Ανήσυχη φύση

Μετάφραση: Ελένη Κατσιώλη

Παρεμπιπτόντως, ο Ζαν Ζορές ήταν πολύγλωσσος. Δεν το ξέρατε; Έτσι ακριβώς, πολύ-γκλότ, όπως θα λέγαμε στα ρώσικα.

Έμαθα γι’ αυτό στο μάθημα της ιστορίας. Η ιστορικός μας, μας εξηγούσε το καινούριο μάθημα και κανείς, όπως πάντα, δεν άκουγε τίποτα. Οι λέξεις πετούσαν προς το ταβάνι, στριφογύριζαν στους πολυελαίους, πετούσαν έξω από τον φεγγίτη, παρακάμπτοντας τα κεφάλια των μαθητών. Εγώ όμως έχω ένα αντανακλαστικό στις άγνωστες λέξεις: μόλις ακούσω ή διαβάσω κάτι δυσκολονόητο, δεν μπορώ να ηρεμήσω μέχρι να μάθω τι είναι. Γι’ αυτό, έχοντας λάβει μια σημαντική πληροφορία για τον Ζαν Ζορές, παράτησα όλες μου τις απασχολήσεις και άρχισα να σκέφτομαι. Με συνεπήρε μια συνηθισμένη ανησυχία. Με στηριγμένους τους αγκώνες στο γραφείο, με ιδιαίτερο ενδιαφέρον, άρχισα να χρησιμοποιώ ένα παράθυρο γνώσης από ένα κομματάκι της σχολικής αυλής.

«Πολύ» - αυτό το ξέρω, αλλά το «γλοτ»; Μήπως είναι από τη λέξη γκλοτάτ, που σημαίνει καταπίνω; Αφού λένε: «ζιβογκλότ τον βρικόλακα», και είναι αυτός που τους καταβροχθίζει όλους ζωντανούς, έτσι όπως είναι, χωρίς γαρνιτούρα. Άρα πολυγκλότ είναι αυτός που καταβροχθίζει.

Η ανεπαρκώς αναπτυγμένη φαντασία μου άρχισε αμέσως να ξεδιπλώνει μπροστά μου εικόνες, τη μια πιο γραφική από την άλλη. Όλες τους έλαμπαν στο ταλαντούχο κεφάλι μου με την ταχύτητα των λέξεων της άριας του Φίγκαρο από τον «Κουρέα της Σεβίλλης» και προκαλούσαν, τουλάχιστον, ακατάλληλους συνδυασμούς. Για κάποιο λόγο ένιωθα τρομερά χαρούμενη και γι’ αυτό έπρεπε να σφίξω με το χέρι το στόμα μου και να σκύψω στο θρανίο, έτσι ώστε η ιστορικός να μην προσέξει ότι ήμουν σε καλή διάθεση. Και δεν θα το είχε παρατηρήσει αν δεν καθόταν μπροστά μου ο Σιόμκα Σίντοροφ. Αυτός, προφανώς, επειδή αισθανόταν να κουνιέται το θρανίο γύρισε και βλέποντας τις γκριμάτσες  μου, με ρώτησε μ’ έναν δυνατό ψίθυρο:

«Λοιπόν, τι συμβαίνει;»

Η ιστορικός αμέσως σταμάτησε και τότε έπεσε στην τάξη μια νοσηρή σιωπή. Μα ο Σιόμκα! Ακριβώς από αυτόν δεν περίμενα ένα τέτοιο χτύπημα. Και κοιτάζοντας με κακία τον προδότη, με φωνή σαν να μιλούσε μια ήσυχη Μόνα Λίζα, είπα:

«Ο Σίντοροφ νοιώθει άσχημα, μπορώ να τον πάω έξω;»

Ο Σιόμκα κοκκίνισε και κατέβασε τα βλέφαρα. Η τάξη χρεμέτισε από ευχαρίστηση. Μάλλον τα γαϊδούρια μας φαντάστηκαν τι θα ακολουθούσε. Διαμιάς, χάθηκε η υπνηλία από τα πρόσωπά τους, ενώ στα μάτια τους έλαμπε η ζωώδης κραυγή: «άρτος και θεάματα!»

«Σήκω κι έλα εδώ», είπε η ιστορικός.

«Με τα πράγματα;» - τη ρώτησα.

«Όπως στο μπάνιο! – άρχισε να χαχανίζει δυνατά ο Κόσκα κι εγώ αμέσως σκέφτηκα ότι όταν ο άνθρωπος είναι απλά ηλίθιος τότε είναι  υποφερτό, αλλά όταν ο ηλίθιος αρχίζει να κάνει αστεία, τότε αυτό μοιάζει με φυσική καταστροφή.

«Με τα πράγματα;» - ξαναρώτησα, κοιτάζοντας έντονα τον Κόσκα.

«Με το καρνέ του μαθητή», επανέλαβε ήρεμα η ιστορικός.

«Εντάξει. Κατάλαβα. Μια από τα ίδια».

Σερνόμουνα για την έδρα, βασιζόμουν μόνο σε αυτά που θα έλεγα.

«...Τώρα θα δούμε τι άκουσες στην παράδοση. Πες μου τι γνωρίζεις για τον Ζαν Ζορές».

Τώρα χαιρετίσματα! Ξέρω γι’ αυτόν τόσα, όσα ένας καθαρόαιμος γερμανικός ποιμενικός για έναν μεγάλο επιταχυντή».

«Κλάβντια Όσιποβνα... εγώ... όπως βλέπετε... τον θυμάμαι αχνά...

«Ώστε συναντιόσαστε αραιά;»

«Ναι... τι να κάνουμε;»

«Δώσε μου το καρνέ σου, θα αναγκαστώ να μιλήσω με τη μητέρα σου».

Τώρα θα γράψει: Η κόρη σας φέρθηκε απρεπώς στο μάθημα.

Απρεπώως! Μα τι λέτε! Σαν να έβαλα φωτιά στο σχολείο!

Πήρα το καρνέ, σύρθηκα στο θρανίο και κάθισα, χωρίς καν να κοιτάξω την αντίδραση του Σιόμκα στην καινούρια μου πτώση:

Στο σπίτι ωρύεται σε πλήρη ένταση η τηλεόραση. Ο μπαμπάς είναι ξαπλωμένος στον καναπέ και, παρόλ’ αυτά, διαβάζει ανενόχλητα την εφημερίδα. Ξέροντας ότι στο πρόγραμμα της σημερινής βραδιάς θα έχουμε ένα μικρό οικογενειακό σκάνδαλο, αποφασίζω αμέσως να δημιουργήσω ένα κλίμα αμοιβαίας κατανόησης, για το οποίο απαιτείται ησυχία, και σβήνω την τηλεόραση.

Ενοχλημένες από την ησυχία στο σπίτι, η γιαγιά και η μαμά βγαίνουν από την κουζίνα, όπου έφτιαχναν πιλμένι την ώρα της εισόδου μου.

Ένα λεπτό αργότερα βγαίνει ο παππούς από το γραφείο. Όλοι με κοιτάζουν προσεκτικά και, φαίνεται, πως ήδη κάτι υποψιάζονται.

«Ο Ζαν Ζορές ήταν πολύγλωσσος!» - δηλώνω εγώ μεγαλοπρεπώς, κοιτάζοντας γύρω μου τους παρευρισκόμενους.

«Είναι ξεκάθαρο;»

«Αρκετά, -απαντάει ο μπαμπάς και διπλώνοντας προσεκτικά την εφημερίδα λέει στη μαμά- Συγχαρητήρια. Φαίνεται ότι σε καλούν στο σχολείο».

«Πάλι! -φωνάζει η μαμά.- Αυτό είναι αφόρητο! Έχω μάθει πια τα πρόσωπα όλων των καθηγητών...

«Λοιπόν, να συνεχίσεις να μαθαίνεις κι άλλων», τη συμβουλεύει ο μπαμπάς.

Αλλά εδώ όλοι του την πέφτουν και αρχίζουν να τσιρίζουν, πόσο απαράδεκτο παιδί είμαι, και ότι εμένα έπρεπε να είχαν αρχίσει να με δέρνουν από παλιά, και ότι όλα αυτά είναι καρποί της ανατροφής της «αγαπημένης του μπαμπάκα».

«Ησυχία! - φώναξε ο μπαμπάς. Ησυχία, οι γείτονες θα σκεφτούν ότι γλεντάει η συμμορία του Πετλιούρα!»[1]

Πιο πολύ απ’ όλους αυτό προσβάλλει τη γιαγιά.

«Τρελοοικογένεια», λέει, παίρνοντας τον δρόμο για την κουζίνα. - Και όλα αυτά επειδή αυτή η μπαγαμπόντισσα είναι μοναχοπαίδι.

Η γιαγιά είναι τρομερά ενοχλημένη από τη μητέρα μου, επειδή δεν έχει δώδεκα ή οκτώ παιδιά, αλλά μόνο μια μπαγαμπόντισσα, και αυτή είμαι εγώ.

Μετά την ατάκα της γιαγιάς, ο μπαμπάς με την εφημερίδα κάτω από τη μασχάλη τρέχει στην κρεβατοκάμαρα - «για να σωθεί», αλλά η μαμά  τον ακολουθεί - για να «τον αποτελειώσει». Εκεί μέχρι αργά το βράδυ θα τσακώνονται, από ποιον κληρονόμησα έναν τέτοιο χαρακτήρα.

Μένουμε μόνοι ο παππούς κι εγώ. Και το χειρότερο είναι πως αισθάνομαι ντροπή μπροστά του. Φοβάμαι να σηκώσω τα μάτια, αλλά ξέρω ότι ο παππούς με κοιτάζει με αποδοκιμασία.

«Αφού μου το υποσχέθηκες, λέει. Μου το υποσχέθηκες».

«Στην πραγματικότητα, είμαι γουρούνα, μια τρομερή γουρούνα!»

Προσπαθώ να πω κάτι, αλλά ο παππούς κουνάει τα χέρια του και πάει στο γραφείο.

Έχοντας μείνει για λίγο μόνη στο δωμάτιο και έχοντας σκεφτεί τη ζωή μου, κατευθύνομαι για να συμφιλιωθώ με τον παππού.

«Παππού, -βάζω παρακλητικά το κεφάλι μου στην πόρτα του γραφείου. -Μπορώ;»

Ο παππούς κάθεται στο γραφείο του με την πλάτη προς εμένα και σωπαίνει περιφρονητικά, αλλά εγώ ξέρω ότι χαμογελάει και εξαιτίας αυτού ακόμη και η πλάτη του γίνεται πιο καλοσυνάτη. Μπαίνω, κλείνω καλά την πόρτα πίσω μου, κάθομαι στον παλιό δερμάτινο καναπέ, ο οποίος διατηρείται από τα πρώτα χρόνια της επανάστασης και περιμένω να μου μιλήσει.

Τελικά ακουμπάει το στυλό, βγάζει τα γυαλιά και λέει θυμωμένα:

«Λοιπόν, τι έκανες πάλι;»

«Να, ξέρεις, πα... -λέω αβέβαια-, μα δεν έκανα τίποτα το ιδιαίτερο...»

«Μα, φυσικά, αρπάζεται ειρωνικά ο παππούς. - Είπαν: τι όμορφο, τι ήσυχο κορίτσι, ας έρθουν οι γονείς του στο σχολείο και ας...

«Παππού, τον διακόπτω. - Ποιος είναι ο Ζαν Ζορές;

«Ένας εξαιρετικός παράγοντας του γαλλικού σοσιαλιστικού κινήματος. Ένας λαμπρός ρήτορας. Τον σκότωσαν κτηνωδώς για την τοποθέτησή του ενάντια στον πόλεμο. Γιατί;»

« Όχι, τίποτα. Είναι ένας εξαιρετικός παράγων και εγώ είμαι μπαγαμπόντισσα και ένα απόβρασμα, ναι παππού;»

«Μμ... μ... – μουρμουράει ο παππούς, έχοντας γυρισμένη σε μένα την πλάτη. - Σαχλαμάρες. Η γιαγιά αστειεύεται... Απλά έχεις μια ανήσυχη φύση. Θεέ μου, τι έγραψα! Και όλα αυτά εξαιτίας σου. Μην με ενοχλείς άλλο».

Ανακατεύει πάλι τα χαρτιά στο γραφείο και κάτι γράφει και εγώ σηκώνομαι από τον καναπέ, πλησιάζω στο παράθυρο και αρχίζω να ξεκολλάω από το τζάμι τις πηχτές σταγόνες μπογιάς.

Πίσω από τον τοίχο ακούγεται η λογομαχία των γονιών μου.

«Εσύ είχες πάντα λίαν καλώς στη διαγωγή», χτυπιέται με εξαντλημένη φωνή ο μπαμπάς.

«Αλλά σε κανένα μάθημα δεν είχα κάτω από τη βάση», επιτίθεται ζωηρά η μαμά.

Από το μωβ αμπαζούρ, όλο το δωμάτιο φωτίζεται απαλά με ένα λιλά χρώμα. Βλέπω στο παράθυρο το μωβ πρόσωπό μου: μωβ φράντζα, μωβ φακίδες…

«Δεν μπορεί να συνεχιστεί έτσι, το παιδί θα ξαναμελαγχολήσει...»

«Δεν είναι παιδί, αλλά μια υγιής κοπελάρα που έχει συνηθίσει μόνο να παίρνει και να μη δίνει!»

Μωβ φακίδες που πάνω τους κυλάνε μωβ δάκρυα, αφήνοντας μωβ μονοπάτια...

Δεν μπορώ να κλάψω με λυγμούς και να φυσήξω τη μύτη - θα ακούσει ο παππούς...

 

Το διήγημα αυτό δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Γιούνοστ», όταν η Ρούμπινα ήταν μαθήτρια της Β΄ Λυκείου.

 

Η Ντίνα (Ιλίνιντσνα) Ρούμπινα, Ρωσίδα με εβραϊκές ρίζες, γεννήθηκε στην Τασκένδη του Ουζμπεκιστάν της Σοσιαλιστικής Σοβιετικής Δημοκρατίας το 1953. Σπούδασε μουσική στο κονσερβατουάρ της Τασκένδης απ’ όπου αποφοίτησε το 1977 και στη συνέχεια δίδαξε στο Ινστιτούτο Πολιτισμού της πόλης. Είναι πολυγραφότατη, έχει μεταφραστεί σε περισσότερες από 30 γλώσσες και λάβει τα εξής βραβεία:

Υπουργείου Πολιτισμού του Ουζμπεκιστάν για τη μουσική κωμωδία το Θαυμαστό ντέφι, με στοιχεία από ουζμπέκικους λαϊκούς μύθους. Βραβείο Άριε Ντούλτσιν (Ισραήλ) για το βιβλίο Ένας διανοούμενος κάθισε στο δρόμο. Βραβείο της Ένωσης Συγγραφέων του Ισραήλ για το μυθιστόρημα Ιδού έρχεται ο Μεσσίας!

Ρωσικό βραβείο «Μπαλσάγια Κνίγκα», 2007 για το μυθιστόρημα Στη φωτεινή πλευρά του δρόμου. Το βιβλίο αυτό είναι μεταφρασμένο από την Ελένη Κατσιώλη και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Λέμβος.

Μάρτιος του 2008, βραβείο του Φιλανθρωπικού Ιδρύματος Ολέγκ Ταμπακόφ για το διήγημα Αντάμ ι Μίριαμ, περιοδικό «Ντρούζμπα Ναρόνταφ /Η Φιλία των Λαών», № 7, 2007.

Απρίλιος 2009, βραβείο «Портал» καλύτερου έργου φαντασίας για το μυθιστόρημα Η γραφή του Λεονάρντο».

 

[1] Σιμόν Βασίλιεβιτς Πετλιούρα (1879- 1926). Ουκρανός πολιτικός και στρατιωτικός, επικεφαλής της ουκρανικής δημοκρατίας από το 1919-1920. Μέγας αταμάνος του στρατού και του ναυτικού ο οποίος πήρε ενεργό μέρος στον εμφύλιο πόλεμο.

 

---------------------------------------------------

στο κέντρο της φωτογραφίας ο Ζαν Ζορές που πρωταγωνιστεί στο διήγημα