Μελλοντικές προοπτικές

Τώρα που η δύστυχη χώρα μας έφτασε στον πάτο της δυστυχίας και της  ντροπής, που μέσα του την έριξε η «μεγάλη κοινωνική επανάσταση», πολλοί από εμάς όλο και συχνότερα αρχίζουμε να έχουμε μια και μοναδική σκέψη.

Και αυτή η σκέψη είναι επίμονη.

Είναι σκοτεινή, ζοφερή, μένει στη συνείδηση και απαιτεί εξουσιαστικά μιαν απάντηση.

Είναι απλή: τι θα γίνει με μας στο μέλλον;

Η ύπαρξη αυτής της σκέψης είναι φυσική.

Εμείς, αναλύσαμε λεπτομερώς το πρόσφατο παρελθόν μας. Ω, μελετήσαμε πολύ καλά την κάθε στιγμή των δύο τελευταίων χρόνων. Πολλοί όχι μόνο μελέτησαν, αλλά και αναθεμάτισαν.

Το παρόν είναι μπροστά στα μάτια μας. Και είναι τέτοιο που κλείνουμε τα μάτια μας.

Για να μη βλέπουμε.

Μας μένει μόνο το μέλλον. Αινιγματικό και άγνωστο είναι το μέλλον.

Όντως: τι θα γίνει με μας;

Πρόσφατα έπρεπε να κοιτάξω αρκετά τεύχη ενός αγγλικού εικονογραφημένου περιοδικού.

Για πολύ ώρα, σαν μαγεμένος, κοίταζα τις θαυμαστά τραβηγμένες φωτογραφίες.

Και για πολύ, μα πολύ χρόνο σκεφτόμουν...

Ναι, η εικόνα ήταν σαφής!

Κολοσσιαίες μηχανές σε κολοσσιαία εργοστάσια, μέρα τη μέρα πυρετωδώς καταβροχθίζοντας κάρβουνο, βροντούν, κτυπούν, χύνουν  ρυάκια λιωμένου μετάλλου, σφυρηλατούν, επισκευάζουν, κατασκευάζουν...

Σφυρηλατούν τη δύναμη του κόσμου, αντικαθιστώντας τις μηχανές που μέχρι πρόσφατα, σπέρνοντας θάνατο και καταστροφή, σφυρηλάτησαν τη δύναμη της νίκης.

Στη Δύση, ο μεγάλος πόλεμος των μεγάλων λαών τελείωσε. Τώρα γλείφουν τις πληγές τους.

Φυσικά, θα ανακάμψουν, πολύ σύντομα θα ανακάμψουν!

Και στον καθένα που, εντέλει, ξεκαθάρισε στο μυαλό του, στον καθένα που δεν πιστεύει στο θλιβερό ντελίριο -πως η κακοήθης νόσος μας θα εξαπλωθεί στη Δύση και θα τη χτυπήσει- γίνεται σαφές ότι αυτή η ισχυρή ανάκαμψη της τιτάνιας εργασίας του κόσμου, θα εξυψώσει τις δυτικές χώρες σε μια απίστευτη παγκόσμια ανάπτυξη.

Κι εμείς;

Θα καθυστερήσουμε!

Εμείς θα καθυστερήσουμε τόσο πολύ, έτσι που, μάλλον, κανένας από τους σύγχρονους προφήτες δεν θα πει πότε, εντέλει, θα τους φτάσουμε κι αν θα τους φτάσουμε!

Επειδή είμαστε τιμωρημένοι.

Τώρα, είναι αδιανόητο για μας να δημιουργήσουμε. Μπροστά μας έχουμε ένα δύσκολο ζήτημα -να κατακτήσουμε, να πάρουμε πίσω τη δική μας γη.

Η πληρωμή έχει αρχίσει.

Οι ήρωες εθελοντές αρπάζουν από το χέρι του Τρότσκι σπιθαμή προς σπιθαμή τη ρωσική γη.

Και όλοι, μα όλοι -και αυτοί που άφοβα εκπληρώνουν το καθήκον τους και εκείνοι που είναι τώρα στριμωγμένοι στις παραμεθόριες πόλεις του νότου, και με πικρή αυταπάτη υποθέτουν ότι η υπόθεση της σωτηρίας της χώρας μπορεί να γίνει και χωρίς αυτούς, όλοι περιμένουν με λαχτάρα την απελευθέρωσή της.

Και θα την ελευθερώσουν.

Διότι δεν υπάρχει χώρα που να μην έχει ήρωες και είναι έγκλημα να σκεφτόμαστε ότι η πατρίδα πέθανε.

Θα χρειαστεί όμως πολύς αγώνας, πολύ χυμένο αίμα -επειδή πίσω από τη δαιμονική φιγούρα του Τρότσκι εξακολουθούν να εξοντώνουν με όπλα στα χέρια οι εξαπατημένοι από αυτόν τρελοί. Δεν θα υπάρχει ζωή, αλλά αγώνας μέχρι θανάτου.

Πρέπει να πολεμήσουμε.

Και ενώ εκεί, στη Δύση, θα χτυπούν οι μηχανές της δημιουργίας, εδώ σε μας, από άκρη σε άκρη, θα χτυπούν τα πολυβόλα.

Η τρέλα των δύο τελευταίων ετών μας ώθησε σε μια φοβερή πορεία χωρίς σταματημό, δεν υπάρχει ανάπαυλα. Αρχίσαμε να πίνουμε από το ποτήρι της τιμωρίας και θα το πιούμε μέχρι τέλους.

Εκεί, στη Δύση, θα λάμπουν αμέτρητα ηλεκτρικά φώτα, οι πιλότοι θα σχίζουν τον κατακτημένο ουρανό. Εκεί θα κατασκευάζουν, θα εξερευνούν, θα τυπώνουν, θα διδάσκονται...

Κι εμείς; Εμείς εδώ θα πολεμάμε.

Επειδή δεν υπάρχει καμία δύναμη που θα μπορούσε να το αλλάξει αυτό.

Θα κατακτήσουμε τις δικές μας πρωτεύουσες.

Θα τις κατακτήσουμε.

Οι Βρετανοί που θυμούνται πώς ραντίσαμε με αίμα τα πεδία των μαχών και πώς χτυπούσαμε τη Γερμανία απομακρύνοντας την από το Παρίσι, θα μας δώσουν με πίστωση επιπλέον χλαίνες και μπότες για να φτάσουμε σύντομα στη Μόσχα.

Κι εμείς θα φτάσουμε.

Οι εγκληματίες και οι τρελοί θα εκδιωχθούν, θα διασκορπιστούν, θα εξοντωθούν.

Και ο πόλεμος θα τελειώσει.

Στη συνέχεια, η ματωμένη και κατεστραμμένη χώρα θα αρχίσει να σηκώνεται... Αργά, γιατί είναι δύσκολο να σηκωθείς.

Εκείνοι που θα παραπονιούνται για «κόπωση», δυστυχώς, θα απογοητευθούν. Επειδή θα πρέπει να «κουραστούν» ακόμα περισσότερο.

Θα πρέπει να πληρώσεις για το παρελθόν με απίστευτη δουλειά και με σκληρή φτώχεια. Θα πληρώσεις και με την κυριολεκτική και με τη μεταφορική έννοια.

Θα πληρώσεις για τη φρενίτιδα των ημερών του Μαρτίου,[1] για τη φρενίτιδα των ημερών του Οκτωβρίου, για τους διάφορους προδότες, για τον εκμαυλισμό των εργατών, για το Μπρεστ,[2] για την αλόγιστη εκτύπωση χρημάτων στο νομισματοκοπείο... για τα πάντα!

Και θα πληρώσουμε.

Και μόνο όταν θα είναι πολύ αργά, θα αρχίσουμε και πάλι να δημιουργούμε κάτι για να αποκτήσουμε πλήρη δικαιώματα, ώστε να μας αφήσουν να μπούμε ξανά στις σάλες των Βερσαλλιών.

Ποιος θα δει αυτές τις φωτεινές ημέρες;

Εμείς;

Αχ όχι! Ίσως τα παιδιά μας, ίσως και τα εγγόνια, επειδή το εύρος της ιστορίας είναι μεγάλο και οι δεκαετίες μπορούν εύκολα να «θεωρηθούν» σαν χρόνος.

Εμείς, οι εκπρόσωποι της ατυχούς γενιάς, πεθαίνοντας σε βαθμό άθλιας πτώχευσης, θα αναγκαστούμε να πούμε στα παιδιά μας:

- Να πληρώνετε, να πληρώνετε τίμια και να θυμάστε αιώνια την κοινωνική επανάσταση!

 

Μετάφραση: Ελένη Κατσιώλη

 

Ο Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ (1891-1940) γεννήθηκε στην Ουκρανία και πολύ νέος μετακινήθηκε στη Ρωσία της τότε Σοβιετικής Ένωσης. Σπούδασε ιατρική, εμείς όμως τον γνωρίζουμε ως δραματουργό, σκηνοθέτη, ηθοποιός, συγγραφέα ακόμα και λιμπρετίστα.

Η επιφυλλίδα  δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα του Βόρειου Καυκάσου Γκρόζνι» στις 13 Νοεμβρίου 1919, με το εμφύλιο πόλεμο σε πλήρη εξέλιξη. Ο συγγραφέας που τρέφει εχθρικά συναισθήματα για την επανάσταση δεν το κρύβει. Τα γραπτά του έχουν έντονο και καυστικό χιούμορ.

 

 

[1] Αποπομπή του Τσάρου.

[2] Η συμφωνία του Μπρεστ-Λιτόφσκ με τους Γερμανούς για κατάπαυση του πολέμου.