Ο φόβος

Στον Ζορίς Καρλ Υισμάνς[1]

 

Μετά το δείπνο ανεβήκαμε και πάλι στο κατάστρωμα. Μπροστά μας η Μεσόγειος δεν είχε ούτε ένα ρυτίδιασμα σε όλη της την επιφάνεια, ενώ τη φωτοσκίαζε ένα μεγάλο ήρεμο φεγγάρι. Το τεράστιο πλοίο γλιστρούσε, πετώντας στον ουρανό -που έμοιαζε σπαρμένος με αστέρια- ένα μεγάλο φίδι μαύρου καπνού. Πίσω μας το νερό κατάλευκο, αναδευμένο από το γρήγορο πέρασμα της βαριάς κατασκευής, χτυπημένο από την έλικα, άφριζε και έμοιαζε να συστρέφεται με τόσες πολλές λάμψεις που θα έλεγες πως το φως της σελήνης κοχλάζει.

Καθόμασταν εκεί σιωπηλοί -έξι ή οκτώ- θαυμάζοντας, με το βλέμμα στραμμένο στην μακρινή Αφρική όπου πηγαίναμε. Ο καπετάνιος, που κάπνιζε ένα πούρο στο μέσο μας, ξανάρχισε αιφνίδια τη συζήτηση του δείπνου.

-Ναι, είχα φοβηθεί εκείνη την ημέρα. Το πλοίο μου είχε μείνει έξι ώρες με αυτόν τον βράχο μέσα στην κοιλιά του, χτυπημένο από τη θάλασσα. Ευτυχώς, που κατά το βράδυ μας συνέλεξε ένα αγγλικό καρβουνιάρικο που μας είχε δει.

Τότε, ένας μεγαλόσωμος άνδρας με ηλιοκαμένο πρόσωπο, σοβαρή εμφάνιση, ένας από αυτούς τους άνδρες που αισθάνονται ότι έχουν διασχίσει άγνωστες χώρες, εν μέσω ακατάπαυστων κινδύνων, των οποίων το ήρεμο βλέμμα μοιάζει να βρίσκεται σε ετοιμότητα, σαν να υπάρχει στο βάθος του κάτι από τα παράξενα τοπία που είδε, ένας από εκείνους τους άνδρες που μαντεύουν, πλημμυρισμένοι με θάρρος, μίλησε για πρώτη φορά:

- Καπετάνιε, λέτε ότι φοβηθήκατε∙ δεν το πιστεύω. Χρησιμοποιείτε λάθος λέξη για την αίσθηση που έχετε δοκιμάσει. Ένας άνθρωπος ενεργητικός δεν φοβάται ποτέ απέναντι σε έναν πιεστικό κίνδυνο. Είναι συγκινημένος, αναστατωμένος, ανήσυχος, όμως ο φόβος είναι άλλο πράγμα.

Ο καπετάνιος επανέλαβε γελώντας:

-Να πάρει! Σας λέω ότι φοβήθηκα.

Τότε ο άνδρας με το μπρούτζινο χρώμα πρόφερε με αργή φωνή:

-Επιτρέψτε μου να εξηγηθώ! Ο φόβος (και οι άνδρες οι πιο τολμηροί μπορεί να φοβηθούν), είναι κάτι το τρομερό, μία αίσθηση αποτρόπαια, σαν μια αποσύνθεση της ψυχής, σαν ένας τρομερός σπασμός της σκέψης και της καρδιάς η μνήμη του οποίου δίνει μόνο ρίγη άγχους. Αλλά αυτό δεν συμβαίνει όταν κάποιος είναι γενναίος ούτε μπροστά σε μια επίθεση ούτε μπροστά στον αναπόφευκτο θάνατο ούτε μπροστά σε όλες τις γνωστές μορφές του κινδύνου: αυτό συμβαίνει σε ορισμένες ανώμαλες περιστάσεις, κάτω από κάποιες μυστηριώδεις επιδράσεις, μπροστά σε ασαφείς κινδύνους. Ο αληθινός φόβος είναι κάτι σαν ανάμνηση των φανταστικών τρόμων του παρελθόντος. Ένας άνθρωπος που πιστεύει στα φαντάσματα και νομίζει ότι αντικρίζει ένα στοιχειό μέσα στη νύχτα, βιώνει τον φόβο σε όλη του τη τρομερή φρίκη. Εγώ, ένοιωσα τον φόβο στο φως της ημέρας, περίπου πριν δέκα χρόνια και τον ξαναένοιωσα τον περασμένο χειμώνα, μια νύχτα του Δεκεμβρίου.

Και όμως, έχω περάσει από πολλές συγκυρίες, πολλές περιπέτειες που μοιάζουν θανάσιμες. Πάλευα συχνά. Με άφησαν ετοιμοθάνατο κλέφτες. Είχα καταδικαστεί, ως στασιαστής, σε απαγχονισμό στην Αμερική και με πέταξαν στη θάλασσα από τη γέφυρα ενός κτιρίου στις όχθες της Κίνας. Κάθε φορά που πίστευα ότι θα χαθώ, το αποδεχόμουν αμέσως χωρίς συγκίνηση και μάλιστα χωρίς λύπη.

Αλλά ο φόβος δεν είναι αυτό.

Τον αισθάνθηκα για πρώτη φορά στην Αφρική. Και, εντούτοις, ο φόβος είναι παιδί του Βορρά που τον διαχέει ο ήλιος σαν ομίχλη. Σημειώστε το καλά αυτό, κύριοι. Στους ανατολίτες η ζωή δεν αξίζει τίποτε, είναι εντελώς υποταγμένη. Οι νύχτες είναι φωτεινές και άδειες από θρύλους, οι ψυχές είναι επίσης άδειες από σκοτεινές ανησυχίες που στοιχειώνουν τους εγκεφάλους στις ψυχρές χώρες. Στην Ανατολή μπορούν να γνωρίσουν τον πανικό, αλλά αγνοούν τον φόβο.

Ε, λοιπόν! Να τι μου συνέβη σε αυτό το μέρος της Αφρικής:

Διέσχιζα τους μεγάλους αμμόλοφους νότια της Ουάργκλα.[2] Είναι ένας από τους πιο περίεργους τόπους του κόσμου. Ξέρετε την ατέρμονα άμμο, την άμμο δίπλα στις απέραντες παραλίες του ωκεανού. Ε, λοιπόν! Σκεφτείτε έναν ωκεανό από άμμο στη μέση ενός τυφώνα. Φανταστείτε μια σιωπηλή καταιγίδα ακίνητων κυμάτων από κίτρινη σκόνη. Είναι τόσο ψηλά αυτά τα κύματα όσο τα βουνά, άνισα, διαφορετικά, ανυψωμένα σαν μανιασμένα και κάποια ακόμα πιο μεγάλα, ραβδωτά σαν μουαρέ. Σε αυτή τη μανιασμένη θάλασσα, τη σιωπηλή και ακίνητη, ο εξαντλητικός ήλιος του νότου ρίχνει τη φλόγα του αμείλικτα και κάθετα. Πρέπει να αναρριχηθούν οι λεπίδες της χρυσής τέφρας, να ξανακατεβούν, να αναρριχηθούν ξανά, να αναρριχώνται αδιάκοπα, χωρίς ανάπαυση και χωρίς σκιά. Τα άλογα αγκομαχούν, βυθίζονται μέχρι τα γόνατα και γλιστρώντας από την άλλη πλευρά τουμπάρουν στους παράδοξους λόφους.

Ήμασταν δύο φίλοι με οκτώ Σπαχήδες που μας συνόδευαν και τέσσερις καμηλιέρηδες με τις καμήλες τους. Δεν μιλούσαμε πλέον, πνιγμένοι από τη ζέστη, την κούραση, αφυδατωμένοι από τη δίψα όμοια με πυρωμένη έρημο. Ξαφνικά ένας από τους άνδρες έμπηξε μια κραυγή. Όλοι σταμάτησαν. Μείναμε ακίνητοι, έκπληκτοι από ένα ανεξήγητο φαινόμενο, γνωστό στους ταξιδιώτες αυτών των έρημων περιοχών.

Κάπου, κοντά μας, από μια απροσδιόριστη κατεύθυνση, χτυπούσε ένα ταμπούρλο, το μυστηριώδες ταμπούρλο των αμμόλοφων. Χτυπούσε ξεκάθαρα, μερικές φορές πιο ζωντανά, μερικές φορές πιο αδύνατα, σταματώντας και ξαναρχίζοντας τη φανταστική τυμπανοκρουσία.

Οι Άραβες κοιτάζονταν φοβισμένοι και ένας είπε στη γλώσσα του: «Ο θάνατος είναι από πάνω μας». Και να που ξαφνικά ο σύντροφός μου, ο φίλος μου, ο σχεδόν αδελφός μου, έπεσε από το άλογό με το κεφάλι, κεραυνοβολημένος από ηλίαση.

Και για δύο ώρες, όσο προσπαθούσα του κάκου να τον σώσω, εκείνο το ακατάπαυστο ταμπούρλο μού γέμιζε τ’ αυτιά με τον μονότονο θόρυβό του, τον διακεκομμένο και ακατανόητο. Αισθανόμουν να γλιστράει στα κόκαλά μου ο φόβος, ο πραγματικός φόβος, ο αποτρόπαιος φόβος, μπροστά σε αυτό το αγαπημένο κουφάρι, μέσα σε αυτή την πυρακτωμένη από τον ήλιο τρύπα ανάμεσα σε τέσσερις αμμόλοφους, ενώ μια άγνωστη ηχώ εκτόξευε, διακόσιες λεύγες μακριά από κάθε γαλλικό χωριό, το γρήγορο κτύπημα του ταμπούρλου.

Εκείνη την ημέρα, κατάλαβα πώς είναι να φοβάσαι. Το κατάλαβα καλύτερα ακόμα μια φορά...

Ο καπετάνιος διέκοψε τον αφηγητή:

- Με συγχωρείτε, κύριε, αλλά αυτό το ταμπούρλο; Τι ήταν;

Ο ταξιδιώτης απάντησε:

- Δεν έχω ιδέα. Κανείς δεν ξέρει. Οι αξιωματικοί, συχνά ξαφνιάζονται από αυτό τον ιδιαίτερο θόρυβο, τον αποδίδουν γενικά στη μεγεθυμένη ηχώ, πολλαπλασιασμένη, υπερβολικά φουσκωμένη από τις θίνες, με ένα χαλάζι κόκκων άμμου φερμένων από τον άνεμο που χτυπούν μια συστάδα ξερών χόρτων, γιατί πάντα ήταν παρατηρημένο ότι το φαινόμενο αυτό συμβαίνει κοντά στα μικρά φυτά που καίγονται από τον ήλιο και είναι σκληρά σαν περγαμηνή. Αυτό το ταμπούρλο δεν θα ήταν, λοιπόν, παρά ένα είδος αντανάκλασης του ήχου. Αυτό ήταν όλο. Αλλά το έμαθα αργότερα.

Έρχομαι στη δεύτερη εμπειρία.

Ήταν τον περασμένο χειμώνα, σε ένα δάσος στα βορειοανατολικά της Γαλλίας. Η νύχτα έπεφτε δύο ώρες νωρίτερα, τόσο σκοτεινός ήταν ο ουρανός. Είχα για οδηγό έναν χωρικό που περπατούσε δίπλα μου, σε ένα πολύ μικρό μονοπάτι, κάτω από τον θόλο των ελάτων, έτσι που ο μανιασμένος άνεμος έβγαζε ουρλιαχτά. Ανάμεσα στις κορφές έβλεπα τα σύννεφα σε φυγή, σύννεφα φοβισμένα που έμοιαζαν να το σκάνε μπροστά σε μια τρομάρα.

Μερικές φορές, εξαιτίας μιας σφοδρής λαίλαπας, όλο το δάσος έγερνε στην ίδια κατεύθυνση με τεράστια οδύνη και το κρύο με κυρίευε, παρά την ταχύτητά μου και τα βαριά μου ρούχα.

Έπρεπε να δειπνήσουμε και να κοιμηθούμε σε έναν δασοφύλακα που το σπίτι του δεν απείχε πολύ. Πήγαινα εκεί για να κυνηγήσω.

Ο οδηγός μου, μερικές φορές, σήκωνε τα μάτια και μουρμούριζε: «Μελαγχολικός καιρός!» Μετά μου μιλούσε για τους ανθρώπους που πηγαίναμε. Ο πατέρας, δύο χρόνια πριν είχε σκοτώσει έναν λαθροκυνηγό και από τότε έμοιαζε σκοτεινός, στοιχειωμένος από την ανάμνηση. Οι δύο παντρεμένοι γιοι του ζούσαν μαζί του.

Το σκοτάδι ήταν βαθύ. Δεν έβλεπα τίποτε μπροστά μου ούτε γύρω μου, και τα πυκνά συγκρουόμενα κλαδιά των δέντρων γέμιζαν τη νύχτα με ένα αδιάκοπο μουρμουρητό. Τελικά, είδα ένα φως και σύντομα ο σύντροφός μου χτύπησε μια πόρτα. Μας απάντησαν λεπτές γυναικείες φωνές. Μετά, μια πνιχτή αντρική φωνή ρώτησε: «Ποιος είναι;» Ο οδηγός μου είπε το όνομά του. Μπήκαμε. Ήταν μια αξέχαστη εικόνα.

Ένας γέρος με άσπρα μαλλιά, με μάτι τρελού, με το όπλο γεμάτο στο χέρι, μας περίμενε όρθιος στη μέση της κουζίνας, ενώ δύο μεγαλόσωμα παλληκάρια, οπλισμένα με τσεκούρια, φρουρούσαν την πόρτα. Ξεχώρισα στις σκοτεινές γωνίες δυο γυναίκες γονατιστές, με πρόσωπα στραμμένα στον τοίχο. Έδωσα εξηγήσεις. Ο γέρος ξανάβαλε το όπλο στον τοίχο και έδωσε εντολή να ετοιμάσουν το δωμάτιό μου∙ ύστερα, ενώ οι γυναίκες δεν κουνιόντουσαν καθόλου, μου είπε άγρια:

-Βλέπετε, κύριε, δύο χρόνια πριν σκότωσα σαν σήμερα έναν άνδρα. Την επόμενη χρονιά επέστρεψε να με κλητεύσει. Ακόμα και απόψε τον περιμένω.

Μετά πρόσθεσε με έναν τόνο που με έκανε να χαμογελάσω:

- Και δεν είμαστε πια ήρεμοι.

Τον καθησύχασα όσο μπορούσα, ευχαριστημένος που είχα έρθει ακριβώς εκείνο το βράδυ, να παρευρεθώ σε αυτό το θέαμα του  δεισιδαίμονα τρόμου. Διηγόμουν ιστορίες και κατάφερα να τους ηρεμήσω σχεδόν όλους.

Κοντά στο τζάκι, ένας γέρος σκύλος, γενάτος, σχεδόν τυφλός, ένα από εκείνα τα σκυλιά που μοιάζουν με τους ανθρώπους που γνωρίζουν, κοιμόταν με τη μύτη χωμένη στα πόδια του.

Έξω, η αμείλικτη καταιγίδα σφυροκοπούσε το μικρό σπίτι, και από ένα στενό παραθυράκι, ένα είδος ματιού τοποθετημένου στην πόρτα, είδα αναπάντεχα στην λάμψη των μεγάλων αστραπών ένα συνονθύλευμα δέντρων σπρωγμένων από τον άνεμο.

Παρά τις προσπάθειές μου, ένιωσα ότι ένας βαθύς τρόμος έζωνε αυτούς τους ανθρώπους, και κάθε φορά που σταματούσα να μιλάω, όλα τα αυτιά αφουγκράζονταν μακριά. Μπουχτισμένος από τη συμμετοχή μου σ’ αυτούς τους ηλίθιους φόβους, ήμουν έτοιμος να ζητήσω να κοιμηθώ, όταν ο γέρος φύλακας πήδηξε ξαφνικά από την καρέκλα του, άρπαξε το όπλο του και πάλι, τραυλίζοντας με χαμένη φωνή: «Νάτος! Νάτος! Τον ακούω!» Οι δύο γυναίκες έπεσαν και πάλι στα γόνατα στις γωνιές τους, κρύβοντας το πρόσωπο, ενώ οι γιοι του ξαναπήραν τα τσεκούρια. Προσπαθούσα ακόμα να τους κατευνάσω, όταν το κοιμισμένο σκυλί ξύπνησε απότομα, σήκωσε το κεφάλι, τέντωσε τον λαιμό και, κοιτώντας προς τη φωτιά, με ένα βλέμμα σχεδόν σβησμένο, έβγαλε ένα από αυτά τα φοβερά ουρλιαχτά που κάνουν τους ταξιδιώτες να ανατριχιάζουν το βράδυ στην ύπαιθρο.

Όλα τα μάτια στράφηκαν πάνω του, τώρα ήταν ακίνητος, απλωμένος στα πόδια του σαν στοιχειωμένος από ένα όραμα, και βάλθηκε να ουρλιάζει πάλι σε κάτι αόρατο, άγνωστο, φριχτό χωρίς αμφιβολία, επειδή όλο το τρίχωμά του είχε σηκωθεί. Ο φύλακας φώναξε κατάχλομος: «Τον νιώθει, τον νιώθει, ήταν εδώ όταν τον σκότωσα!». Και οι γυναίκες σαν χαμένες βάλθηκαν και οι δύο να ουρλιάζουν μαζί με τον σκύλο.

Παρά τη θέλησή μου, μια μεγάλη ανατριχίλα με διαπέρασε ανάμεσα στους ώμους. Αυτή η εικόνα του ζώου σε αυτό το μέρος, αυτήν την ώρα, ανάμεσα σε απελπισμένους ανθρώπους, ήταν τρομακτική να τη βλέπεις.

Για μια ώρα, λοιπόν, ο σκύλος ούρλιαζε χωρίς να κουνιέται. Ούρλιαζε μες την απελπισία ενός ονείρου και ο φόβος, ο τρομακτικός φόβος έμπαινε μέσα μου. Φόβος για ποιο πράγμα; Για κάτι που ξέρω; Ήταν φόβος, αυτό ήταν όλο.

Μέναμε ακίνητοι, πελιδνοί, σε αναμονή ενός φρικτού γεγονότος, με τα αυτιά τεταμένα, τις καρδιές να χτυπούν, αναστατωμένοι από τον παραμικρό ήχο. Ο σκύλος βάλθηκε να γυρίζει γύρω-γύρω στο δωμάτιο, μυρίζοντας τους τοίχους, μουγκρίζοντας συνέχεια. Αυτό το ζώο μας έκανε τρελούς! Έτσι, ο αγρότης που με είχε φέρει, του ρίχτηκε, σε ένα είδος τρομαγμένου άγριου παροξυσμού και, ανοίγοντας την πόρτα που έβλεπε στη μικρή αυλή, πέταξε το ζώο έξω.

Εκείνο σταμάτησε αμέσως και μείναμε βυθισμένοι σε μια σιωπή ακόμα πιο τρομακτική. Ξαφνικά, όλοι μαζί, είχαμε ένα είδος έκπληξης: Ένα πλάσμα γλιστρούσε στον εξωτερικό τοίχο από το δάσος, μετά στην πόρτα και έμοιαζε να την αγγίζει με διστακτικό χέρι. Στη συνέχεια για δύο λεπτά δεν ακούστηκε τίποτα έτσι που μοιάζαμε ανόητοι. Τότε επέστρεψε, τρίβοντας συνέχεια τον τοίχο και τον έξυσε ελαφρά, όπως θα έκανε ένα παιδί με το νύχι του. Μετά εμφανίστηκε απότομα στο τζάμι του ματιού ένα λευκό κεφάλι, με μάτια λαμπερά όπως των άγριων θηρίων και ένας ήχος βγήκε από το στόμα του, ένας δυσδιάκριτος ήχος, ένα μουρμούρισμα παραπονιάρικο.

Τότε ξέσπασε ένα φριχτός θόρυβος στην κουζίνα. Ο γέρο-φύλακας είχε πυροβολήσει. Και ευθύς αμέσως οι γιοι του έτρεξαν, έκλεισαν το παραθυράκι και τοποθετώντας το μεγάλο τραπέζι το στερέωσαν με τον μπουφέ.

Και σας ορκίζομαι ότι με τον θόρυβο του ντουφεκιού που καθόλου δεν περίμενα, είχα τέτοια απόγνωση στην καρδιά, την ψυχή και το κορμί, που ένιωσα να λιποθυμώ, σχεδόν μέχρι θανάτου από τον φόβο.

Μείναμε εκεί μέχρι την αυγή, -ανίκανοι να μετακινηθούμε, να πούμε μια λέξη- με υπερένταση μέσα σ’ έναν ανείπωτο πανικό. Τόλμησε να ξεαμπαρώσει την έξοδο μόνο όταν αντιλήφθηκε, από μια χαραμάδα του στέγαστρου, μια λεπτή ακτίνα φωτός.

Στη βάση του τοίχου, ακουμπισμένο στην πόρτα, το γέρικο σκυλί ήταν νεκρό με το μουσούδι του χτυπημένο από μια σφαίρα. Είχε βγει από την αυλή, σκάβοντας μια τρύπα κάτω από τον φράχτη.

Ο άνδρας με το μελαχρινό πρόσωπο σώπαινε∙ μετά πρόσθεσε:

-Εκείνο το βράδυ δεν διέτρεξα κανέναν κίνδυνο, αλλά θα προτιμούσα να ξαναζήσω όλες τις ώρες που αντιμετώπισα τους πιο τρομερούς κινδύνους, παρά αυτό το μοναδικό λεπτό του πυροβολισμού στο γενειοφόρο κεφάλι από το μάτι της πόρτας.

 

Μετάφραση από τα γαλλικά και παραπομπές: Ελένη Κατσιώλη

 

 

 

Ο Ανρί Ρενέ Αλμπέρ Γκυ ντε Μοπασάν γεννήθηκε το 1850 στην πόλη Τουρβίλ συρ Αρκ της Γαλλίας και πέθανε το 1893 στο Παρίσι.

Συγγραφέας και δημοσιογράφος ο Γκυ ντε Μοπασάν συνδέθηκε με τους σύγχρονούς του Γκουστάβ Φλομπέρ και Εμίλ Ζολά. Μας άφησε παρακαταθήκη έργα ρεαλιστικά με έντονη παρουσία φανταστικών και πεσιμιστικών στοιχείων. Η λογοτεχνική καριέρα του διήρκεσε δέκα χρόνια, πριν πέσει στη δίνη της τρέλας που τον οδήγησε στον θάνατο στα σαράντα τρία του χρόνια.

 

Η συλλογή Διηγήσεις της Μπεκάτσας εκδόθηκε το 1883.

Το πρώτο διήγημα αυτής της συλλογής χρησιμεύει ως εισαγωγή στην αφήγηση. Κατά την περίοδο του κυνηγιού της μπεκάτσας, ο γέρος βαρόνος ντε Ραβό, λάτρης ιστοριών κυνηγιού, οργανώνει γεύματα, στην έναρξη των οποίων ορίζει ποιος θα έχει το προνόμιο να φάει όλα τα κεφάλια των μπεκατσών και εκείνος, ως τυχερός, θα πρέπει να διηγηθεί μια ιστορία για να αποζημιώσει τους αδικημένους.

 

 

[1] Ψευδώνυμο του Charles Marie Georges Huysmans (1848-1907), συγγραφέα και κριτικού της γαλλικής τέχνης.

[2] Πόλη της Αλγερίας.