Στην φωτεινή πλευρά του δρόμου [προδημοσίευση]

Μτφρ. :Ελένη Κατσιώλη από το ρωσικό πρωτότυπο 

 

Ακολούθησε τον ήχο της μουσικής και τις κραυγές θαυμασμού, που συγκλόνιζαν τον αέρα.

Στο φουαγιέ ήταν μερικοί αστυνομικοί, δύο ή τρεις ατάραχοι σεκιουριτάδες και μερικοί υπάλληλοι του ξενοδοχείου. Το εισιτήριο, όπως διαπίστωσε, κόστιζε δεκαπέντε δολάρια. Η Βέρα πλήρωσε, πλησίασε στην είσοδο και τράβηξε τη βαριά πόρτα.

Η τεράστια αίθουσα ήταν φίσκα από μαύρες γυναίκες, πολλές όμορφες, καλοντυμένες, με καλόγουστο μακιγιάζ και όλες κουνιόντουσαν ρυθμικά επιτόπου, χορεύοντας με καρφωμένα τα μάτια στη σκηνή, όπου έξι μαύροι γυμνοί νεαροί άνδρες χόρευαν με τη μουσική που εξέπεμπαν τα στερεοφωνικά ηχεία.

Σωστότερα, δεν ήταν εντελώς γυμνοί. Κομμάτια από ύφασμα με φωτεινά χρώματα -κίτρινο, κόκκινο, μπλε, πράσινο, τουρκουάζ, πορτοκαλί- κάλυπταν σαν επίδεσμοι τα τεκμήρια του ανδρισμού τους και, κρίνοντας από την ετοιμότητά τους για μάχη, καταλάβαινες ότι μέσα σε αυτά τα περιτυλίγματα υπήρχαν κάποιες ενισχύσεις. Το φωτεινό ύφασμα περνούσε ομαλά ανάμεσα στα οπίσθια, όταν τα αγόρια πηδώντας ή στριφογυρίζοντας σαν βίδα, έδειχναν όλοι μαζί ταυτόχρονα στη σάλα τους μύες των καμπυλωτών πισινών τους. Όλο αυτό έμοιαζε περισσότερο με σώου μπόντι-μπίλντινγκ και, αν δεν υπολογίσουμε τους ψεύτικους φαλλούς που ήταν μέσα στα χρωματιστά φλάμπουρα, ήταν αρκετά αξιοπρεπές.

Το σώου, έμοιαζε να είναι μόνο η αρχή. Στο μικρόφωνο κάποιος φώναζε δυνατά και θριαμβευτικά τα ονόματα των στρίπερ:

-Φλεξ!

-Βαλεντίνο!

-Ντόκτορ Φιλγκούντ!

-Τίγρης!

-Σάκα Ζούλου!

-Ντόκτορ Μασίν!

Και ο καθένας από αυτούς που τον παρουσίαζαν, έβγαινε στη σκηνή με μουσική, έδειχνε τους μύες του, φουσκώνοντας και απομονώνοντας έναν συγκεκριμένο, περπατούσε πάνω κάτω στη σκηνή, κουνώντας και τινάζοντας έντονα, με την κίνηση της λεκάνης, το ξένο αντικείμενο που ήταν τυλιγμένο με πανί στους βουβώνες...

Η Βέρα δεν κοιτούσε τη σκηνή, όσο τις γυναίκες που βρίσκονταν στην αίθουσα. Την ποικιλία των ενδυμάτων, των φορεμάτων, τα ζωηρόχρωμα πιαστράκια στα μαλλιά, τα λαμπερά κοσμήματα, τα λουστρίνια, τα απίστευτα χρώματα των νυχιών –σαν ένα κοίτασμα από ιριδίζουσες χάντρες σε όλη την αίθουσα... Και κάθε λεπτό όλο και περισσότερο έπεφταν σε ευφορία, κινούνταν στον ρυθμό της μουσικής όλο και πιο ελεύθερα, όλο και πιο γρήγορα, ξέσπαγαν σε κραυγές, χαχανητά στριγκλιές. Πολλές σουλατσάριζαν στη σάλα με μια μποτίλια σαμπάνια...

Και όλο και πιο γρήγορα, όλο πιο μανιασμένα κινούνταν στη σκηνή οι έξι μαυριδεροί άνδρες, όλο και πιο σεξουαλικά κουνούσαν τους γοφούς τους, όλο και πιο απότομα τούρλωναν τους πισινούς τους... Η ατμόσφαιρα στην αίθουσα -μπουκωμένη από μυρουδιές αρωμάτων, αποσμητικών, σπρέι, βερνικιών, ζελέ για τα μαλλιά- συγκλονιζόταν από μια κολοσσιαία ενέργεια...

Η Βέρα τραβήχτηκε γρήγορα για να βγει από εκεί. Γύρισε και άρχισε να πηγαίνει προς την έξοδο μέσα από το ξαναμμένο πλήθος των γυναικών, που χασκογελούσαν, ούρλιαζαν με απόλαυση. Κάποια τη σταμάτησε, της πρότεινε να πιει κατευθείαν από το μπουκάλι, αρνήθηκε ευγενικά... Στράφηκε στη σκηνή.

Εκείνη τη στιγμή, και οι έξι στρίπερ, σαν να είχαν πάρει εντολή, ρίχτηκαν στην αίθουσα, στο κέντρο των ξετρελαμένων γυναικών... Έμοιαζε σαν κάποιος να τους είχε ρίξει για να τους κατασπαράξουν. Ωστόσο, για κάθε ένα από αυτούς υπήρχε ένας σωματοφύλακας με ραδιοτηλέφωνο... Δίπλα στη Βέρα βρέθηκε ο στρίπερ που λεγόταν Φλεξ. Ήταν πιο κοντός από τους άλλους, αλλά με άψογη δομή. Ένα πανέμορφο ανεπτυγμένο στήθος, με πλαστικούς στρογγυλούς ώμους. Οι γυναίκες έπεσαν επάνω του, του τραβούσαν τα χέρια, τον άγγιζαν. Εκείνος μιμούνταν αστεία το άσεμνο κούνημα, τους επέτρεπε να τον χαϊδεύουν, να βάζουν στο λεπτό ύφασμα του μπικίνι χαρτζιλίκι σε χάρτινα δολάρια, που εξαφανίζονταν αμέσως ως δια μαγείας... Οι γυναίκες, φωνάζοντας τα ονόματα των νεαρών, αναστέναζαν βαριά, η κάθε μια προσπαθούσε να προσεγγίσει το είδωλο.

Η Βέρα, με τεράστια δυσκολία, διέσχιζε το πλήθος των γυναικών που ούρλιαζε, τραγουδούσε, στέναζε, βρυχόταν από σφοδρή επιθυμία... Το τελευταίο πράγμα που είδε στρίβοντας, ήταν ένας στρίπερ, ένας τεράστιος με ξυρισμένο κεφάλι, ο Ντόκτορ Μασίν, που είχε ανεβάσει στη σκηνή μια χοντρή γυναίκα που κακάριζε και, βάζοντάς την στο πάτωμα, άρχισε με κωμική απόλαυση να μιμείται πώς θα το έκανε μαζί της αν δεν ήταν τόσο χοντρή, τη γύριζε έτσι, αλλιώς, προσπαθώντας να το δείξει, ενώ το μανιασμένο κοινό σπαρταρούσε, ούρλιαζε, και η χοντρή κυρία, πεσμένη στο πάτωμα της σκηνής, τσίριζε από τα γέλια και δεν είχε δυνάμεις να σηκωθεί ούτε στα τέσσερα...

Η Βέρα πετάχτηκε έξω από τη σάλα ασθμαίνοντας από τη βαριά μυρωδιά, που είχε καταλάβει τον αέρα και κατευθύνθηκε στο ασανσέρ.

-----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

Η Ντίνα (Ιλίνιντσνα) Ρούμπινα, Ρωσίδα με εβραϊκές ρίζες, γεννήθηκε στην Τασκένδη του Ουζμπεκιστάν της Σοσιαλιστικής Σοβιετικής Δημοκρατίας το 1953.

Είναι κόρη του ζωγράφου Ίλγια Νταβίντοβιτς Ρούμπιν από το Χάρκοβο της Ουκρανίας και της ιστορικού Ρίτα Αλεξάντροβνα Ζουκόφσκι από την Παλτάβα. Η μητέρα της οδηγήθηκε στα μετόπισθεν στα δεκαεπτά της στη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, ενώ ο πατέρας, επιστρέφοντας από τον πόλεμο, εγκαταστάθηκε στους γονείς του που είχαν και αυτοί οδηγηθεί στην Τασκένδη. Οι γονείς της την ονόμασαν Ντίνα προς τιμή της Ντιάνα Ντάρμπιν, ηθοποιού και τραγουδίστριας που μεσουρανούσε στο Χόλιγουντ τη δεκαετία του 1940.

Σπούδασε μουσική στο κονσερβατουάρ της Τασκένδης απ’ όπου αποφοίτησε το 1977 και στη συνέχεια δίδαξε στο Ινστιτούτο Πολιτισμού της πόλης.

Στο τέλος του 1990 εγκαταστάθηκε μαζί με όλη της την οικογένεια, ανιόντες και κατιόντες, στο Ισραήλ με άδεια μόνιμης εγκατάστασης.

Είναι πολυγραφότατη, έχει μεταφραστεί σε περισσότερες από 30 γλώσσες και έχει τιμηθεί με βραβεία:

 

—Από το Υπουργείο Πολιτισμού του Ουζμπεκιστάν για τη μουσική κωμωδία το Θαυμαστό ντέφι που έγραψε μαζί με τον ποιητή Ρούντολφ Μπαρίνσκι στα τέλη της δεκαετίας 1970 στην Τασκένδη, με στοιχεία από ουζμπέκικους λαϊκούς μύθους.

 

—Βραβείο της Ένωσης Συγγραφέων του Ισραήλ για το μυθιστόρημα Ιδού έρχεται ο Μεσσίας!

 

—Ρωσικό βραβείο «Μπαλσάγια Κνίγκα», 2007 για το μυθιστόρημα Στη φωτεινή πλευρά του δρόμου.