Ρητορική και Εκπαίδευση Ενώνοντας τις χειρονομίες του σώματος με τη γραφή

Η ρητορική είτε ως μάθημα, είτε ως παιχνίδι ή αγώνας, αποβλέπει στη χρήση της γλώσσας. Νοήματα και ερμηνείες χρησιμοποιούνται σε διάφορες μορφές, ως μονόλογος, διάλογος, επιχειρήματα, μεταφορές ή ρητορικά σχήματα και σημαίνουν τον δημόσιο χαρακτήρα της γλώσσας καθώς και το πολιτικό της περιεχόμενο. Η ρητορική μπορεί να είναι η δυνατότητα άσκησης μιας ορθολογικής επικοινωνίας με επιχειρήματα, όπως στην περίπτωση του Habermas ή του Rawls, η οποία να διορθώνεται στις αποκλίσεις της προς τα ατομικά συμφέροντα, ή τεχνικές επικοινωνίας, οι οποίες διαμεσολαβούν γλωσσικά το περιεχόμενο της επικοινωνίας στα πλαίσια του διαλόγου. Ή μπορεί να είναι η ατέλειωτη στρατιά μεταφορών του Nietzsche με το όνομα της αλήθειας, τα ίδια τα ρητορικά σχήματα τα οποία πετυχαίνουν την πειθώ χωρίς προκείμενες και συμπεράσματα. 

Οι μετασχηματιστικές διαδικασίες  της μετάβασης από την προφορική δημοσιότητα στη γραπτή έχουν ως αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων, την διεύρυνση της ρητορικής με την ερμηνευτική. Η σύγχρονη συζήτηση για τη ρητορική αφορά τις σχέσεις φιλοσοφίας, λογικής και λογοτεχνίας στα πλαίσια του μεταμοντερνισμού, το πρόβλημα της αλήθειας, την ειρωνεία, τη θεωρία του επιχειρήματος, την σαγήνη, την ανάλυση λόγου, τη γυναικεία γραφή και το δοκίμιο ως είδος γραφής προσανατολισμένου στην πειθώ. Ένα παράδειγμα είναι αυτό του Peter Szondi, ο οποίος, βασισμένος στους ερμηνευτικούς κανόνες του Schleiermacher και στην μετατόπιση της ευθύνης από την ερμηνευτική στη ρητορική, γράφει πως «η λειτουργία της μεθόδου των παράλληλων χωρίων στηρίζεται στην υπόθεση ότι κάθε κείμενο ανταποκρίνεται στην απαίτηση της ρητορικής με βάση την οποία μια λέξη δεν πρέπει να έχει δύο διαφορετικές σημασίες μέσα στα ίδια τα συμφραζόμενα και κάθε νέα νοηματική ενότητα  θα πρέπει πάντοτε να δηλώνει καινούρια συμφραζόμενα».[1] Αυτό παράδοξα, σε μια εποχή εκπνοής της ρητορικής, είναι ένα πρόβλημα ερμηνείας. Η συνέχεια της ερμηνευτικής παράδοσης από τον Dilthey γίνεται με το φιλόδοξο εγχείρημα της μεθοδολογικής διάκρισης των επιστημών σε φυσικές και επιστήμες του πνεύματος. Ο μαρξισμός με χαρακτηριστικό παράδειγμα τον Volosinov, στάθηκε κριτικός στην ερμηνευτική, κυρίως για τις σχέσεις ψυχολογίας και γλώσσας, στα πλαίσια της διαμάχης ιδεαλισμού και διαλεκτικού υλισμού. Για τον  Volosinov η λέξη είχε τα χαρακτηριστικά της ιδεολογίας, η οποία προηγείται κάθε ψυχολογίας και εμφανίζεται πάντα γεμάτη από κοινωνικά περιεχόμενα. Συνέχεια αυτού είναι η κριτική που ασκεί στη προτεραιότητα της γραπτής γλώσσας που εγκαινίασε η γλωσσολογία και η προτίμηση της προφορικής ομιλίας για τον ορισμό της γλώσσας στη βάση της ενεργητικής συμμετοχής για την πρόσληψή της.

Την ρητορική αντικαθιστά ή διαδέχεται η ερμηνευτική των κειμένων. Το ερμηνευτικό εγχείρημα, στα πλαίσια της κατανόησης και της τιθάσευσης του νοήματος στα πλαίσια των σχέσεων μέρους και όλου, βασίζεται στην υπαγωγή του ιδιαίτερου  στο γενικό, στο πέρασμα από την κανονιστικότητα στις εφαρμογές, από το γενικό στο συγκεκριμένο, καθώς σύμφωνα με τον Kant της Κριτικής της Κριτικής Δύναμης, δεν υπάρχουν κανόνες για την λογική χρήση των κανόνων. Για τον Kant η ρητορική είναι ένα παιχνίδι αντίστοιχο με το παιχνίδι της κριτικής δύναμης ανάμεσα στην διάνοια και την φαντασία Η σύνδεση της ρητορικής με την ερμηνευτική γίνεται στο σημείο, σύμφωνα με τον Gadamer, όπου «μπορεί κανείς να μιλάει για τα πάντα και πρέπει να κατανοεί όλα όσα λέγονται».[2]  Υλική προϋπόθεση της ρητορικής είναι η πολιτική, με την έννοια του πεδίου εκδίπλωσης και  της ιστορικής καταβολής της ρητορικής στην αθηναϊκή δημοκρατία αλλά και της στόχευσης στην πράξη.

Σύμφωνα με τον Gadamer, στα πλαίσια μιας αριστοτελικής προβληματικής, «αυτό που επιδιώκεται τόσο από τον πραγματικό διαλεκτικό ρήτορα όσο και από τον πολιτικό, αλλά και κατά την διαμόρφωση της προσωπικής ζωής είναι το «καλό» κι αυτό δεν έχει την μορφή ενός «έργου», κατασκευαζόμενου μέσω του ποιείν, αλλά είναι πράξη και ευπραξία (δηλαδή «ενέργεια»)».[3]  Η διαφορά ποιητικής και πράξης έγκειται στο γεγονός ότι η πρώτη αντιστοιχεί στην τεχνική και η δεύτερη στην ηθική. Η επιστημολογία της ρητορικής αναφέρεται και στις δυο  χωρίς να αποκλείει κάποια. Η ρητορική, η ερμηνευτική και η πολιτική θέτουν το ζήτημα της θεωρίας, της πράξης,  του τρόπου της σύνδεσής τους, της σύνεσης, της φρόνησης και του αγαθού ως τελικού σκοπού. Επιστημολογικά προβλήματα της ρητορικής είναι ο χαρακτήρας της, αν είναι τέχνη ή επιστήμη και η προνομιακή σχέση της είτε με την λογική, είτε με την ποιητική. Η ερμηνευτική μεταξύ άλλων θέτει το πρόβλημα του συγγραφέα και της ανάγνωσης. Ιδιαίτερη εφαρμογή αυτής της προβληματικής είναι η αντιμετώπιση του λογοτεχνικού κειμένου από τον αναγνώστη είτε σαν στρατηγική πειθούς από τον συγγραφέα είτε ως αισθητική πρόσληψη με στοιχεία ποιητικής και λογικής. Η θεωρία της πρόσληψης, η φιλοσοφική ερμηνευτική και η κριτική ερμηνευτική με τις φαινομενολογικές απολήξεις του Ricoeur απαντούν σε ένα τέτοιο πρόβλημα, με την πρωτοκαθεδρία της ποιητικής έναντι της ρητορικής, με το έργο το οποίο ολοκληρώνεται και αποκτά συνοχή από τον αναγνώστη και με την συγχώνευση των οριζόντων συγγραφέα και αναγνώστη με το κοινό κάθε φορά της εποχής.    

Κείμενα που αντιπροσωπεύουν αυτή την προβληματική είναι, μεταξύ άλλων ο Επιτάφιος του Περικλή του Θουκυδίδη, οι πλατωνικοί διάλογοι  Γοργίας και Φαίδρος, η Ρητορική και η Ποιητική του Αριστοτέλη, στα πλαίσια του αθηναϊκού παραδείγματος της πόλις. Στα χρόνια της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας που ακολούθησαν η ρητορική εξασκείται σύμφωνα  με τους κανόνες της  ποιητικής. Κείμενα που αντιπροσωπεύουν αυτή την περίοδο είναι το Περί Ύψους του Λογγίνου και το Περί Ύφους του Δημητρίου.  Παράλληλα στα βυζαντινά χρόνια οι Τρεις Ιεράρχες και οι θρησκευτικές διαφορές του σχίσματος επαναπροσδιόρισαν σε Ανατολή και Δύση την ρητορική, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα στην Δύση τις Εξομολογήσεις του Αυγουστίνου. Το αποκορύφωμα αυτής της στροφής της ρητορικής στα μορφικά και ποιητικά στοιχεία ταυτίζεται με την ευγλωττία [eloquentia] και αντιπροσωπευτικό παράδειγμα μετατόπισης της ρητορικής σε ευγλωττία  είναι η Ευγλωττία της κοινής γλώσσας του Δάντη, όπου τίθεται το ζήτημα της λαϊκής γλώσσας η οποία  θα απασχολήσει την νεωτερικότητα. Αν στον ρομαντισμό του 18ου αιώνα  έχει ήδη συμβεί η ταύτιση της γλώσσας με το λαό και το κράτος στα μεσαιωνικά χρόνια του Δάντη σώζεται το σύγχρονο πολιτικό καθήκον το οποίο μας προτείνει ο Agamben, το οποίο δεν είναι άλλο από τη διάρρηξη της αλυσίδας γλώσσα - γραμματική - κράτος.[4]

Και τι σημαίνουν αυτά για την εκπαίδευση; Μπορούμε να επικαλεστούμε πως η ρητορική σήμερα είναι ο λόγος του αδύναμου ή του χωρίς φωνή; Μπορούμε να βρίσκουμε τη φωνή (ή τις φωνές και τις αποσιωπήσεις)  του κειμένου; Μπορούμε να κάνουμε τα παιδιά πάσχοντες του λόγου που ζουν την δυνατότητα να γίνουν υποκείμενα; Μπορούμε να είμαστε πολυφωνικοί όπως στον Μπαχτίν; Η παράδοση του Αριστοτέλη μπορεί να μας κάνει να επιτρέψουμε στην πόλη, το θέατρο, τη δημοκρατία και τη φιλοσοφία; Μπορούμε να έχουμε, μαζί με το δημοκρατικό σχολείο, τις συνελεύσεις, την παιδαγωγική Freinet, το τυπογραφείο και τις εφημερίδες, τη φιλοσοφία με τα παιδιά, το θέατρο του καταπιεσμένου, την αρχιτεκτονική, την ενεργή πολιτειότητα και τις σχέσεις της παιδαγωγικής με τα κοινωνικά κινήματα και την επιστροφή της ρητορικής, έτσι ώστε στα σχολεία να δημιουργούμε αυτή την αλληλογραφία που απουσιάζει, το κοινό που μετέχει; Μπορούμε να ενώσουμε τα χέρια με τον νου; Μπορεί να επιστρέψει το σώμα στην εκπαίδευση ενωμένο με το νου και την  καρδιά, την χειρονομία και την κίνηση, προκειμένου η φωνή και η γραφή να δοκιμάσουν μια νέα σχέση; Μπορεί να επιστρέψει η ηδονή και η απόλαυση πάλι στην στοματική περιοχή, αυτό που αποκαλούσαμε κάποτε λόγο; Αυτά είναι μόνο κάποια ερωτήματα που μπορούν να τεθούν. Και αν καταφέρουμε να γίνουν ζητήματα τότε μας περιμένει μια ατέλειωτη φλυαρία. Αυτή μπορεί να είναι ο προπομπός μιας ατέλειωτης διακίνησης ιδεών με την πίστη πως ότι τεκμαίρεται σήμερα ως χειραφέτηση μπορούμε με την ιστορία να το δουλέψουμε για να το κάνουμε καθολικό.

 

 

[1] Peter Szondi, «Περί φιλολογικής γνώσεως», μετάφραση Στέλλα Νικολούδη, περιοδικό Λόγου Χάριν, τχ.2, Άνοιξη 1991, σελ.94.

[2] Hanς - Georg Gadamer, Ο  Λόγος στην εποχή της επιστήμης, μετάφραση Λευτέρης Αναγνώστου, Νήσος, Αθήνα 1997, σελ.130.

[3] Ό.π, σελ.134.

[4] Giorgio Agamben, Οι γλώσσες και οι λαοί, μετάφραση Παναγιώτης Καλαμαράς, Ελευθεριακή Κουλτούρα, Αθήνα 2004.