Οι ελληνικές «Πολιτείες» της Τασκένδης

Θα πρέπει να πούμε ότι στην Τασκένδη ζούσαν Έλληνες πολύ πριν την εγκατάσταση των πολιτικών προσφύγων. Ήταν οι Έλληνες που ζούσαν στις ακτές της Μαύρης Θάλασσας από τις οποίες απελάθηκαν για την Κεντρική Ασία κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, με εντολή του Στάλιν. Οι «Έλληνες του Πόντου», σε αντίθεση με τους Έλληνες πολιτικούς πρόσφυγες, ήταν υπήκοοι της ΕΣΣΔ. Εξορισμένοι στην Κεντρική Ασία, εγκαταστάθηκαν σε χωριά της περιφέρειας της Τασκένδης και μετά από κάποιο χρονικό διάστημα μετακόμισαν στην πόλη. Όταν το 1991 το Ουζμπεκιστάν κήρυξε την ανεξαρτησία του, σχεδόν, όλοι έφυγαν για να εγκατασταθούν μόνιμα στην Ελλάδα.

Το άρθρο αυτό αφορά μόνο τους Έλληνες πολιτικούς πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν στην Τασκένδη το 1949.

Αρχικά, οι πολιτικοί πρόσφυγες τοποθετήθηκαν σε στρατόπεδα όπου παλιότερα στεγάζονταν κρατούμενοι και αιχμάλωτοι πολέμου. Οι συνθήκες διαβίωσης ήταν πολύ κακές και αυτό τους προκάλεσε δυσαρέσκεια. Ωστόσο, αργότερα, οι συνθήκες στέγασης βελτιώθηκαν.

 

Ο  Μιχαήλ Καλισέφσκι στο άρθρο του «Οι Σοβιετικοί Έλληνες: η τραγική οδύσσεια, 2ο μέρος» γράφει:

Στο Ουζμπεκιστάν, οι Έλληνες εγκαταστάθηκαν στα περίχωρα της Σαμαρκάνδης, της Κοκάνδης, του Άντιζαν, στην κοιλάδα της Φεργκάνα, καθώς και στην περιφέρεια της Τασκένδης. Μετά από μικρό χρονικό διάστημα, πολλοί, ειδικά όσοι είχαν «αστικά επαγγέλματα», άρχισαν να εγκαθίστανται στην Τασκένδη και σε άλλες ουζμπέκικες πόλεις, όπου βρήκαν απασχόληση στις υπηρεσίες και στο εμπόριο. Επιπλέον, οι Έλληνες ήταν φημισμένοι ως εξαιρετικοί ξυλουργοί, επιπλοποιοί και κτιστάδες, ειδικά σε εργασίες φινιρίσματος. Πάνω από 1.200 Έλληνες συμμετείχαν στις εργασίες για την ανάπτυξη της στέπας Γκαλόντναγια και αργότερα συνέβαλαν στην αποκατάσταση της Τασκένδης, μετά τον καταστροφικό σεισμό του 1966.

Το 1949, οι Έλληνες που έφτασαν στην ΕΣΣΔ αποτελούσαν μια εντελώς ιδιαίτερη κατηγορία. Ήταν 12.000 στρατιώτες, πολιτικοί πρόσφυγες από την Ελλάδα οι οποίοι, κατ’ αρχήν, θεωρούνταν εξόριστοι. Γεγονός ήταν ότι στην Ελλάδα από το 1946 έως το 1949 γινόταν εμφύλιος πόλεμος μεταξύ των οπαδών της μοναρχίας και του Κομμουνιστικού Δημοκρατικού Στρατού, στον οποίο έδωσαν γενναιόδωρη βοήθεια, ακόμα και στρατιωτική, η Σοβιετική Ένωση και η Γιουγκοσλαβία. Το 1949, οι μονάδες του Δ.Σ. ηττήθηκαν και στερήθηκαν την ενίσχυση της Γιουγκοσλαβίας επειδή ο Τίτο, που εκείνον τον καιρό είχε έρθει σε σύγκρουση με τον Στάλιν, σταμάτησε να υποστηρίζει τους φιλοσοβιετικούς αντάρτες. Στη διάρκεια του Σεπτεμβρίου του 1949 όλοι οι επιζήσαντες μαχητές του Δ.Σ. και τα μέλη των οικογενειών τους έφτασαν μέσω Αλβανίας στο Πότι[1] της Σοβιετικής Ένωσης και από εκεί μεταφέρθηκαν μυστικά στην Τασκένδη, όπου οργάνωσαν στα γρήγορα 23 «Πολιτείες».[2]

Οι «Πολιτείες» δεν διακρίνονταν για ιδιαίτερες ανέσεις, επειδή είχαν δημιουργηθεί σε χώρους πρώην στρατοπέδων κρατουμένων και αιχμαλώτων πολέμου, ωστόσο, η τοπική αστυνομία ανέφερε στη Μόσχα ότι οι Έλληνες «εκφράζουν την πλήρη ικανοποίησή τους για τις συνθήκες διαβίωσής τους, καθώς και για τη γεωγραφική θέση των οικισμών τους». Στην πραγματικότητα, όμως, η κατάσταση των πολιτικών προσφύγων δεν απείχε πολύ από την κατάσταση των αιχμαλώτων πολέμου. Γι’ αυτό, το 1949 μια ομάδα Ελλήνων ναυτικών, που παλαιότερα είχαν υπηρετήσει σε αμερικανικά, βρετανικά και γαλλικά σκάφη, αποπειράθηκαν να αποδράσουν από την Πολιτεία, για να φύγουν παράνομα στο εξωτερικό, να φτάσουν στον ΟΗΕ και να τον ενημερώσουν για την άσχημη κατάσταση στην οποία βρίσκονται οι Έλληνες πολιτικοί πρόσφυγες στην ΕΣΣΔ. Οι φυγάδες κατάφεραν να το σκάσουν από την «Πολιτεία», αλλά δεν μπόρεσαν να πάνε πολύ μακριά, τους συνέλαβαν στο χωριό Ντουρμέν. Για την περαιτέρω μοίρα των φυγάδων τίποτε δεν είναι γνωστό, αλλά είναι σαφές ότι δεν θα ήταν αξιοζήλευτη.

Για το ίδιο γεγονός στο λήμμα Αντικατασκοπεία. Μια ματιά εκ των έσω[3] αναφέρεται:

Στην αποικία των πολιτικών προσφύγων υπήρξε μία ομάδα Ελλήνων ναυτικών, που παλαιότερα είχαν υπηρετήσει σε αμερικανικά, βρετανικά και γαλλικά σκάφη. Κατά κανόνα, δεν έθιγαν πολιτικά ζητήματα, ασχολούνταν κυρίως για τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης. Ως εκ τούτου, όπως δήλωσε ο Φ., δεν θεωρούσαν απαραίτητο να μας πληροφορήσουν γι’ αυτούς. Συνέβη, όμως, το αναπάντεχο: οι αρχηγοί της ομάδας των ναυτικών, έπεισαν τους υπόλοιπους να το σκάσουν στο εξωτερικό και να φτάσουν στον ΟΗΕ για να δηλώσουν σε πόσο άσχημη κατάσταση βρίσκονται οι Έλληνες πολιτικοί πρόσφυγες στην ΕΣΣΔ, όπως πίστευαν οι Έλληνες ναυτικοί.

Σύμφωνα με τον πράκτορα Φ., ο οποίος βρισκόταν μεταξύ των ναυτικών, επιθυμία για απόδραση εξέφρασαν είκοσι τέσσερα άτομα. Εφοδιάστηκαν με όπλα, χάρτες, σχοινιά και άλλα είδη διέλευσης ποταμών και προετοιμάστηκαν για ταξίδι στην περιοχή Τερμέζ, όπου θα διέσχιζαν τον ποταμό Αμούρ Ντάρια για να περάσουν στο Αφγανιστάν.

Τελευταίο πράγμα που είπε ο Φ. είναι πως η ομάδα, εξοπλισμένη με όλα τα απαραίτητα εγκατέλειψε την ελληνική πολιτεία και συγκεντρώθηκε σε έναν άδειο στρατώνα στην περιοχή του χωριού Ντουρμέν,[4] από όπου την επόμενη θα έπαιρνε τον δρόμο της φυγής.

Με μια προσεκτική έρευνα βρήκαν ότι ο στρατώνας που τους ενδιέφερε βρισκόταν, περίπου, τριάντα μέτρα από τον επαρχιακό δρόμο, από τον οποίο περνούσαν λιγοστοί άνθρωποι και αυτοκίνητα που πήγαιναν στο κοντινό μικρό εργοστάσιο. Από την άλλη πλευρά του στρατώνα υπήρχε ένας γκρεμός στο βάθος του οποίου έρεε ένα βαθύ κανάλι. Στην είσοδο του στρατώνα υπήρχε ένας φρουρός για να τους προειδοποιήσει έγκαιρα, σε περίπτωση κινδύνου.

Πάρθηκε αμέσως απόφαση να συσταθεί ομάδα για να τους συλλάβει πριν βγουν από τον στρατώνα. Η δυνατότητα να τους αντισταθούν θα ήταν περιορισμένη, ειδικά εάν τους έπιαναν την αυγή στον ύπνο. Όμως τον φρουρό θα έπρεπε να τον αφοπλίσουν αθόρυβα.

Ολόκληρη τη νύχτα ετοιμάζονταν για την επιχείρηση της κατάληψης, αλλά πώς θα έπιαναν αθόρυβα τον φρουρό; Η τελική απόφαση ωρίμασε στον χώρο της κατάληψης, την αυγή.

Εκείνη την ώρα στο μικρό εργοστάσιο τελείωνε η βραδινή βάρδια. Καμιά εικοσαριά εργάτες, άνδρες και γυναίκες, που είχαν τελειώσει τη βάρδια τους, επέστρεφαν στα σπίτια τους που δεν ήταν μακριά από τον στρατώνα. Ο φρουρός δεν αντέδρασε καθόλου και, μάλιστα, βγήκε στον επαρχιακό δρόμο να ρωτήσει κάτι τους περαστικούς. Η απόφαση ωρίμασε αμέσως. Ο Γκενάντι Ντουράντιν και ο Βαλόντια Μπορτάσεβιτς «δανείστηκαν» από το εργοστάσιο δύο λαδωμένες φόρμες, «μουτζούρωσαν» ελαφρά τα πρόσωπά τους για να μοιάζουν με εργάτες που έχουν τελειώσει τη βάρδια τους και προχώρησαν προς τον στρατώνα. Σαν να συνέχιζαν την προηγούμενη συζήτηση, σταμάτησαν όχι πολύ μακριά από τον φρουρό, χωρίς να του δίνουν σημασία. Εκείνος τους παρακολουθούσε. Ο Γκενάντι και ο Βαλόντια, κατά τη διάρκεια της συνομιλίας, έβγαλαν τα τσιγάρα τους και άρχισαν να ψάχνουν για σπίρτα. Είτε σαν από την υγρασία, είτε για κάποιο άλλο λόγο, τάχα, δεν άναβαν και τότε ο ένας έκανε νόημα στον φρουρό δείχνοντάς του την αναμμένη φωτιά. Χωρίς να βιάζονται, συνεχίζοντας τη συζήτηση μεταξύ τους, τον πλησίασαν για ν’ ανάψουν τα τσιγάρα τους από τη φωτιά. Τα περαιτέρω, όπως συνήθιζαν να λένε εκείνη την εποχή, ήταν θέμα δεξιοτεχνίας. Μετά από δεκαπέντε δευτερόλεπτα ο φρουρός φιμώθηκε και με τα χέρια δεμένα πίσω βρισκόταν στο έδαφος, ενώ εμείς, η ομάδα δράσης, τρέξαμε αθόρυβα στα παράθυρα και στις πόρτες του στρατώνα, μπλοκάροντας στους φυγάδες την οδό διαφυγής.

Μεταξύ των κατασχεθέντων από τους ναύτες υπήρχε ένα γερμανικό παραμπέλουμ, ένα βελγικό πιστόλι, μερικά μαχαίρια, χάρτες με διαδρομές για το Αφγανιστάν, περίπου εξακόσια δολάρια ΗΠΑ τα οποία έπιανα για πρώτη φορά.

 

Παρόλα  αυτά, η απόπειρα απόδρασης, απ’ ό,τι φαίνεται, έπαιξε κάποιο ρόλο. Οι σοβιετικές αρχές έλαβαν μέτρα για να βελτιώσουν τη ζωή των πολιτικών προσφύγων και να εξασφαλίσουν την πολιτιστική τους ζωή. Τα παιδιά των πολιτικών προσφύγων φοιτούσαν στα κανονικά σχολεία της πόλης που βρίσκονταν κοντά στις «Ελληνικές Πολιτείες», αλλά για την ελληνική γλώσσα την οποία διδάσκονταν ξεχωριστά -οι υπόλοιποι μαθητές διδάσκονταν Ουζμπέκικα- πλήρωνε η ελληνική κοινότητα. Επιπλέον, οργανώθηκαν ειδικά μαθήματα για τους όχι και λίγους αναλφάβητους πρώην αντάρτες. Αντίθετα, το μεγαλύτερο μέρος των απελαθέντων Ποντίων στερήθηκε τη δυνατότητα να μάθει την ελληνική γλώσσα στα ρωσικά σχολεία, γεγονός που οδήγησε στην άγνοια της μητρικής γλώσσας ενός σημαντικού μέρους της Ποντιακής Νεολαίας.

Στην Τασκένδη, οι πολιτικοί πρόσφυγες εξέδιδαν την εφημερίδα «Προς τη Νίκη» που το 1959 ονομάστηκε «Νέος Δρόμος». Υπήρχε ελληνικό θέατρο, το μουσικό σύνολο «Μπουζούκι» που απέκτησε αργότερα φήμη σε ολόκληρη τη ΣΕ, καθώς και εθνικές ερασιτεχνικές καλλιτεχνικές ομάδες.

Οι πιο πολλές τοποθεσίες συμπαγούς διαβίωσης των Ελλήνων πολιτικών προσφύγων ήταν στην Τασκένδη. Ενδεικτικά, υπήρχαν, μερικά προκατασκευασμένα τετραώροφα κτήρια στο τρίτο τετράγωνο του Τσιλανζάρ, κατά μήκος του καναλιού Ανχόρ όπου τη δεκαετία του 1960 ζούσαν εκεί αποκλειστικά Έλληνες πολιτικοί πρόσφυγες. Ελληνικές «Πολιτείες» υπήρχαν, επίσης, στην περιοχή Μποντομζάρ καθώς και μια ακόμα μεγάλη γειτονιά κοντά στο κατάστημα «Σβετλάνα» και στον σταθμό του μετρό «Πλατεία Γκόρκι», που σήμερα ονομάζεται «Μπουγιούκ ιπάκ ιγιούλι / Μεγάλος δρόμος του Μεταξιού». Σε αυτή την περιοχή ζούσαν Έλληνες σε διώροφα κτήρια οκτώ διαμερισμάτων που είχαν χτίσει μόνοι τους, αφού πολλοί από αυτούς ήταν οικοδόμοι. Έλληνες ζούσαν και κατά μήκος της οδού «Σαράντα χρόνια Κομσομόλ» που ήταν επέκταση της Νιέφσκι όπως και σε πολλά άλλα σημεία.

μετάφραση από τα ρωσικά: Ελένη Κατσιώλη

 


[1] Παραθαλάσσια πόλη στον Νότο της Γεωργίας στην οποία έφτασαν ταξιδεύοντας μέσα σε αμπάρια από το Αιγαίο και τη Μαύρη Θάλασσα.

[2] Στην πραγματικότητα ήταν συνοικίες.

[3] https://www.e-reading.club/chapter.php/1003047/3/Udilov_Vadim_- _Zapiski_kontrrazvedchika.__Vzglyad_iznutri_.html

 

[4] Κοντά στα σύνορα του Αφγανιστάν.