Το δίχρωμο μάτι

Ένας λεκές από καφέ, τι άλλο. Κι άλλος. Δυο λεκέδες στην σκέψη μου δεμένοι. Σφιχτά. Επάλληλες αράδες από σκούρα καφέ σημεία ενώ πίνουμε καφέ στο πατάρι του Λούμη. Είπες πως με περίμενες προχθές, αλλά έκοψες τη φράση στη μέση και δεν έδωσες συνέχεια. Ύστερα είπες για κείνη την γυναικεία φωνή που σου έκλεινε το τηλέφωνο. Ποιον καλούσες; Ένας καφές με επίδεσμο στο αριστερό μάτι. Πήγες να αγοράσεις ένα μάτι στο φαρμακείο, αφού κάπου παράπεσε το δικό σου. Σου είπαν πως τους τέλειωσαν. Τι χρώμα ήθελες, σε ρώτησε ο φαρμακοποιός. Δίχρωμο όπως τα παπούτσια σας, είπες. Το σημείωσε. Σε διαβεβαίωσε πως θα το έχει αύριο το απόγευμα στις επτά. Τώρα έχεις ένα λευκό επίδεσμο και κάτω απ' αυτόν μια άδεια κόγχη. Τώρα δε βλέπεις παρά μόνο τα πράγματα που βρίσκονται στα δεξιά σου. Αριστερά δε βλέπεις διόλου. Έπεσες πάνω σ' ένα στύλο, σ' ένα σκύλο, σε μια γυναίκα. Ο στύλος δεν είπε τίποτα. Ο σκύλος γρύλισε. Του φάνηκε πως τον έδερνες. Η γυναίκα σου έδωσε ένα χαστούκι. Ξεκόλλησε ο επίδεσμος και η κόγχη έμοιασε τρομαχτική- έτσι άδεια καθώς είναι. Τώρα θα σε συνοδεύσω εγώ ως το φαρμακείο, που πουλάνε μάτια, να πάρεις το δίχρωμο μάτι που παρήγγειλες.

Το ίδιο βράδυ κοίταγες αχόρταγα ένα γύρω. Άπληστα. Δεν έβλεπες δύο αλλά όλες τις διαστάσεις όπως τα πακέτα με τα χαρτομάντηλα δύο συν ένα δώρο. Έβγαλες ένα χαρτομάντηλο απ' την τσέπη σου και σκούπισες ένα δάκρυ.