Θα την ξαναδώ;

                                       Εφιάλτες, διωκτικοί μεσήλικες με ψαρά ή άσπρα γένια και ταυτόχρονα προστατευτικοί. Το κλαδί σ' ένα γκρεμό ασημοκαπνισμένο, η βίλα στο νησί δυο κυπαρίσσια που φράζουν τη θέα στην αριστερή πλευρά. Δεξιά θέα στη θάλασσα. Πράσινος κήπος. Δάσος που εκβάλλει στη θάλασσα. Βράχια κατάλληλα για να γκρεμιστεί κανείς. Στο υπνοδωμάτιο έρωτας που παραμύθια πλάθει. Ο βραχίονας της σφιχτά τυλιγμένος γύρω στο λαιμό μου. Νύχτα στο δωμάτιο, ένα φεγγάρι που κάθε νύχτα λιώνει. Το χέρι μου στο μηρό της, σαν να χυμάει η μέσα μου επιθυμία που έχει φτάσει στις άκρες των δαχτύλων εκεί που είναι ακουμπισμένες οι λέξεις και χυμούν  συνωθούμενες σαν επιβάτες λεωφορείου στο χαρτί για να εξασφαλίσουν θέση στη λευκή σελίδα. 

                                 Τα δάχτυλά της κρατούν μαχαίρι φωτισμένο από το φως της μέρας. Παίρνει πόζες, καθώς κόβει σελίδες σαν να ανοίγει δρόμο μέσα σε νεκρά φύλλα. Καθώς το νερό αφρίζει φοράει γυαλιά να δει τον περασμένο καιρό. Τα υπόγεια ρεύματα του Ιλισού κυλούν  μ 'ένα θόρυβο που δεν ακούγεται γιατί τον σκεπάζουν αδήριτα γεγονότα, επίγεια. Αθύρματα που κινούνται μανιακά μπρος στο χώρο με τις κερκίδες του σταδίου που συνδέει αγώνες και αγώνες, λεύκες ασάλευτες δεξιά κοιτώντας από την μπαλκονόπορτα. Σαν τις μνήμες και την νοσταλγία τους απαρασάλευτη. Νωρίς για αποδιοπομπαία αισθήματα καθώς σπρώχνω τη μεγάλη γυάλινη πόρτα και διηγούμαι την συνάντηση όπου η απαλάμη κρατά την παρειά μου και τα δάχτυλα φθάνουν στο ύψος της χωρίστρας που δεν διακρίνεται. Το κεφάλι ολόκληρο επάνω της, η γυναίκα που αποφεύγει το βλέμμα μου και τις ερωτήσεις μου, ενώ με αποχαιρετά λέγοντας καλή άνοιξη ενώ η λαβή του μαχαιριού της διατηρεί ακόμα την ζέστα του χεριού της από το πέος μου ορθωμένο που φυλακίζεται μέσα της, φουσκώνει ξαναορθώνεται και ένας πίδακας παχύρρευστου υγρού τινάζεται στις λέξεις της, που δεν βγαίνει πια παρά απ' τα μάτια της που με κοιτούν στενεμένα από την αγρύπνια και χορεύουν στο ύψος των δικών μου ζιγκ ζαγκ οριζόντια η κάθετα καθώς λικνιζόμαστε σε ένα χορό γεμάτο υποσχέσεις. 

                                  Λιανίζει ο ήλιος, επικεφαλής μιας μικρής αλυσίδας από δύο αρσενικούς ένα ακόμα ζευγάρι ένα παιδί και έντεκα γιους που χάθηκαν μαζί με τα ονόματά τους. Το χορτάρι από την άλλη μεριά της διελκυστίνδας, ένας μόνος του με τέσσερις πίσω του, την κάποτε Αντιγόνη, άλλοτε Ιφιγένεια, άλλοτε Ισμήνη που οδήγησε τον πατέρα στην Αιδηψό, ύστερα στον Κολωνό, στο τέλος στον θάνατο. Σχεδόν όλοι διπλοί εκτός του Βενιαμίν. Αυτός που δεν κρατά πια τόσο σφιχτά το σκοινί και δεν αγγίζει τα δάχτυλα του χεριού μου, που κοντεύει να ματώσει από τις χαρακιές της προσπάθειας και δύο χτυπήματα σαν τον άνεμο του οίστρου δεν ήρθαν ακόμη να ακουμπήσουν τις ράχες τους πλάι στο δωμάτιο με τα βιβλία. 

                        Σκέψεις στοιβάζονται στα πράσινα δέντρα, τα εντόσθια προσφέρονται θυσία όσο ο καπνός ανεβαίνει. Η μεγάλη πύλη του στρατοπέδου είναι αφύλακτη, ο θυρωρός, βλέπεις, απουσιάζει για λίγο από τα όνειρα και τα λόγια. Στα ερωτόλογα ασύστολος, στις μνήμες ευρηματικός, λουόμενος στις ηδονές, τις τύψεις αποφεύγοντας, τα ράκη των λέξεων προεκτείνοντας, τη φήμη διώκοντας, περιμένει αναμένοντας εννιά γαζίες στη σειρά ως τον αγώνα αυτόν τον τελευταίο παρατώντας τον στο όνειρο, στο βυθό των στεναγμών.        

                            Στις φωτογραφίες πίσω του το πρόσωπο, εικονίτσες μπρος από τις γυρισμένες ράχες των βιβλίων. Κάτω πευκοβελόνες που καρφώνουν τις πατούσες, του ενώ τα κίτρινα ανθάκια και τα κουκουνάρια περνάνε απ' τη γαλάζια οθόνη τη μόνη που πολλαπλασιάζει το πόθο της αναμονής που λαχανιάζει στ' αυτί της.

                            Ένας άντρας πίστομα σ' ανασκαμμένο δρόμο, σε έδαφος που φωτίζεται από φως ισόγειο. Τα φώτα σβήνουν. Γελά κοφτά. Μια κλωστή με τραβά πίσω της καθώς προπορεύεται, προφέροντας το όνομά του λατινικά με όνομα που αναβοσβήνει με τα μάτια πίσω από μαύρα μαλλιά κουνώντας το χέρι, απαγγέλοντας Όμηρο από μνήμης, κάθεται στα πόδια του φορώντας φούστα καρό μαύρη και άσπρη σαν σκακιέρα, φωτογραφίζοντας λεύκες στη σειρά, σαν ένα μέρος μια πανύψηλης θαρραλέας λεύκας. Χωρίς κανείς να αγγίξει τον διακόπτη το φως έσβησε σ' ολόκληρο το δρόμο, το μάγουλο του στα χαλίκια του δρόμου πριν στρώσουν την άσφαλτο. Το στόμα του ανοιχτό αρχίζει να γεμίζει κομματάκια φρέσκια ασφάλτου, αδειάζει από λέξεις και επιφωνήματα καθώς τον ζυγώνουν μαύρα μποτάκια οι παλάμες του ανεβαίνουν ως το ύψος των γυμνών ποδιών της. Ένα τενεκεδένιο κεσεδάκι κουδούνισε κέρματα. Το ροδαλό χέρι της κοπέλας το κουδούνισε . Πέρα δώθε. Εκεί την είδε. Εκεί είδε το πρόσωπό της. Πίσω από τον τροχό που ανεβοκατέβαζε παιδάκια, που μασούλαγαν με ανοιχτά στόματα , παιδάκια μόνα σκέφτηκε, η Μόλυ, η Μίλενα, η Ανθή, η Νάντια, η Αγνή. Την αυγή όμως με καμιά τους δεν έμοιαζε εκείνη. 

Άντε πάλι είπε. Πάντα κάποια, ένα πρόσωπο δύο μεγάλα μάτια, του χαμογελά, ύστερα στριφογυρίζει σαν κουρδισμένη μπαλαρίνα που το κεφάλι της αφήνεται να πέσει στους ώμους της. Ύστερα χάνεται, το φόρεμα θροΐζει, τη βλέπει, - όχι δεν είναι αυτή. Δεν είναι, θεέ μου, χάθηκε, θα την ξαναδεί;

Λυσσαλέα βόλτα στην προκυμαία, κόντρα σε άνεμο που κραύγαζε όχι στο τραγούδι της φυγής, όχι στον κόσμο των ονείρων, όχι σε λέξεις χωρίς κείμενο, όχι σε στίξη που στίφτηκε και χυμός δε βγήκε. Θα την ξαναδεί;