Απόσπασμα απο το υπό έκδοση μυθιστόρημα “ Η Αχμάτοβα στον καθρέφτη μου”

«Πείτε μου, ποια είναι τα χρώματα της αγαπημένης μου Ρωσίας σήμερα»;

«Αχ, Άννα, το ξέρετε πως τα χρώματα αλλάζουν με το πέρασμα του χρόνου αλλά και με το πεπρωμένο της χώρας.

Μαζί με το χαμένο λευκό της νεότητας, ξεθώριασε το επαναστατικό κόκκινο της φωτιάς, θα έλεγα παγκόσμια. Οι αποχρώσεις παντού σκουραίνουν προς το μενεξεδί της δύσης και των προδομένων ονείρων.

Έχετε γράψει κάπου πως στην πραγματικότητα κανείς δεν ξέρει σε ποια εποχή ζει. Δεν ξέρατε, για παράδειγμα, πως στην αρχή της δεκαετίας του 1910 ζούσατε στις παραμονές του πρώτου ευρωπαϊκού πολέμου και της Οκτωβριανής επανάστασης.

Σήμερα, ακόμη πιο έντονο είναι αυτό το συναίσθημα. Είμαστε οι άνθρωποι του άχρωμου αιώνα. Του αιώνα όπου τίποτα δεν είναι αδύνατο να συμβεί. Ειλικρινά, δεν ξέρω ποια είναι τα χαρακτηριστικά μας και πόση σημασία έχει σε ποιόν αιώνα ζούμε. Εσείς γράψατε τα πάντα, ακόμη και χωρίς να γράψετε αυτοβιογραφία. Τώρα, η όποια βιογραφία θαρρώ πως θα ήταν κουραστική. Έχω την εντύπωση ότι δεν είναι μακριά ο καιρός που οι άνθρωποι θα επικοινωνούν με νεύματα. Από κούραση. Ζούμε όλοι μας πολύ περισσότερο από όσο αντέχουμε. Η μνήμη τρελαίνεται συχνά, παίζοντας μακάβρια παιχνίδια με τις σκιές του παρελθόντος που εισχωρούν στο παρόν και σκοτεινιάζουν το μέλλον. Οι μυρουδιές ανακατεύονται σε μια παγκόσμια μπόχα. Οι λέξεις έχουν κατακλύσει το σύμπαν. Τα περισσότερα συμβαίνουν πίσω από τις λέξεις. Μόνο που τώρα οι λέξεις δεν σβήνονται με τίποτε. Σαν λιπαροί λεκέδες βρωμίζουν τις καθαρές επιφάνειες των λευκών σελίδων.

Το χρώμα της δικής σας Ρωσίας σήμερα, θα έλεγα ότι μοιάζει με χρώμα ξεθωριασμένης ταπετσαρίας γεμάτης μουτζούρες. Στις αποκάτω στρώσεις υπάρχουν το λευκό, το φλογισμένο κόκκινο, το μαύρο. Ακόμα και το γκρι. Όλα σκεπάστηκαν από την τελευταία, ακαθόριστου χρώματος στρώση.

Πέρα από τα χρώματα όμως, υπάρχουν οι ήχοι. Οι ήχοι της δικής σας γλώσσας που με σημάδεψε σε νεαρή ηλικία, της γλώσσας που όταν την άκουγα σε ξένη χώρα μου διαπερνούσε την ψυχή, έχουν τώρα κατακλύσει το σύμπαν. Σε κάθε γωνιά του πλανήτη, ξεχύθηκαν οι άνθρωποι που γυρεύουν να δοκιμάσουν τις μικρές χαρές της «ελευθερίας». Ελεύθεροι να ανακατεύονται εύκολα με τον παγκόσμιο πολτό. Τι θα έλεγε άραγε τώρα ο Αλεξάντερ Μπλοκ για τους χαμένους ήχους; Θα τους αναπολούσε ή θα σιωπούσε; Θα μπορούσε να ονειρεύεται, κλείνοντας τα αυτιά του και τα μάτια του ή απλώς θα έπαυε να ψάχνει κάποιο ιδιαίτερο νόημα ύπαρξης μέσα στις τσακισμένες ψυχές, τις μπερδεμένες ζωές των συμπατριωτών του;

Είμαι σίγουρη ότι ούτε η πλουσιότερη φαντασία δεν θα μπορούσε να συλλάβει αυτή την εξέλιξη. Μια εξέλιξη, όπου, η καμπάνα που χτυπά ανάμεσα στα στήθη, έχει πάψει να ηχεί. Και που το μόνο που περιμένουν οι άνθρωποι είναι κάποιο ταχυδακτυλουργικό κόλπο που θα έλυνε τα προβλήματά τους.

Δεν ξέρω πως τα άκουσε όλα αυτά η Άννα. Για μια στιγμή μου φάνηκε πως το κεφάλι της έγειρε στην ράχη της φθαρμένης της πολυθρόνας και πως ένας ύπνος, σαν του βρέφους, την οδήγησε μακριά μου. Από το ανοιχτό παράθυρο έμπαινε ένας ήλιος μέσα από τα κλαδιά της αμυγδαλιάς που άνθιζε στην αυλή μου. Μικρά, άσπρα ανθάκια ήταν απλωμένα στο στήθος και στα γόνατά της. Εκείνη την ώρα με κατέκλυσαν παράξενα συναισθήματα. Από την μια σκεφτόμουν ότι δεν είχα την ικανότητα να της περιγράψω με ακρίβεια, όλα όσα συνέβαιναν. Αν το είχα καταφέρει, σίγουρα εκείνη θα μου έδινε τη δύναμη να αντιμετωπίσω όλη αυτή την βαρβαρότητα που με τύλιγε από παντού. Ίσως οι λέξεις μου της είχαν προκαλέσει κόπωση. Από την άλλη, ήμουν υποχρεωμένη να παραδεχτώ πως όλοι, ακόμη και η ποιήτριά μου, έχουν το δικαίωμα να κοιμηθούν όταν το θελήσουν. Αυτή η τελευταία σκέψη μου με ησύχασε κάπως. Ίσως ήταν μια ευκαιρία να αντιληφθώ πως θα έπρεπε να την κάνω συχνότερα. Κάτι σαν επιείκεια προς τις συμπεριφορές των ανθρώπων. Υπάρχουν εποχές που οι άνθρωποι, εξουθενωμένοι από τις άσκοπες διαδρομές τους έχουν ανάγκη από έναν γαλήνιο, δίχως όνειρα ύπνο.