιλίας της ούτε τη λάμψη των μελαγχολικών ματιών της. Και τα ήξερε όλα αυτά, αλλά δεν τα επέκρινε. Φαινόταν να έχει συνείδηση για την αδυναμία μου ή την τρέλα μου και, μειδιώντας, το ονόμαζε Μοίρα. Φαινόταν επίσης να συνειδητοποιεί την αιτία, άγνωστη σε μένα, για τη βαθμιαία αποξένωση μου, αλλά δεν έκανε καμία νύξη ή κάποιον υπαινιγμό για τη φύση της. Ήταν γυναίκα όμως, και απομακρυνόταν καθημερινά. Με την πάροδο του χρόνου μια άλικη κηλίδα εγκαταστάθηκε σταθερά στα μάγουλά της και οι κυανές φλέβες πάνω στο χλωμό μέτωπο της άρχισαν να προεξέχουν: τη μια στιγμή, λοιπόν, η ψυχική μου διάθεση μετατρεπόταν σε οίκτο, την άλλη, καθώς συναντούσα το βλέμμα των γεμάτων σημασία ματιών της, η ψυχή μου αρρώσταινε και χανόταν στη ζαλάδα σαν κάποιος που κοιτάζει από κάτω του μια θλιβερή και απύθμενη άβυσσο.

Μήπως θα μπορούσα να πω ότι λαχταρούσα με έντονη και εξαντλητική επιθυμία τη στιγμή του θανάτου της Μορέλα; Ναι, τη λαχταρούσα. Όμως, το εύθραυστο πνεύμα μου ήταν προσκολλημένο στο περίβλημά της για πολλές ημέρες -πολλές εβδομάδες και βαρετούς μήνες- έως ότου τα βασανισμένα νεύρα μου απόκτησαν την κυριότητα του μυαλού μου και εξαγριώθηκα με την καθυστέρηση, και με καρδιά δαίμονα καταράστηκα τις ημέρες και τις ώρες, και τις πικρές στιγμές που φαίνονταν να παρατείνονται, και να παρατείνονται καθώς η ευγενική ζωή της παρήκμαζε σαν σκιά στον θάνατο της ημέρας.

Ένα φθινοπωρινό βράδυ, όμως, όταν οι άνεμοι βρίσκονταν ακόμα στον Ουρανό, η Μορέλα με κάλεσε στο πλευρό της. Υπήρχε μια αμυδρή ομίχλη πάνω απ’ όλη τη γη, μια ζεστή λάμψη πάνω από τα νερά και ανάμεσα στα πλούσια οκτωβριάτικα φύλλα του δάσους είχε σίγουρα πέσει ένα ουράνιο τόξο από το στερέωμα. Καθώς πήγαινα, μουρμούριζε χαμηλόφωνα, με ένα θαρραλέο τρέμουλο, τα λόγια ενός καθολικού ύμνου:

 

Σάντα Μαρία! ρίξε τα μάτια

από τον ιερό σου θρόνο

στη θυσία του αμαρτωλού

που προσεύχεται με θέρμη και ταπεινή αγάπη.

 

Πρωί, μεσημέρι και βράδυ,

ακούς τον ύμνο μου ΜΑΡΙΑ!

Σε χαρά και θλίψη, υγεία και αρρώστια,

Μητέρα του Θεού! Μείνε μαζί μου ακόμα.

 

Όταν οι ώρες μου πετούσαν απαλά,

και δεν υπήρχαν θύελλες στον ουρανό,

μήπως ήταν φυγόπονη η ψυχή μου,

στην αγάπη που οδηγούσε σε σένα!

 

Τώρα, στα σύννεφα της νεφελώδους Μοίρας

είναι όλο μου το Παρόν και το Παρελθόν,

άφησα το Μέλλον να λάμψει ακτινοβόλα

με γλυκές ελπίδες σε σένα.

 

«Είναι μια σπουδαία ημέρα, είπε η Μορέλα, μια ημέρα είτε για να ζήσεις είτε για να πεθάνεις. Είναι μια ωραία ημέρα για τους γιους της Γης και της Ζωής – αχ, είναι ακόμα πιο ωραία για τις κόρες του Ουρανού και του Θανάτου».

 

Γύρισα κατευθείαν προς αυτήν κι εκείνη συνέχισε.

 

«Πεθαίνω – δεν θα ζήσω άλλο. Γι’ αυτό, για μένα, τη Μορέλα, τη γυναίκα σου, δεν είναι τρομαχτικό ούτε το χωνευτήρι – πίστεψέ με! - ούτε ο τρόμος των σκουληκιών. Δεν μ’ αγάπησες, αλλά εκείνη που απεχθανόσουν στη ζωή, θα τη λατρέψεις στον θάνατο».

 

«Μορέλα!»

«Σου λέω ότι πεθαίνω. Αλλά μέσα μου υπάρχει ένα τεκμήριο αυτής της στοργής - αχ, πόσο μικρά ήταν τα συναισθήματά σου για μένα, τη Μορέλα. Και όταν το πνεύμα μου αναχωρήσει, το παιδί θα ζήσει -το παιδί σου και το παιδί μου, το παιδί της Μορέλα. Αλλά αυτές οι ημέρες θα είναι ημέρες θλίψης –μιας θλίψης που θα είναι πιο μόνιμη από τις εντυπώσεις της ζωής, όπως το κυπαρίσσι που είναι πιο ανθεκτικό από όλα τα δέντρα. Επειδή οι ώρες της ευτυχίας έχουν τελειώσει, και η Χαρά δεν συγκεντρώνεται δύο φορές σε μια ζωή, όπως ανθίζουν τα τριαντάφυλλα της Ποσειδωνίας δύο φορές το χρόνο. Δεν θα παριστάνεις, λοιπόν, τον Τήιο[9] με τον Χρόνο, αλλά αντί να χαρείς τη μυρτιά και το αμπέλι, θα κουβαλάς το σάβανο σου στη γη σαν το χαλάκι των Μουσουλμάνων στη Μέκκα».

 

«Μορέλα, φώναξα, Μορέλα! πώς το ξέρεις αυτό;» -αλλά εκείνη γύρισε το πρόσωπό της στο μαξιλάρι. Ένα ελαφρύ τρεμούλιασμα ερχόταν από τα άκρα της καθώς πέθαινε και δεν ξανάκουσα τη φωνή της.

Όμως, όπως είχε προβλέψει, το παιδί της -στο οποίο πεθαίνοντας έδωσε ζωή και το οποίο ανέπνεε όχι μόνο όσο ανέπνεε η μητέρα του- το παιδί της, μια κόρη, έζησε. Και μεγάλωσε παράξενα σε ανάστημα και διάνοια, είχε μια τέλεια ομοιότητα με εκείνη που είχε φύγει και την αγαπούσα με μια αγάπη πιο σφοδρή και πιο έντονη από όσο πίστευα ότι είναι δυνατόν να αισθανθεί κάποιος στη γη.

Αλλά σύντομα ο Ουρανός αυτής της αγνής αγάπης έγινε νεφελώδης. Η Θλίψη, ο Τρόμος και η Οδύνη έπεσαν πάνω της σαν σύννεφα. Είπα ότι το παιδί γεννήθηκε με περίεργο ανάστημα και νοημοσύνη. Παράξενη πράγματι ήταν η γρήγορη ανάπτυξή της, -αλλά τι φοβερό, ω, πόσο τρομερές ήταν οι σκέψεις που συνωστίζονταν μέσα μου, βλέποντας την διανοητική της ανάπτυξη. Μπορούσε να γίνει αλλιώς, όταν καθημερινά ανακάλυπτα στις αντιλήψεις του παιδιού τις ενήλικες δυνάμεις και τις ικανότητες της γυναίκας; -Όταν τα διδάγματα της εμπειρίας της ζωής σχηματίζονταν από τα χείλη ενός βρέφους; Όταν στη σοφία ή στα πάθη της ωρίμανσης εύρισκα μια συνεχή λάμψη στα εντελώς ερευνητικά μάτια της; Όταν, λέω, όλα αυτά έγιναν αντιληπτά στις τρομαγμένες μου αισθήσεις -όταν δεν μπορούσα πλέον να το κρύψω από την ψυχή μου ή να το αποβάλλω από τις αισθήσεις μου που έτρεμαν να το προσλάβουν, ήταν να αναρωτιέσαι αν πρόκειται για υποψίες μιας τρομοκρατημένης και συνεπαρμένης φύσης, που έπεσαν στο πνεύμα μου ή αν οι σκέψεις μου έπεσαν ξαφνικά πίσω από τις άγριες ιστορίες και τις συναρπαστικές θεωρίες της ενταφιασμένης Μορέλα; Πήρα μακριά από την περιέργεια του κόσμου ένα ον που η Μοίρα με ανάγκασε να λατρέψω, και με έντονη απομόνωση και αγωνιώδες άγχος παρατηρούσα από το προγονικό μου σπίτι όλα όσα αφορούσαν την κόρη μου.

Καθώς τα χρόνια κυλούσαν, μέρα τη μέρα παρατηρούσα το εύγλωττο και αγνό πρόσωπό της, εστίαζα στην ώριμη μορφή της και ανακάλυψα νέα σημεία ομοιότητας του παιδιού με τη μητέρα -τη μελαγχολία και τον θάνατο. Σταδιακά αυτές οι σκιές γίνονταν σκοτεινότερες, σαν να λέγαμε πιο πλήρεις, πιο ξεκάθαρες και πιο περίπλοκες, ενώ για μένα ήταν πιο τρομερές στην όψη. Κι επειδή το χαμόγελό της ήταν ίδιο με της μητέρας της δεν μπορούσα να το αντέξω –και στη συνέχεια φρικιούσα με αυτή την απόλυτη ταυτότητα. Δεν μπορούσα να αντέξω τα μάτια της που ήταν ίδια με της Μορέλα, καθώς κοιτούσαν πολύ συχνά στα βάθη της ψυχής μου με την επίμονη και μυστηριώδη ένταση της Μορέλα. Στο δε περίγραμμα του ψηλού μετώπου, στις μπούκλες των μεταξωτών μαλλιών και στα αδύνατα δάχτυλα που χώνονταν εκεί, στους μουσικούς τόνους της ομιλίας της και πάνω απ’ όλα – ω, πάνω απ’ όλα, στις φράσεις και τις εκφράσεις των χειλιών της για τον θάνατο των αγαπημένων και των ζωντανών, βρήκα να καταναλώσω τροφή για σκέψη και φρίκη -για ένα σκουλήκι που δεν θα πεθάνει.

Έτσι πέρασαν δύο πενταετίες από τη ζωή της, και η κόρη μου δεν είχε λάβει ακόμα όνομα σε τούτη τη γη. «Παιδί μου» και «αγάπη μου» ήταν οι προσδιορισμοί που συνήθως προέρχονταν από τη στοργή του πατέρα, και η αυστηρή απομόνωσή της απέκλειε κάθε άλλη επικοινωνία. Το όνομα της Μορέλα πέθανε μαζί της στον θάνατό της. Για τη μητέρα δεν είχα μιλήσει ποτέ στην κόρη -ήταν αδύνατο να μιλήσω. Πράγματι, κατά τη διάρκεια της σύντομης περιόδου της ύπαρξής της, η τελευταία δεν είχε εντυπώσεις από τον εξωτερικό κόσμο, αλλά μόνο ό,τι μπορούσε να της προσφερθεί στα στενά πλαίσια της ιδιωτικής ζωής. Κατά τη διάρκεια όμως της τελετής του βαπτίσματος παρουσιάστηκε στο μυαλό μου ανήσυχα και ταραγμένα η δυνατότητα απελευθέρωσης από τη φρίκη του πεπρωμένου μου. Και στη κολυμπήθρα δίστασα να πω όνομα. Πολλά ονόματα σοφών και ωραίων, από την αρχαιότητα μέχρι τους μοντέρνους καιρούς, της δικής μου χώρας και των ξένων, συνωστίζονταν στα χείλη μου -πολλά, πολλά ωραία ονόματα του ευγενούς, του ευτυχούς και του καλού. Τι με έσπρωξε να ενοχλήσω τη μνήμη των ενταφιασμένων νεκρών; Ποιος δαίμονας με ώθησε να εκφράσω αυτόν τον ήχο, ο οποίος και μόνο στην ανάμνηση του συνήθως προκαλούσε άμπωτη και έκανε να ρέει το άλικο αίμα από τους κροτάφους στην καρδιά; Ποιος δαίμονας μίλησε από τα βάθη της ψυχής μου, όταν εν μέσω αυτών των σκοτεινών διαδρόμων, και στη σιωπή της νύχτας, κραύγασα μέσα στα αυτιά του αγίου ανθρώπου τις συλλαβές, Μορέλα; Τι παραπάνω από ένας δαίμονας ήταν αυτό που συντάραξε τα χαρακτηριστικά του παιδιού μου και τα κάλυψε με αποχρώσεις θανάτου, όταν, με αυτό το άκουσμα, έστρεψε τα λαμπερά του μάτια από τη Γη στον Ουρανό και πέφτοντας στις μαύρες πλάκες της προγονικής κρύπτης, είπε: «Είμαι εδώ!»

Διακριτικός, ψυχρός, ήρεμος, ξεχωριστός -σαν θόρυβος θανάτου- φρικτός, φρικτός θάνατος, βύθισε στους αιώνιους ήχους την ψυχή μου. Χρόνια -χρόνια θα κυλήσουν μακριά, αλλά η ανάμνηση εκείνης της εποχής ποτέ! Τώρα πια δεν χαιρόμουν τα λουλούδια και το αμπέλι, ο κέδρος και το κυπαρίσσι με επισκίαζαν νύχτα και μέρα. Και δεν υπολόγισα τον χρόνο ή τον τόπο, τα αστέρια της Μοίρας μου έσβησαν στον Ουρανό και, ως εκ τούτου, το πνεύμα μου έγινε σκοτεινό, οι φιγούρες της γης περνούσαν από μένα σαν πτήση σύννεφων, και ανάμεσά τους έβλεπα μόνο τη Μορέλα. Οι άνεμοι του στερεώματος έπνεαν, αλλά ένας ήχος μέσα στα αυτιά μου καθώς και οι κυματισμοί της θάλασσας μουρμούριζαν συνέχεια Μορέλα. Αλλά είχε πεθάνει κι εγώ με τα ίδια μου τα χέρια την έφερα στον τάφο και γέλασα, με ένα μακρύ και πικρό μειδίαμα, καθώς δεν υπήρχαν ίχνη της στον τάφο όπου έβαλα τη δεύτερη Μορέλα.

 

Μετάφραση από τα αγγλικά και παραπομπές: Ελένη Κατσιώλη

 

Έντγκαρ Άλαν Πόε (1809-1849), πεζογράφος και ποιητής από τις ΗΠΑ. Ένας από τους κύριους εκπροσώπους του αμερικανικού ρομαντισμού. Το έργο του επέδρασε στην εξέλιξη της αστυνομικής λογοτεχνίας και στις ιστορίες τρόμου και φαντασίας.

Το όνομα Μορέλα υποδηλώνει την υποσυνείδητη επιθυμία του ήρωα  για το θάνατο της κόρης του, ακριβώς όπως είχε γίνει με τη μητέρα της.

Ο Πόε διερευνά την ιδέα του τι συμβαίνει με την Ταυτότητα μετά θάνατο, υποδηλώνοντας ότι εάν αυτή η ταυτότητα επιβιώνει, θα μπορούσε να υπάρξει και έξω από το ανθρώπινο σώμα και να επιστρέψει σε νέα σώματα.

Υπάρχει μια σειρά πιθανών προελεύσεων του ονόματος «Μορέλα», που είναι ιδιαίτερα σκοτεινό καθώς προσομοιάζει στον θάνατο. Κατά μία εκδοχή είναι εμπνευσμένο από το επίθετο της Ισπανίδας μοναχής Juliana Morell (1595-1653), της πρώτης γυναίκας που πήρε δίπλωμα νομικής. Μορέλ επίσης είναι το όνομα της μαύρης νυχτερίδας, καθώς και ενός δηλητηριώδους φυτού απ’ όπου προέρχεται η Μπελαντόνα. Εμφανίζεται επίσης στο Πρέσμπουργκ (σημερινή Μπρατισλάβα), σ’ ένα φημισμένο σπίτι μαύρης μαγείας, όπου λέγεται πως είχε εκπαιδευτεί η Μορέλα.

Το διήγημα δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στο περιοδικό Southern Literary Messenger, Απρίλιος 1835.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

[1] Μένει στην αυτοτέλειά του, ολομόναχο. Μετάφραση: Η. Σπυρόπουλος.

[2] Στο φημισμένο σπίτι μαύρης μαγείας  του Πρέσμπουργκ (σήμερα Μπρατισλάβα) .

[3] Κοιλάδα του γιου του Εννώμ: φαράγγι έξω από την Ιερουσαλήμ στο οποίο λάτρευαν τον Μολόχ, θυσιάζοντας παιδιά.

[4] Κόλαση.

[5] Ελληνικά στο πρωτότυπο.

[6] Οι Πυθαγόρειοι πίστευαν πως η ψυχή δε χάνεται μετά τον  θάνατο, αλλά ακολουθεί μια διαδικασία μετενσάρκωσης έως ότου οδηγηθεί στην αθανασία. Την έννοια της μετενσάρκωσης έχει και ο όρος παλιγγενεσία.

[7] Φρίντριχ Βίλχελμ Γιόζεφ Σέλινγκ (1775-1854), Γερμανός φιλόσοφος.

[8] Εξατομίκευση: λατινικά στο κείμενο.

[9] Η Μορέλα αναφέρεται στον λυρικό ποιητή Ανακρέοντα (572-485 π.Χ.), έναν από τους εννέα λυρικούς ποιητές της αρχαιότητας από τη Λυδία. Με αυτή την έκφραση η Μορέλα  δηλώνει ότι τελειώσανε οι μέρες της ευτυχίας.