Ιστορίες από το καφενείο – αστακομαρονάδα Μέρος Γ’ – Γαλλικά κι Ανατολίτικα παζάρια

Η Ασπασία απευθύνεται με αυστηρό κ συνάμα στοργικό ύφος στην κόρη της:

«Ca suffit, ma petite fille»  

Η Δάφνη, που έχει καβαλήσει την σοκαρισμένη, ξαφνιασμένη, αναστατωμένη και κοκκινισμένη Λεϊλά Γκιουζέλ,  κι είναι έτοιμη να την χαστουκίσει, σταματάει, γυρνάει προς τη μαμά της και της λέει με παράπονο:   

«Mais, maman, c'est une prostituée!»

Αλλά η Ασπασία Μάνου –  Αρχοντοπούλου δε σηκώνει μύγα στο σπαθί της. Σηκώνεται από το θρόνο της και με επιβλητικό ύφος διατάσει την κόρη της:

«Silence! Αrrête ce combat stupide, instantanément, Δαφνή!»

Η Δάφνη υπακούει απρόθυμα  στη διαταγή, αφήνει την Λεϊλά Γκιουζέλ και σηκώνεται όρθια…

Η Λεϊλά Γκιουζέλ σηκώνεται αμίλητη – και με κατεβασμένο το πρόσωπο –, ξαναφορά την μπούργκα της – για την ακρίβεια, την μαντίλα της – και τρέχει προς τον άντρα της

Ένώ καθόταν στη θέση της, ο ινδονήσιος επιχειρηματίας – φανερά αναστατωμένος – γυρνά προς το Μίκη Θεοδωράκη και του ψιθυρίζει:

«Πόσα κιλιάντες  γιούρω ντέλει Μίκη γκια να ντου αγκοράσω ζέγκζι γκυναίκα; Ντιακόσια κιλιάρικα είναι γκαλά;»

Γυρίζουμε στο καφενείο:

Ρωτάω, συγκλονισμένος από τις αποκαλύψεις, τον Μίκη;

«Και δε του έσπασες τα μούτρα»;

Ο Μίκης σκύβει το κεφάλι, ανάβει ένα τσιγάρο κι ύστερα με κοιτάει μ’ ένα ελαφριά ένοχο βλέμμα

Και μου λέει:

«Η αλήθεια είναι ότι το σκέφτηκα για λίγο…»

Και μετά,  γυρνώντας στον Εμμανουήλ:

«Αλλά δε μου πήγαινε να αποδεχτώ την ελκυστική αυτή προσφορά»

Εμμανουήλ:

«Και τι έκανες;»

Ξαναγυρίζουμε στη σαλοτραπεζαρία:

Ο Μίκης Θεοδωράκης σηκώνεται οργισμένος από την καρέκλα του, πιάνει από τον γιακά τον πανικοβλημένο και κατά –  ιδρωμένο ινδονήσιο επιχειρηματία, αφού πρώτα τον σηκώνει βιαία, και του φωνάζει, λυσσασμένα:

«Πως τολμάς,  ελεεινέ λαθροεπιχειρηματία να μου κάνεις μια τέτοια προσφορά;»

Και μετά – ταρακουνώντας τον:

«Μόνο διακόσια ψωροχιλιάρικα!» ….

Και:

«Για μια Δάφνη Αρχοντοπούλου!»….

Και

«Η Νταιζάρα μου κοστίζει πάνω από μισό εκατομμύριο!»

Ο Μίκης αντιλαμβάνεται ότι του έχει ξεφύγει η μαλακία και σταματά να ταρακουνάει τον Σουλτάν Μαλάκα

Η παγερή φωνή της Δάφνης Αρχοντοπούλου δεν αργεί ν’ ακουστεί:

«Προσφορά; Ποια προσφορά σου έκανε ο κος Μαλάκα, Μισέλ μου;»

Ο Μίκης γυρνάει να κοιτάξει τη Δάφνη, η οποία ήδη τον κοιτάει με δολοφονικό βλέμμα

Αποφασίζει να ξαναπάρει την κατάσταση στα χέρια του:

«Μου πρόσφερε διακόσια χιλιάρικα για να σε αγοράσει. Ο άθλιος ανατολίτης!»

Η Δάφνη αρχίζει να πλησιάζει αργά αλλά απειλητικά...

Κι όταν φτάνει σε απόσταση μερικών εκατοστών, ξαναρωτάει τον Μίκη

«Και συ τι του απάντησες;»

Ο Μίκης προσπαθεί να προσποιηθεί τον προσβεβλημένο:

«Αρνήθηκα, βέβαια!»

Η φωνή της Δάφνης αποκτάει μια δηλητηριώδη χροιά:

«Αρνήθηκες τα δύο κατοστάρικα… Αλλά θα το συζήταγες για πέντε…»

Και στο «δύο», και στο «πέντε» η Δάφνη χρησιμοποίησε τα δάκτυλα της: σήμα της νίκης και, ύστερα, μούντζα

Σε λίγο ακούγεται το πρώτο χαστούκι  

Κι ύστερα:

«Φτού σου, αισχρέ προαγωγέ! Νταβατζή!!»

Μια ροχάλα και μια γροθιά στο στομάχι

Ύστερα η Δάφνη κάνει μεταβολή και τρέχει, κλαίγοντας, στη αγκαλιά της μαμάς της

Και μετά ακούγεται η κλαμένη κι αγανακτισμένη φωνή της Λεϊλά Γκιουζέλ:

«Είσαι μπολύ μαλάκα, Μαλάκα. Μπολύ μαλάκα!»

Ο ταπεινωμένος Σουλτάν προσπαθεί να δικαιολογηθεί:

«Μπλάκα έκανε σε Μίγκη γκια να γκελάσουμε, baby»

Κι ύστερα ακούγεται και το δεύτερο χαστούκι:

Αυτή φορά το δίνει η Λεϊλά στον σύζυγο της, τον Μαλάκα…

Ακούγεται ο ήχος από ένα κουδουνάκι  κι ύστερα, η φωνή της Ασπασία Μάνου:

«Ισίδωρε! Ισίδωρε!!»

Η κυρά – Ασπασία καλούσε τον Μπάτλερ – και δεύτερο σύζυγο – της Ισίδωρο Βασιλείου….