Βίλα Γκριμάλντι

Η ταμπέλα γράφει:

Καλώς ήλθατε στην Βίλα Γκριμάλντι*…

Όχι, όχι… στην Βίλα Των Γαρυφάλλων, γράφει. Πάνω της, είναι γερμένο ένα χεράκι κισσού, με πολλά βαθυπράσινα νυχάκια.

Περιέργως δεν υπάρχουν γαρύφαλλα.

Τα δωμάτια είναι ψηλοτάβανα, γυψοστόλιστες οι οροφές.

Κάθονται και, παρατηρούν την βροχή στα φύλλα των μπανανόδενδρων. Αλλά, γιατί το  φεγγάρι είναι άγριο;

Η γυναίκα, ακουμπά το αυτί της στο πάτωμα. Ακούει μακρινές ομιλίες από τα έγκατα. Το σπίτι δεν έχει υπόγειο. Λοιπόν τι;. Μένει έτσι γονυπετής στο έδαφος, σε στάση ζώου. Α κ ο ύ ει. Μικρούς βόγγους και λυγμούς. Από πολλά στόματα.

Είναι μόνη. Βάφει τα χείλη της, εμπρός στον καθρέφτη της παλαιάς ντουλάπας. Ήπιο δαμασκηνί. Προβάρει το φουστάνι με τα λιλά ανθάκια. Θαυμάζει τον εαυτό της.

Έρχεται μέσα από τον καθρέφτη. Βγάζει μία μικρή κραυγή έκπληξης. Ίσως και τρόμου.

Εκείνος την καθησυχάζει με τα χέρια. Είναι ωραίος.  Κάτι ψελλίζει.

Δεν τον φοβάται.

Ύστερα δεν υπάρχει. Περιδιαβαίνει τα δωμάτια.

– Ε, είναι Κ α ν ε ί ς εδώ;.

Κανείς.

Α λ λ ά, Θα ξαναγυρίσει. Τώρα θα κρατάει μία κίτρινη μαργαρίτα. Θα Φορά λευκό πουκάμισο, μαύρο παντελόνι και γιλέκο.

Από τα γόνατα και κάτω, λείπουν τα πόδια του. Περπατά στον αέρα. Της προσφέρει το λουλούδι και την φιλά απαλά στα χείλη.

Την παίρνει απ το χέρι και την οδηγεί. Τα χέρια του καίνε.

Μία εσωτερική σκάλα οδηγεί από τον καθρέφτη στο υπόγειο. Είναι μία σκάλα που, δεν υπάρχει-υπάρχει. Στον χώρο του απίθανου-πιθανού.

Ο χώρος στα θεμέλια, είναι περίπου σκοτεινός. Μία γαλάζια ομίχλη, καλύπτει γυναίκες και άντρες που κείτονται στο δάπεδο. Έχουν μία τραγική θλίψη στα κουρασμένα πρόσωπά τους. Από τα γόνατα και κάτω, λείπουν τα πόδια τους. Κι όμως, σε αόρατα άκρα σηκώνονται. Κάνουν έναν κύκλο γύρω της. Την ακουμπούν. Με καλοσύνη.

-Οι αχρείοι, λέει ο άντρας, μας ξάπλωναν στο χώμα και ακρωτηρίαζαν τα κάτω άκρα μας πατώντας μας με φορτηγά αυτοκίνητα.

Περνούν τις ώρες που λείπει ο άντρας της αγκαλιασμένοι.

Της λέει το όνομά του, αλλά δεν το συγκρατεί. Τον φωνάζει και κισσό, και φέγγαρο, και άλογο των ωρών, και κυνηγό πεταλούδων.

Ο άντρας της, αντιλαμβάνεται ότι κάτι συμβαίνει στην γυναίκα. Του ζητά να φύγει. Είναι βαθιά στεναχωρημένη για την απόφαση, αλλά, δεν θα μπορούσε να γίνει κάτι άλλο. Αυτός συναινεί, καθόλου οργισμένος, όμως με απέραντη θλίψη.

Φορά μακριά φορέματα και κατεβαίνει στην πόλη για τα απαραίτητα. Αν κάποιος…

Α ν κάποιος σηκώσει τα φουστάνια της,

Θ α  δ ε ι  π ω ς

Κάτω από τα γόνατα,

οι κνήμες λ ε ί π ο υ ν

Τα άκρα δέχονται τα περισσότερα φιλιά. Αν και αόρατα.

Αμφοτέρωθεν.