Το τσαγιερό (Чайник)

Το τσαγιερό δεν μ’ αγαπάει.

Με τα θαμπά μπρούτζινα μάτια του με κατασκοπεύει όλη μέρα από τη γωνιά του.

Το πρωί, όταν το βάζω στο μάτι, κάπως συνέρχεται. Αρχίζει να βράζει, αγανακτεί, φτύνει από χαρά ατμό και ζεματιστό νερό, χοροπηδάει και βροντάει· τότε, όμως, εγώ σβήνω το μάτι, ζεματάω το τσάι και η διασκέδαση τελειώνει.

Έρχεται ο Πετρόβιτς.[1] Ακουμπάει στη ντουλάπα με τον ώμο.

-Πάλι καθυστερείς την πληρωμή -λέει.

Αυτές οι δυσάρεστες λέξεις μένουν μετέωρες στον αέρα ανάμεσα στο τσαγιερό, εμένα και τον Πετρόβιτς.

Η αντίδραση του τσαγιερού μού φαίνεται ακατανόητη. Του αρέσουν αυτές οι λέξεις ή όχι; Με ποιον είναι; Μ’ εμένα ή τον Πετρόβιτς;

-Εδώ και καιρό καθυστερείς την πληρωμή -λέει.

Το τσαγιερό μού ρίχνει ένα ψυχρό βλέμμα και γίνεται απόμακρο. Δεν είναι με τον Πετρόβιτς, αλλά δεν είναι και με μένα. Δεν ανησυχεί από τα λόγια που κρέμονται στον αέρα. Σκοτίστηκε για τις δυσκολίες μου. Και χωρίς εμένα θα επιβιώσει.

-Πότε θα πληρώσεις; -ρωτάει ο Πετρόβιτς.

-Καταλαβαίνεις, -του εξηγώ- δεν με αγαπάει το τσαγιερό.

-Ποιος είπες; Αυτός που ήρθε χθες; Γιατί φωνάζατε;

-Το τσαγιερό, Πετρόβιτς, Αυτό που είναι εδώ. Αυτό εδώ, το μπρούτζινο.

-Και εγώ, σκέφτηκα, γιατί φωνάζουν; Ίσως έφεραν λεφτά. Άντε, σκέφτηκα, θα πάω. Είναι ώρα να πληρώσει για το δωμάτιο.

 -Έχω παράξενες σχέσεις μαζί του, πολύ τεταμένες –παραπονιέμαι στον Πετρόβιτς. Συνέχεια με ακολουθεί, διεκδικεί, θέλει να βράζει χωρίς σταματημό. Κι εγώ δεν μπορώ, κατάλαβέ το! Υπάρχουν κι άλλες δουλειές.

-Περίσσεψε σαλάμι! -λέει με έκπληξη ο Πετρόβιτς, κοιτάζοντας στο τραπέζι. Δεν το μάζεψες το βράδυ; Μέχρι τις δυο φωνάζατε! Κι εγώ σκέφτηκα μπας και σφαχτούν!

Ανάβω το μάτι και αμέσως το τσαγιερό αρχίζει να μιλάει ένρινα.

-Τώρα ακούς; Ακούς; Περίμενε, τώρα θα δεις! -λέω εγώ.

Ο Πετρόβιτς δεν με ακούει. Ακούει με προσοχή την εσωτερική φωνή του. Κι αυτή του λέει:

«Τι ν’ ακούσω; Βαρέθηκα! Πλήρωσε ή φύγε!»

Το τσαγιερό σωπαίνει, παρατάει τα ένρινα και ανόητα και κατσουφιάζοντας  αφουγκράζεται την κουβέντα μας.

Στου Πετρόβιτς νοικιάζω μια γωνιά που έχει μερικές γωνιές: τη γωνία που κάθομαι εγώ, τη γωνία με τις μπογιές, τη γωνία με το τσαγιερό, τη γωνία με τη ντουλάπα, και τώρα να και ο Πετρόβιτς με την εσωτερική του φωνή, που εύκολα γίνεται εξωτερική:

 -Για σαλάμι λεφτά έχεις; Λουκάνικα, ψωμί, κουλτουροσυζήτηση, φωνάζατε μέχρι τις τέσσερις το πρωί! Κι εμάς μας αφήνετε απλήρωτους με το έτσι θέλω!

Γιατί δεν μιλάει το τσαγιερό; Προσποιείται ότι ακόμα δεν έφτασε σε βρασμό.

-Σωπαίνει, -εξηγώ στον Πετρόβιτς. –Επίτηδες σωπαίνει, κρύβεται. Και θα σωπαίνει για πολύ, έτσι είναι ο χαρακτήρας του.

-Πρόσεξε, θα το κάνουμε σαν την προηγούμενη φορά -λέει με σημασία ο Πετρόβιτς.

Μα τι αντοχή έχει το τσαγιερό μου! Το ηλεκτρικό μάτι πύρωσε, όμως αυτό επίτηδες δεν βράζει, σφίγγει τα δόντια, υπομένει και ακούει. Ούτε μια σταλίτσα ατμού δεν ξεφεύγει από τη μύτη του, ούτε ψιθύρισμα, ούτε γουργούρισμα δεν ακούγεται κάτω από το καπάκι.

Όμως την προηγούμενη φορά έγινε πολύ άσχημα. Για καθυστερημένη πληρωμή τριών μηνών, ο Πετρόβιτς πέταξε τους καμβάδες και τους πίνακές μου στην αυλή, έφτιαξε μ’ αυτούς ένα σωρό και τους έκαψε. Οι καμβάδες, λένε, καίγονται δύσκολα και ειδικά δεν καιγόταν η νεκρή φύση με το τσαγιερό, επειδή είχα τόσο πολύ «κολλήσει» με το επίχρισμα της βάσης από άμμο και κοπανισμένο τούβλο! Ο Πετρόβιτς, όμως, τον έβγαλε από τη φωτιά, για να μην εμποδίζει το κάψιμο των χαρτιών. Τσουρουφλισμένος και θρηνώντας, παράδερνα στην πόλη και δεν ήξερα τι να κάνω. Μία ήταν η διέξοδος· να σκοτώσω τον Πετρόβιτς.

-Τι συμβαίνει με το τσαγιερό σου; Γιατί δεν βράζει; -λέει ο Πετρόβιτς.

 Τα νεύρα του τσαγιερού είναι τσιτωμένα στο έπακρο, βγάζει αργά μέσα από το λεπτό στόμιό του ένα χαμηλότατο, σαν το βούισμα της σφήκας, ήχο.

Απομακρύνομαι. Ξέρω ότι δεν πρέπει να ανακατεύομαι με το τσαγιερό μου, δεν έχει φρένο. Μπορεί να φτάσει στα άκρα.

-Ή μήπως παράκαψε το μάτι; -λέει ο Πετρόβιτς και πλησιάζει στο τσαγιερό.

-Πρόσεχε, -λέω. -Το νου σου!

Ο Πετρόβιτς τραβάει το χέρι αλλά είναι αργά.

Το καπάκι πετάγεται από το τσαγιερό. Καυτές τουλούμπες ατμού  και κάμποσο νερό πετάγεται πάνω του. Ουρλιάζει τυφλωμένος, ορμάει στην κουζίνα και χώνει το κεφάλι του κάτω από τη βρύση.

Το τσαγερό γίνεται χαρούμενο, φτύνει προς όλες τις πλευρές, χοροπηδάει, αναπηδάει και βροντάει νικηφόρα.

Φυσικά, θα πρέπει να σβήσω το μάτι, να κάτσω να σκεφτώ πώς θα ζήσω παραπέρα. Το πώς θα ζήσω είναι άγνωστο, αλλά το τσαγιερό σίγουρα θα το αφήσω να βράζει.

Μετάφραση: Ελένη Κατσιώλη

 

 

Γιούρι Ιοσίφοβιτς Κοβάλ (Μόσχα 1938-1995). Σπούδασε φιλολογία στο παιδαγωγικό Ινστιτούτο. Εργάστηκε ως  δάσκαλος στην επαρχία. Το τσαγιερό είναι δείγμα της ειρωνικής πρωτοπορίας που σ’ αυτήν ενυπάρχει η πραγματικότητα, η κοινωνικότητα, η ευχαρίστηση και η ψυχολογία. 

 

 

[1] Η προσφώνηση  μόνο με το πατρώνυμο είναι αγένεια ή και αδιαφορία.