Ο Σίγκμουντ στο καφέ

Ο Πελέβιν γεννήθηκε το 1962 στη Μόσχα. Τελείωσε το Ινστιτούτο Ενέργειας και σπούδασε στο Ινστιτούτο Λογοτεχνίας. Εργάσθηκε ως μηχανικός και δημοσιογράφος.

Το ύφος του διηγήματος αυτής της πρώιμης περιόδου το συναντάμε  και στα έργα η «Ζωή των Εντόμων», «ο Ερημίτης και ο Εξαδάκτυλος» η «Νίκα». Μεταγενέστερα έργα του είναι το «Γαλάζιο Φανάρι», «Όμον Ρα», «Generation П» κ.ά. Έχει μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες. Ζει στη Μόσχα.

Στα κείμενα του Πελέβιν υπάρχουν όλα τα βασικά χαρακτηριστικά του μεταμοντερνισμού: σύνδεση με άλλα κείμενα της λογοτεχνίας, παιχνίδια με τον αναγνώστη, σκανδαλιστικές πράξεις, αυτοανάλυση του ήρωα, γλωσσικά παιχνίδια.

Ο αναγνώστης γρήγορα καταλαβαίνει ότι πρόκειται για μια φροϋδική ερμηνεία σκηνών από την καθημερινή ζωή.

Το διήγημα έχει μια ειρωνεία για τη θεωρία του Φρόιντ περί  διάχυτης σεξουαλικότητας.

Από την ανθολογία И.И. Яценко: Русская «нетрадиционная» проза конца ХХ века», Санкт-Петербург, «Златоуст» 2004 (Ρωσική αντισυμβατική πεζογραφία του τέλους του 20ου αι., Αγία Πετρούπολη, εκδόσεις Ζλαταούστ 2004).

Μετάφραση από τα ρωσικά: Ελένη Κατσιώλη. 

 

 

Ο Σίγκμουντ στο καφέ

(Зигмунд в кафе)

 

Στα λεία πέτρινα πρόσωπα αυτών των ειδώλων συχνά κρύβονται λαβύρινθοι ρωγμών και σχισμών που πάνω τους κάθονται διάφορα είδη πουλιών.

 Τζότζεφ Λέβεντερ «Το νησί του Πάσχα»

 

Στη Βιέννη, απ’ όσο θυμόταν, ούτε μια φορά δεν είχε τόσο κρύο χειμώνα. Κάθε φορά που άνοιγε η πόρτα του καφέ και έμπαινε μέσα ένα κύμα κρύου αέρα, μαζευότανε λιγάκι. Για μακρύ χρονικό διάστημα κανείς δεν εμφανιζόταν και τότε ο Σίγκμουντ προλάβαινε να λαγοκοιμηθεί για λίγο, να όμως που χτύπησε πάλι η πόρτα κι αυτός σήκωσε το κεφάλι.

Στο καφέ μπήκαν δύο καινούργιοι πελάτες. Ένας κύριος με φαβορίτες και μια κυρία με φουσκωτό χτένισμα. Η κυρία κρατούσε στα χέρια μια μακριά μυτερή ομπρέλα. Ο κύριος κρατούσε ένα μικρό γυναικείο τσαντάκι, ρελιασμένο με γυαλιστερή γούνα, λιγάκι υγρό από τις λειωμένες νιφάδες.

Σταμάτησαν στην κρεμάστρα κι άρχισαν να ξεντύνονται. Ο άντρας έβγαλε το αδιάβροχο, το κρέμασε στο άγκιστρο και μετά προσπάθησε να γαντζώσει το καπέλο του σε ένα από τα ξύλινα κουκουναρόσχημα κρεμαστάρια που προεξείχαν από τον τοίχο, πάνω από την κρεμάστρα, αλλά αστόχησε και το καπέλο πηδώντας από τα χέρια του έπεσε στο πάτωμα. Ο άνδρας κάτι μουρμούρισε, σήκωσε το καπέλο, το κρέμασε παρόλα αυτά στο κρεμαστάρι, άρχισε να πηγαινοέρχεται με αδημονία πίσω από την πλάτη της κυρίας και τη βοήθησε να βγάλει τη γούνα. Απελευθερωμένη η κυρία τού γέλασε με ευγνωμοσύνη, πήρε το τσαντάκι και ξαφνικά στο πρόσωπό της εμφανίστηκε μια στενάχωρη γκριμάτσα επειδή το κούμπωμά του ήταν ανοιχτό και μέσα ήταν γεμάτο χιόνι. Η κυρία λίκνισε επιτιμητικά το σινιόν, ο άνδρας σήκωσε με αμηχανία τα χέρια με τα βελούδινα μανίκια ψηλά, τίναξε το χιόνι στο πάτωμα κι έκλεισε το κούμπωμα. Μετά η κυρία κρέμασε το τσαντάκι στον ώμο, τοποθέτησε την ομπρέλα στη γωνία, για κάποιο λόγο με το χερούλι ανάποδα, πήρε αγκαζέ τον συνοδό της και μπήκε μαζί του στην αίθουσα.

Αχά! -είπε σιγά ο Σίγκμουντ και κούνησε το κεφάλι.

Ανάμεσα στον τοίχο και στον πάγκο του μπαρ, κοντά στο τραπεζάκι προς το οποίο κατευθυνόντουσαν ο κύριος με τις φαβορίτες και η ντάμα του, υπήρχε μια μικρή άδεια γωνίτσα, όπου απασχολούνταν με κάτι τα παιδιά της ιδιοκτήτριας, ένα αγοράκι οκτώ χρονών με φαρδύ λευκό πουλόβερ γεμάτο ρόμβους και ένα κοριτσάκι, λίγο μικρότερο, με σκούρο φόρεμα και μάλλινο ριγέ κολάν. Κοντά τους, στο πάτωμα, βρισκόταν μια μισοφουσκωμένη λαστιχένια μπάλα.

Τα παιδιά συμπεριφέρονταν εξαιρετικά ήσυχα. Το αγόρι ασχολιόταν με ένα βουνό από μεγάλους κύβους με χρωματιστές ζωγραφιές στις επιφάνειες· έχτιζε με αυτά ένα σπίτι με αρκετά περίεργη φόρμα, με ένα άνοιγμα στον μπροστινό τοίχο. Το κτίσμα συνεχώς κατέρρεε γιατί το άνοιγμα ήταν πολύ φαρδύ και οι απάνω κύβοι γκρεμίζονταν μεταξύ των πλαϊνών ανοιγμάτων. Κάθε φορά που σκορπίζονταν οι κύβοι, το αγόρι σκάλιζε για λίγο λυπημένα τη μύτη με το βρώμικο δάχτυλό του και μετά ξανάρχιζε το χτίσιμο. Το κορίτσι καθόταν απέναντι, κατάχαμα, και χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρακολουθούσε τον αδελφό της, ενώ παράλληλα ασχολιόταν με ένα βουναλάκι νομίσματα που πότε-πότε τα άπλωνε στο πάτωμα ενώ άλλοτε τα μάζευε σε ένα σωρό και τα έχωνε από κάτω της. Σύντομα βαρέθηκε αυτή την ασχολία, άφησε τα ψιλά στην ησυχία τους, έγειρε στη γωνία, άρπαξε από το πόδι την πλησιέστερη καρέκλα, την έσυρε κοντά της κι άρχισε να τη σέρνει στο πάτωμα σπρώχνοντας ελαφρά τη μπάλα με τα πόδια της καρέκλας. Κάποια στιγμή το χτύπημα ήταν πολύ δυνατό, η μπάλα κύλησε στη γωνιά του αγοριού και το ασταθές οικοδόμημα γκρεμίστηκε στο πάτωμα, ακριβώς τη στιγμή που ετοιμαζόταν να στήσει τον τελευταίο κύβο στην κορυφή του, στις πλευρές του οποίου ήταν ζωγραφισμένο ένα κλαράκι με πορτοκάλια και ένας πυροσβεστικός σταθμός. Το αγόρι έσκυψε το κεφάλι και με τις μπουνιές του απείλησε την αδελφή του η οποία σε απάντηση άνοιξε το στόμα της και του έβγαλε τη γλώσσα· την κρατούσε βγαλμένη τόση πολλή ώρα που σίγουρα θα μπορούσαν να τη δουν σε όλες της τις λεπτομέρειες.

-Αχά! -είπε ο Σίγκμουντ και μετέφερε το βλέμμα του στον άνδρα με τις φαβορίτες και στη ντάμα του.

Τους είχαν ήδη φέρει μεζέδες. Ο κύριος ρουφούσε στρείδια, ανοίγοντας με σιγουριά το όστρακο τους με ένα μικρό ασημένιο μαχαίρι και έλεγε κάτι στη συνταξιδιώτισσά του που χαμογελούσε, έγνεφε και κατεύθυνε στο στόμα της μανιτάρια· τσιμπούσε το καθένα από το πιάτο με ένα διχαλωτό πιρούνι και το παρατηρούσε προσεκτικά πριν να το βουτήξει στην πηχτή κίτρινη σάλτσα. Μετά ο κύριος τσουγκρίζοντας το λαιμό του μπουκαλιού με τα χείλη του ποτηριού έβαλε μέσα λευκό κρασί, το ήπιε και μετά έφερε κοντά του ένα πιάτο σούπα.

Ο σερβιτόρος πλησίασε το τραπέζι και ακούμπησε ένα πιάτο με ένα μακρουλό τηγανιτό ψάρι.

Ρίχνοντας ματιές στο ψάρι, η κυρία χτύπησε ξαφνικά την παλάμη στο κούτελο και άρχισε να λέει κάτι στο συνοδό της. Εκείνος σήκωσε σ’ αυτήν τα μάτια, την άκουσε με προσοχή για κάμποση ώρα και μόρφασε με δυσπιστία, μετά ήπιε ένα ποτήρι κρασί ακόμα και άρχισε να βάζει προσεκτικά στην κωνική κόκκινη πίπα, που κρατούσε ανάμεσα στον μικρό και στο παράμεσο, ένα τσιγάρο.

-Αχά! -είπε ο Σίγκμουντ και κάρφωσε το βλέμμα του στη μακρινή γωνία της αίθουσας, εκεί που βρισκόταν το γραφείο της ιδιοκτήτριας και ο γεροδεμένος κοντός σερβιτόρος.

Ήταν σκοτεινά εκεί, για την ακρίβεια πιο σκοτεινά από τις υπόλοιπες γωνιές· από το ταβάνι κρεμόταν μια μικρή καμένη λάμπα. Η ιδιοκτήτρια κοίταγε προς τα πάνω ακουμπώντας τα γεμάτα χέρια της στη μέση και, εξαιτίας αυτής της πόζας και της ποδιάς με τα χρωματιστά ζιγκ-ζάγκ, έμοιαζε με πιθάρι. Ο σερβιτόρος είχε φέρει ήδη μια ψηλή σκάλα που τώρα βρισκόταν κοντά στο άδειο τραπέζι. Η ιδιοκτήτρια έλεγξε αν στεκόταν σταθερά, έξυσε σκεπτικά το κεφάλι και κάτι είπε στο σερβιτόρο. Αυτός στράφηκε, πλησίασε τον πάγκο του μπαρ, πήγε από πίσω, έσκυψε και για λίγο δεν φαινόταν καθόλου. Μετά ξανασηκώθηκε και έδειξε στην ιδιοκτήτρια κάποιο μεγάλο γυαλιστερό αντικείμενο. Η ιδιοκτήτρια έγνεψε ζωηρά και ο σερβιτόρος στράφηκε προς αυτήν κρατώντας τον φακό που βρήκε, στο σηκωμένο χέρι. Το άπλωσε προς την ιδιοκτήτρια, αλλά αυτή κούνησε αρνητικά το κεφάλι κι έδειξε με το δάχτυλο στο πάτωμα.

Εκεί, δίπλα στο άδειο τραπεζάκι, ήταν ένα μεγάλο τετράγωνο καπάκι. Έμενε σχεδόν απαρατήρητο και, παρόλο που ήταν απομίμηση παρκέ όπως και όλο το υπόλοιπο πάτωμα, μπορούσες να μαντέψεις την ύπαρξή του μόνο από μια διπλή μπορντούρα λεπτού χαλκού, που έτεμνε τα πολύπλοκα σχέδια του παρκέ, και από έναν χάλκινο κρίκο που ήταν μπηγμένος στο ξύλο.

Σηκώνοντας προσεκτικά τα μπατζάκια του, ο σερβιτόρος έκανε βαθύ κάθισμα, καταπιάστηκε με τον κρίκο και με ένα δυνατό τράβηγμα άνοιξε το καπάκι. Η ιδιοκτήτρια μόρφασε λιγάκι και ταλαντεύτηκε από το ένα πόδι στο άλλο. Ο σερβιτόρος την κοίταζε ερωτηματικά, αυτή του έγνεψε πάλι θετικά και αυτός χώθηκε μέσα. Προφανώς, υπήρχε κάτω από το πάτωμα μια μικρή σκάλα, γιατί βυθίστηκε στο βάθος του μαύρου τετραγώνου με μικρές απότομες κινήσεις, κάθε μια από τις οποίες αντιστοιχούσε σε ένα αόρατο σκαλί. Στην αρχή κρατούσε μόνος του το καπάκι, αλλά, όταν κατέβηκε αρκετά βαθιά, η ιδιοκτήτρια πήγε να τον βοηθήσει. Σκύβοντας προς τα μπρος, το κρατούσε με τα δυο της χέρια κι είχε καρφώσει το βλέμμα στη σκοτεινή τρύπα, όπου είχε εξαφανιστεί ο υπάλληλός της.

Μετά από καμπόσο το άσπρο σακάκι του σερβιτόρου, υπερβολικά λερωμένο πια από αράχνες και σκόνη, ξαναεμφανίστηκε πάνω από την επιφάνεια του πατώματος. Ενώ πεταγόταν έξω, έκλεισε αποφασιστικά το καπάκι και προχώρησε προς τη φορητή σκάλα, αλλά η ιδιοκτήτρια τον σταμάτησε με μια κίνηση και τον διέταξε να γυρίσει την πλάτη. Τινάζοντας με επιμέλεια το σακάκι, του πήρε τη λάμπα, φύσηξε το γυαλί της και το σκούπισε μερικές φορές με τη παλάμη της απαλά. Βαδίζοντας προς τη σκάλα, έβαλε το πόδι της στο κάτω σκαλοπάτι, περίμενε τον σερβιτόρο να την κρατήσει σταθερά από το πλάι και σκαρφάλωσε επάνω.

Η καμένη λάμπα ήταν μέσα σε ένα στενό γυάλινο φωτιστικό, κρεμασμένο με μακρύ κορδόνι, και έτσι που δεν χρειαζόταν να ανέβει πολύ. Ανεβαίνοντας πέντε-έξι σκαλοπάτια, η ιδιοκτήτρια έχωσε το χέρι μέσα στο καπέλο και προσπάθησε να ξεβιδώσει τη λάμπα, αλλά αυτή ήταν βιδωμένη πάρα πολύ σφιχτά και το καπέλο περιστράφηκε μαζί με το κορδόνι. Τότε έβαλε την καινούργια λάμπα στο στόμα, έσφιξε προσεκτικά με τα χείλια τη μεταλλική της βάση, σήκωσε το άλλο χέρι κι έπιασε την άκρη του φωτιστικού. Μετά από αυτό όλα έγιναν γρηγορότερα. Ξεβιδώνοντας την καμένη λάμπα, την έχωσε στην τσέπη της ποδιάς της και άρχισε να βιδώνει την καινούργια.

Ο σερβιτόρος, που κρατούσε με τα δυνατά του χέρια τη σκάλα, μαγεύτηκε από τις κινήσεις των παχουλών χεριών της και γι’ αυτό που και που ξερογλειφόταν με την άκρη της γλώσσας. Ξαφνικά μέσα στο θαμπό καπέλο άναψε το φως, ο σερβιτόρος τρόμαξε, έκλεισε τα μάτια και για ένα δευτερόλεπτο χαλάρωσε το σφίξιμο. Η διπλή σκάλα άρχισε να ανοίγει, η ιδιοκτήτρια ξαφνιάστηκε, τίναξε τα χέρια και παραλίγο να πέσει στο πάτωμα, αλλά την τελευταία στιγμή ο σερβιτόρος πρόλαβε να συγκρατήσει τη σκάλα. Με ασύλληπτη ταχύτητα, πηδώντας τρία-τέσσερα σκαλοπάτια, άσπρη από τον τρόμο η ιδιοκτήτρια πήδηξε στο παρκέ και παγωμένη από το φόβο έπεσε στην αγκαλιά του υπαλλήλου.

-Αχά! Αχά! -είπε δυνατά ο Σίγκμουντ και κάρφωσε το βλέμμα του στο ζευγάρι πίσω από το τραπεζάκι.

Η κυρία με το σινιόν είχε ήδη φτάσει στο επιδόρπιο. Στο χέρι της κρατούσε ένα κορνέ με κρέμα που το δάγκωνε σιγά-σιγά στο πάνω μέρος κυκλικά. Όταν ο Σίγκμουντ ανασήκωσε σ’ αυτήν το βλέμμα του, η κυρία ετοιμαζόταν να δαγκώσει ένα κομμάτι πιο μεγάλο, χώνοντας το κορνέ στο στόμα και ενώ δάγκωνε τη λεπτή χρυσαφένια κόρα το πίεσε με τα δόντια και η παχύρρευστη νόστιμη άσπρη κρέμα άρχισε να τρέχει από τη μυτερή άκρη. Ο κύριος με τις φαβορίτες αντέδρασε αστραπιαία και το κομμάτι της κρέμας που απελευθερωνόταν από το γλυκό σαν γλώσσα φωτιάς, αντί να πέσει στο τραπεζομάντιλο, έπεσε στη χούφτα του. Η κυρία έσκασε στα γέλια.

Ο κύριος έφερε την παλάμη με το βουναλάκι της κρέμας στο στόμα του και έριξε μερικές γλυψιές, προξενώντας στη ντάμα του ένα ακόμα ξέσπασμα γέλιου που είχε ως αποτέλεσμα να μην επιχειρήσει καν να φάει το γλυκό της και να το πετάξει στο πιάτο με τα ψαροκόκαλα. Αφού έγλυψε την κρέμα ο κύριος, έπιασε το χέρι της κυρίας πάνω στο τραπέζι και το φίλησε τρυφερά, ενώ εκείνη σήκωσε μπροστά τους το ποτήρι με το χρυσαφένιο κρασί και ήπιε μερικές μικρές γουλιές. Μετά από αυτό ο κύριος άναψε άλλο ένα τσιγάρο, το έβαλε στη κωνική του πίπα, τράβηξε μερικές γρήγορες ρουφηξιές και άρχισε να φυσάει δαχτυλίδια.

Αναμφίβολα ήταν μεγάλος μάστορας αυτής της περίπλοκης τέχνης. Στην αρχή έβγαλε ένα μεγάλο γκριζογάλαζο δαχτυλίδι με κυματιστή περιφέρεια και μετά ένα μικρότερο, που πέρασε μέσα από το πρώτο και δεν το άγγιξε καθόλου. Διώχνοντας από μπροστά του τον καπνό, κατέστρεψε την κατασκευή και έβγαλε δύο καινούργια δαχτυλίδια, -αυτή την φορά στο ίδιο ακριβώς μέγεθος,- τα οποία αιωρούνταν το ένα πάνω από το άλλο σχηματίζοντας σχεδόν ένα κανονικό οχτάρι.

Η συνταξιδιώτισσά του παρατηρούσε με ενδιαφέρον αυτά που γινόντουσαν, μπήγοντας μηχανικά τη λεπτή οδοντογλυφίδα στο κεφάλι του ψαριού που βρισκόταν στο πιάτο.

Για άλλη μια φορά ο άνδρας, μαζεύοντας καπνό στα πνευμόνια του, έβγαλε δύο μακριές λουρίδες καπνού που πέρασαν η μία μέσα από το πάνω δαχτυλίδι και η άλλη από το κάτω, άγγιξαν η μία την άλλη και ενώθηκαν σε ένα θαμπογάλαζο σύννεφο. Η κυρία χειροκρότησε.

Αχά! -αναφώνησε ο Σίγκμουντ και ο κύριος έστριψε και τον έκοψε με ενδιαφέρον.

Ο Σίγκμουντ άρχισε πάλι να παρατηρεί τα παιδιά. Προφανώς, κάποιο από αυτά πρόλαβε να τρέξει για καινούργια παρτίδα παιχνιδιών –τώρα, εκτός από τους κύβους και τη μπάλα, βρίσκονταν απλωμένα γύρω τους κούκλες και άμορφα κομμάτια χρωματιστής πλαστελίνης. Το αγοράκι, όπως και πριν, καταγινόταν με τους κύβους, μόνο που τώρα δεν έχτιζε σπίτι αλλά ένα μικρό χαμηλό τείχος πάνω στο οποίο, σε ίσες αποστάσεις, έστεκαν μολυβένια στρατιωτάκια με μακριά κόκκινα φτερά.

Στο τείχος υπήρχαν μερικές διαβάσεις που κάθε μια τους την φρουρούσαν τρία στρατιωτάκια –ένα απέξω και δύο από μέσα. Ήταν ημικυκλικό και στο κέντρο της φραγμένης του έκτασης ήταν χτισμένη με προσοχή μια κατασκευή από τέσσερις κύβους που πάνω της ήταν τοποθετημένη η μπάλα χωρίς να ακουμπάει στο πάτωμα.

Το κοριτσάκι είχε γυρισμένη την πλάτη στον αδελφό του και δάγκωνε αφηρημένα την αχυρένια ουρά ενός μικρού βαλσαμωμένου καναρινιού.

Αχά! –φώναξε ανήσυχα ο Σίγκμουντ. –Αχά! Αχά! Αχά!

Εκείνη τη φορά τον κοίταξαν στα μάτια όχι μόνο ο κύριος με τις φαβορίτες (αυτός και η ντάμα του έστεκαν κάτω από την κρεμάστρα και ντύνονταν) αλλά και η ιδιοκτήτρια, που με ένα μακρύ μπαστούνι ίσιωνε τις κουρτίνες στα παράθυρα. Ο Σίγκμουντ μετέφερε το βλέμμα στην ιδιοκτήτρια και από την ιδιοκτήτρια στον τοίχο, όπου κρεμόντουσαν μερικοί πίνακες: ένα μπανάλ λιμάνι με φεγγάρι και φάρο, ένα άγριο τοπίο με μια μικρή χαράδρα ανάμεσα σε δύο λόφους και ακόμα ένας τεράστιος πίνακας -ακατανόητο πώς έφτασε εδώ αυτό το πρωτοποριακό καναβάτσο- ζωγραφισμένο με οπτική από ψηλά, σε δύο ανοιχτά πιάνα με ουρά που πάνω τους κείτονταν νεκροί ο Μπουνιουέλ και ο Σαλβαδόρ Νταλί, και οι δύο τους με περίεργα μακριά αυτιά.

Αχά! -Φώναξε με όλες του τις δυνάμεις ο Σίγκμουντ. Αχά! Αχά!! Αχά!!!

Τώρα πια τον κοίταζαν από όλες τις πλευρές –και όχι μόνο- τον παρατηρούσαν. Από τη μια πλευρά πλησίασε η ιδιοκτήτρια με το μακρύ μπαστούνι στο χέρι, από την άλλη ο κύριος με τις φαβορίτες που είχε στο χέρι το καπέλο. Το πρόσωπο της ιδιοκτήτριας ήταν, όπως πάντα, κατσουφιασμένο, αλλά το πρόσωπο του κυρίου, αντίθετα, φανέρωνε ζωηρό ενδιαφέρον και συγκίνηση. Τα πρόσωπα πλησίαζαν και σε μερικά δευτερόλεπτα του έκλεισαν όλη τη θέα, έτσι που ο Σίγκμουντ αισθάνθηκε άσχημα και για καλό και για κακό μαζεύτηκε σε ένα χνουδωτό μπαλάκι.

-Τι ωραίο παπαγάλο που έχετε, -είπε στην ιδιοκτήτρια ο κύριος με τις φαβορίτες. Και τι λέξεις ξέρει ακόμα;

-Πολλά και διάφορα, -απάντησε η ιδιοκτήτρια. Έλα, Σίγκμουντ, πες μας ακόμα κάτι.

Σήκωσε το χέρι και έχωσε την άκρη του χοντρού της δαχτύλου ανάμεσα στα σύρματα του κλουβιού.

-Μπράβο Σίγκμουντ, -είπε χαριτωμένα ο Σίγκμουντ και για καλό και για κακό, αφού μετακινήθηκε στο ξυλάκι στη πέρα γωνία του κλουβιού ξαναείπε- ο Σίγκμουντ είναι εξυπνάκιας.

-Εξυπνάκιας ξεξυπνάκιας, -είπε η ιδιοκτήτρια –το κλουβί σου όμως είναι γεμάτο βρωμιές. Δεν υπάρχει καθαρό μέρος πουθενά.

-Μην είσαστε τόσο σκληρή με το φτωχό το πλάσμα. Αφού αυτό το κλουβί είναι δικό του και όχι δικό σας, -είπε στρώνοντας τα μαλλιά του ο κύριος με τις φαβορίτες. –Αυτός μένει εκεί!

Αμέσως μετά, προφανώς, αισθάνθηκε άβολα, επειδή ένοιωσε ότι έπιασε συζήτηση με μια άξεστη ταβερνιάρισσα. Κάνοντας σκληρό και πέτρινο το πρόσωπο του, φόρεσε  το καπέλο και στράφηκε προς την πόρτα.