Το Τραίνο

Κάθονται στην βεράντα του καινούριου σπιτιού. Ένα πάνσοφο φεγγάρι πλέει στο σταθερό νερό των ματιών τους. Βουτάει το υπέροχο κεφάλι του στο χρώμα.

Ο αέρας μυρίζει επτασφράγιστα μυστικά νυχτολούλουδων.

Ο άντρας, της λέει πόσο ευτυχισμένος είναι.  Ένας ψηλός ευκάλυπτος, φθάνει μέχρι το μπαλκόνι τους. Στο μέλλον, θα κάνει κόρτε στην μπουκεμβίλια. Οι ρίζες του, θα σκαρφαλώνουν μέσα από την γη στα ντουβάρια.

Για ένα φιλί

 Αριστερά της τριπλοκατοικίας, βρίσκεται ένα νεοκλασσικό κλειστό προς ώρας, που ανήκει στο Υπουργείο Πολιτισμού και, φιλοξενούσε κάποτε εκδηλώσεις περί τις τέχνες. Κατοικείται από ωραία, άκακα φαντάσματα τώρα. Δεν θορυβούν, μόνο, αγκαλιάζονται στην μοναξιά τούτου του κόσμου. Οι γείτονες-φαντάσματα, σκέπτονται να τους κάνουν ένα δώρο-έκπληξη. Όταν κοιμούνται, στέκονται από πάνω τους και τους κοιτούν. Τις νύκτες, το αγαπημένο τους λυκόσκυλο ξαπλώνει στα πόδια του κρεβατιού. Δείχνει θλιμμένο, δεν κοιμάται και οσμίζεται τον αέρα. Δέχεται χάδια που, δεν αναγνωρίζει από την μυρωδιά.

Και εκείνη την νύκτα, ωωωω…

Στο σαλόνι, από κάποιο αόρατο άνοιγμα, έχει εισέλθει ένα τραίνο. Άνθρωποι κατεβαίνουν, ενώ άλλοι επιβιβάζονται. Φωνές μπερδεύονται ανάμεσα στα αντίο και τα καλώς ήλθατε. Μία γυναίκα με μπλε βαλίτσα και λεοπάρ πανωφόρι, τους ρωτά που μπορεί να βρει ταξί. Μία άλλη, με κίτρινο μαντό και καπέλο, ρωτά που βρίσκεται η οδός Ζακ Πρεβέρ. Ένα κοριτσάκι, με κόκκινο παλτό, γαλάζια μάτια και μαύρες μπούκλες γυρεύει την μαμά του. Δεν μιλούν, παρά μόνον σφιχταγκαλιάζονται, τόσο, που τα σώματά τους πονούν.

Μία κοπέλα, από το Πουθενά βγαλμένη, ντυμένη με μαύρο μακρύ φόρεμα, πλησιάζει και, ρωτά που βρίσκεται το ζαχαροπλαστείο των Λωτοφάγων. Αμέσως μετά, γίνεται αέρας. Μία πορτοκαλί σκιά που, απομακρύνεται γελώντας, και χάνεται μέσα στον παλαιό κομό. Το άλλο πρωί, βρίσκουν και την γκρίζα ρεπούμπλικα.

-Είναι η ρεπούμπλικα του νεκρού πατέρα μου, λέει η γυναίκα.

Το επόμενο βράδυ, αναρωτούνται:

Θα περάσει απόψε το τραίνο;

Είναι, μία γυναίκα με γαλάζιο αδιάβροχο που πηγαινοέρχεται στο σαλόνι, κρατώντας μία μεγάλη μαύρη τσάντα. Καπνίζει.

-Τι θέλετε κυρία μου;, ψιθυρίζει ο άντρας, σκυφτός.

-Τι θέλω;… μα περιμένω το τραίνο.

Περιμένει το τραίνο για άλλο σκοπό. Για να ριχτεί από μία φανταστική γέφυρα εμπρός του. Η φανταστική γέφυρα, δεν προλαβαίνει να συγκροτηθεί. Η γυναίκα επείγεται. Και οι δύο ταυτόχρονα, χυμούν επάνω της και την κτυπούν, την σπρώχνουν προς το μπαλκόνι. Θα την ικανοποιήσουν. Όπως πέφτει τα μαλλιά της ανοίγουν σε αλεξίπτωτο. Πίσω τους στέκεται ένας γέρος με γενειάδα. Τα ρούχα του είναι του περασμένου αιώνα. Κρατά μία βαλίτσα και μία αρχαία ομπρέλα. Περιμένει, λέει.  Ξεκουμπώνει το παντελόνι του και, ενουρεί στην γλάστρα με το μπονζάι.

Είναι ήδη ντυμένοι, με τις βαλίτσες τους έτοιμες.

Είναι αποφασισμένοι για το τ α ξ ε ί δ ι.

Αλλά το τραίνο δ ε ν  έρχεται.

Τα επόμενα βράδια θα είναι μαρτυρικά.

Γιατί, ποιος ξέρει

Πότε ξ α ν ά

Θα περάσει

Το οίκαδε τραίνο;. .