Ο κ. Μοναξιάμου Υπερθετικός

ο κ. Μοναξιάμου Yπερθετικός φορά μαύρη ρεντιγκότα όταν βγαίνει. του αρέσουν οι απόμεροι δρόμοι του Τόκυο, μετά τις δύο τα μεσάνυχτα. 
δεν έχει πάθη, πλην ενός: του φανταστικού σκύλου του, ράτσας Ακίτα. 
κατά τις διαδρομές, του ομιλεί ψιθυριστά. χειρονομεί σαν να απευθύνεται σε άνθρωπο. ο σκύλος δεν φοράει αλυσίδα, αλλά φίμωτρο. μυρίζει τα πεζοδρόμια επίμονα και αργοπορεί. 
κάποτε ακολούθησε ένα κόκκινο κιμονό. ο κ. Μοναξιάμου Υπερθετικός πήγαινε πειθήνια πίσω του. το κόκκινο κιμονό έφτασε ως την θάλασσα. ρίχτηκε στην παραλία. ο σκύλος κάθισε δίπλα του, ο άνδρας επίσης. και οι δύο ακαριαία ερωτευμένοι

είχε πανσέληνο.

-ποιος είναι ο κύριος; ρώτησε το κιμονό

-εγώ, είπε ο σκύλος και, ανορθώθηκε στα δύο του πόδια. ο κ. Μοναξιάμου Υπερθετικός σύρθηκε στα τέσσερα. το κιμονό γέλασε. ζήτησε από τον άνδρα να γαβγίσει, από το ζώο να μιλήσει.
ο άντρας, γάβγισε χαρούμενα. σήκωσε το δεξί του πόδι ενουρώντας έναν γιουνίπερο της άμμου. ο σκύλος εξανέστη.
όταν, ο κ. Μοναξιάμου Υπερθετικός, δάγκωσε το πόδι του κιμονό, το ζώο, έβγαλε με τα ποδόχερα του το φίμωτρο και το πέρασε στον άντρα.
-Μοναξιάμου, είπε αυστηρά το ακίτα, μην είσαι ανάγωγος στις κυρίες-φαντάσματα με ωραίες καμπύλες, δαγκώνουμε και ενουρούμε μονάχα χαμερπείς, τυράννους ή σπασμένα κόκαλα - απομεινάρια αγάπης.