4 κορίτσια

Ντουέτα οι φίλες και οι άγνωστοι μεταξύ τους άνδρες μετά από έρωτα, ξεφυλλίζοντας σελίδες με φαρμάκι ακριβό και ένα φεγγάρι άξιο για να κρεμάσεις μάτια και μέλη γυμνά σ' ένα χορό σιωπηλό μιλώντας και καταπίνοντας ένα μπορντό και ένα λευκό σε ποτήρια γαλάζιας απόχρωσης στον πρώτο και τον τρίτο μήνα της Άνοιξης. Πίσω μας ξαπλωμένα αξεχώριστα το νησί μου και εγώ. Κάποτε ήμουν οργισμένος'', είπα. 

''Διάβασε μου ένα ποίημα''

''Ένα φεγγάρι πράσινο'' είπα μόνο 

''Και μετά δεν έχει μετά;'' ρώτησες

''Που λάμπει μεσ' την νύχτα τίποτα άλλο''

''Μια φωνή που γρικιέται μεσ' το σάλο''

του βαποριού που φεύγει τίποτα άλλο''

'''Και μόνο ένα παράπονο μεγάλο...''

''στα βάθη του μυαλού μου, τίποτ' άλλο''

Ξυπόλητος και οργισμένος ακόμα με τα πέλματά μου να γίνονται ένα  με τις πλάκες και τα πιόνια του επιδαπέδιου ζατρικίου. Ο βασιλιάς και η βασίλισσα στο ύψος μου ή μάλλον λίγο ψηλότεροι, αλλά μόλις ένα κεφάλι πάνω απ' το δικό μου. Εγώ ορθός με τα πέλματα στο ζήτα, τα δάχτυλα των ποδιών μου να κοιτούν την οριζόντια γραμμή του ζήτα, πίσω από τον τρελό. Αγγίζω τις πολεμίστρες του, ένα μαίανδρο, στην ντάπια ένας λογχοφόρος με την αιχμή  του δόρατός του στραμμένη στο απέναντι αδιαπέραστο το τείχος των ασπίδων-- πάνω απ' αυτές, προσωπίδες, μάσκες και κράνη. Στην βάση του πύργου οι δικοί μου μασκοφόροι πολεμιστές, ένας μόνο νεκρός. Από το πεδίο του αντιπάλου κανείς. Οι βασιλείς κουράστηκαν από την πολύωρη ορθοστασία και κάθισαν στον θρόνο τους. Σιωπηλοί με το δείκτη κεκαμμένο. Εκείνη κάτω από την κάτω γνάθο κρύβει τις ζάρες του λαιμού της, με τον δείκτη ανεπτυγμένο κατά μήκος της αριστερής παρειάς εκείνος με την τελευταία του φάλαγγα να χαϊδεύει τις αραιές τρίχες της μακριάς του φαβορίτας. Δίπλα του ένας γελωτοποιός, μάλλον θλιμμένος που κανείς δεν πρόσεξε το τελευταίο νούμερο που εκτέλεσε στην πέμπτη εικόνα της πέμπτης πράξης.

Στην αίθουσα του θρόνου επικρατεί κατήφεια, στο τραπέζι των στρατηγών περίσκεψη, στις πισίνες δεν κολυμπά κανείς, τα τύμπανα του πολέμου δεν ήχησαν από τότε που έγινε ανακωχή, γιατί όλοι λούστηκαν ένα απόκοσμο φως. Που δεν ήρθε από τον ουρανό όπως γίνεται συνήθως, αλλά από τη γη, ίσως από μια λίμνη που είναι ανάμεσα στα δύο αντιμαχόμενα μέρη. Έτσι το πεδίο της μάχης μένει έρημο. Και όλα περιμένουν το φως να αποσυρθεί πίσω από τους λόφους που βρίσκονται γύρω από την πεδιάδα. Πίσω από τους λόφους η θάλασσα που δεν ανήκει σε κανέναν από τα δύο στρατόπεδα αλλά τη χρειάζονται και τα δύο εξίσου. Ο βασιλιάς και η βασίλισσα απόκαμαν και έγειραν να κοιμηθούν στην παλάμη τους,  αμέσως χτύπησε σιωπητήριο και οι άνθρωποι του παλατιού συμμαζεύτηκαν. Δύο αξιωματικοί έκλεισαν το σκάκι στο κουτί του χωρίς θόρυβο. Μια ξανθιά κυρία της αυλής σταμάτησε να μιλά φωναχτά σε μια μελαχρινή κυρία και έσκυψε στ' αυτί της για να ολοκληρώσει την ιστορία που είχε αρχίσει και της δημιουργούσε, αν κρίνει κανείς από το αναψοκοκκινισμένο της πρόσωπο, μεγάλη έξαψη. Τέσσερις ιππότες που είχαν ακουμπήσει τα κράνη τους δεξιά τους στο πάτωμα παράτησαν μεμιάς την τράπουλα φόρεσαν τα κράνη και βγήκαν ακροπατητί στην βεράντα από όπου επόπτευαν όλη την αυλή και τους κήπους του παλατιού. Έριξαν μια ενδελεχή ματιά παντού, στις σκοπιές, στα κάγκελα, στα λευκά σύννεφα και το φεγγάρι και καληνυχτίστηκαν. Η πριγκίπισσα που κοιμόταν πριν το σιωπητήριο τραντάχτηκε ολόκληρη ίσως από κάποιον εφιάλτη και γούρλωσε τα μάτια, είδε τους γονείς της να κοιμούνται ροχαλίζοντας και ύστερα ξανάκλεισε τα μάτια. Τα βλέφαρά της κούμπωσαν μεταξύ τους έτσι φαίνονταν πιο πλούσια πιο μακριά και πιο γυριστά προς τα έξω. Η παραμάνα της που την παράστεκε πάντα ξύπνια ως λίγο πριν απ΄ τα χαράματα, είχε μπροστά της τα χαρτιά ταρώ και τα κοιτούσε σιωπηλή και μάλλον συνοφρυωμένη. 

Οι φίλες της πριγκίπισσας κάθονταν ανακούρκουδα και έπαιζαν ένα περίεργα σιωπηλό παιχνίδι κουνούσαν μόνο τα μάτια, τα βλέφαρα και τα φρύδια και κάτι έδειχναν με τα τρία από τα πέντε δάχτυλα του δεξιού τους χεριού. Ωστόσο το στόμα τους παρέμενε κλεισμένο πίσω από τα ζουμερά ροζ χείλη τους. Ο κορμός και τα πόδια τους λυγισμένα και τα δάχτυλα των ξυπόλυτων ποδιών τους να κινούνται ασταμάτητα όπως τα χέρια ενός πιανίστα πάνω στο κλαβιέ του πιάνου όπου προπορεύεται πρώτα ο δείκτης,  ακολουθεί ο μέσος, έπειτα ο παράμεσος, ύστερα ο μικρός και τελευταίος ο αντίχειρας.

Ο Ιάσων κοιτούσε τα δάχτυλα των ποδιών τους και χαμογελούσε αδιόρατα, ωστόσο ούτε τα δικά του μάτια ήταν ακίνητα. Πετάριζαν. Το αριστερό μάλιστα προσβλήθηκε από νευρικό τικ όταν εστίασε το βλέμμα του στο μεγάλο δάχτυλο της Αμέλιας που ήταν το πιο όμορφο, το πιο καλοφτιαγμένο μεγάλο δάχτυλο ποδιού που είχε δει ποτέ του. Αυτή η θέα του δημιουργούσε μια περίεργη αναστάτωση, μισόκλεισε το μάτι και τότε είδε πως η απόχρωση του βερνικιού με το οποίο ήταν βαμμένο το νύχι δεν ήταν γαλάζια, αλλά μωβ. Μετακίνησε ελαφρά το βλέμμα του. Στα δάχτυλα της πλαϊνής κοπέλας αν θυμόταν καλά λεγόταν Αργίνη. Το δικό της μεγάλο δάχτυλο ήταν σχεδόν εντελώς τετραγωνισμένο όμως το ίδιο λεπτεπίλεπτο με της Αμέλιας και αυτό ήταν βαμμένο στο ίδιο χρώμα. Η τρίτη κοπέλα η Αρσινόη είχε ένα τόσο λεπτό μεγάλο δάχτυλο που δεν ξεχώριζε από τα άλλα. Η Αρσινόη σάλιωσε τον παράμεσο και άλειψε το σάλιο στο χρώμα του νυχιού της και 'κείνο από μωβ έγινε πράσινο. Τότε η Αρσινόη χαμογέλασε. Την μιμήθηκε η Αριάδνη που το μεγάλο δάχτυλο του ποδιού της ήταν πράσινο επίσης. Εκεί φαίνεται πως το παιχνίδι τελείωσε με την νίκη της Αριάδνης και της Αρσινόης. Οι τέσσερις κοπέλες σηκώθηκαν όρθιες έκαναν μερικές κινήσεις να ξεμουδιάσουν. Πιάστηκαν έπειτα χέρι χέρι και κατευθύνθηκαν χοροπηδώντας στα γυμνά τους πόδια προς τους κοιτώνες γελώντας ασταμάτητα. Η αίθουσα του θρόνου ήταν τώρα άδεια και μισοσκότεινη. Μερικά λευκά και κίτρινα κεριά πετάριζαν ακόμα αναμμένα ώσπου ένας άνεμος τα έσβησε και αυτά. Ο Ιάσονας έκλεισε τη σκακιέρα, την κράτησε πλάι στο γλουτό του σαν να κρατούσε το πιο αγαπημένο του βιβλίο, ανέβηκε στο δωμάτιό του και την τοποθέτησε στην θέση της, ανάμεσα στα άλλα επιτραπέζια παιχνίδια. 

Ξάπλωσε πάνω από τα σκεπάσματα και μέσα από το φεγγίτη της οροφής που ήταν κομμένος στα τέσσερα είδε με έκπληξη ένα βαθυπράσινο φεγγάρι. Έτσι κατάλαβε πως αυτός ήταν ο κερδισμένος. Αφού στο παιχνίδι των κοριτσιών το πράσινο νίκησε το μωβ. Αλλά και η ματιά του ήταν πράσινη όπως το φέγγος αυτής της τεράστιας σελήνης που διπλασίαζε και τριπλασίαζε το φεγγίτη, μεταμόρφωνε τα έπιπλα του δωματίου του, έπεφτε πάνω στο ράφι με τις συλλογές του, εξαφάνιζε όλα τα συμπληρωματικά χρώματα, τις κουρτίνες, το χαλάκι του Άλφι, τον Άλφι και το τρίχωμά του, την γυάλινη σφαίρα που βρισκόταν στη κεφαλή του γραφείου του, τα μολύβια και τα χαρτιά του, τα βότσαλα που είχε μαζέψει πέρσι στην Ραμνούντα, το καλάθι στο οποίο βρίσκονταν ατάκτως τοποθετημένα το σεντόνι του, ακόμα και τα ακροδάχτυλα των ποδιών του. Μόνο το χρώμα του κεχριμπαριού που είχε πάντα στο φαρδύ και χαμηλό κομοδίνο του παρέμενε ανέπαφο από τις χρωματικές αλλοιώσεις. Όταν το φεγγάρι μετακινήθηκε οι αποχρώσεις ξεπρασίνισαν και όταν μετατοπίσθηκε τελείως στον ουράνιο θόλο και έμεινε το φέγγος του, τα πράγματα και τα χρώματα τους πήραν το φως της νύχτας και τότε ακούστηκε ο γκιώνης και ο μονότονος λυγμός του νανούρισε το γάτο και συνόδεψε τον Ιάσονα στην αγκαλιά του Μορφέα. Όλα τα όνειρα του άρχιζαν από λάμδα. Λέγανε για την τρανή λεμονιά που φύσηξε πάνω στο γεμάτο πράσινα φύλλα χώμα και είχε άρωμα και έμελπε γεύση ξινή για σώματα λυγρά.  

Τα σώματα των κοριτσιών δεν ήτανε ασθενικά, πολύ περισσότερο δεν ήτανε άθλια ούτε είχαν αισθανθεί οδύνη ακόμα και ίσως δεν θα την ένιωθαν ποτέ. Τότε ποια ήταν αυτά τα λυγρά σώματα; Πένθιμα δηλαδή ζοφερά και κατηφή. Α ναι, πως δεν είδε από την αρχή πως δεν ήταν κοριτσιών σώματα δεν ήταν καν ανθρώπινα δηλαδή γυναικεία. Η μάλλον ήταν και λίγο τέτοια - δηλαδή κατά το ήμισυ και λίγο περισσότερο. Ήταν λοιπόν τέσσερα γυναικεία σώματα όχι και τόσο νεανικά, όχι και τόσο όμορφα, ούτε ελκυστικά ούτε επιθυμητά. Ήταν τέσσερα γυναικεία σώματα ξαπλωμένα ανάσκελα το ένα δίπλα στο άλλο αλλά δεν είχαν πόδια γυναικεία ούτε ανθρώπινα. Είχαν πόδια ψαριών, πτερύγια με ωραίο πρασινωπό χρώμα και στραφτάλιζαν στο φεγγαρίσιο φως. Αναγνώριζα τώρα το δάπεδο όπου ήταν εύτακτα ξαπλωμένα το ένα πλάι στο άλλο με το πρόσωπο να κοιτά τον ουράνιο θόλο αλλά με βλέφαρα κλειστά και στόματα μισάνοιχτα. Τα δύο κρατιόνταν χέρι χέρι, τα άλλα δύο όχι. Τα χέρια τους ήταν στους γλουτούς τους κολλημένα και θαρρείς πως μια απορία κρεμόταν στην άκρη του κάθε στόματος σαν κλωστή, στην άκρη του σαγονιού τους και αυτή η κλωστή που έρεε σαν ρυάκι σχηματίζοντας καμπύλες περνώντας μέσα από μονοπάτια με πέτρες οριοθετημένα ή σαν λεπτή λεπτότατη ίνα που την ανέμιζε η ρυθμική ανάσα που έβγαινε από τα στόματά τους και ήταν κατακόκκινη. Και ενώ εσύ ήσουν σίγουρος, όπως και ο Ιάσονας άλλωστε πως κοιμόντουσαν μακάρια και βαθιά έλεγες πως είχαν μόλις ξεπνεύσει. Τα πρόσωπά τους ήταν όμοια σαν τέσσερις ίδιες σταγόνες νερού σαν τετράδυμα που μόλις είχαν γεννηθεί, αλλά ήταν όχι στην βρεφική, αλλά σε άλλη πιο προχωρημένη ηλικία ας πούμε γύρω στην γεωμετρική εποχή του ανθρώπου. Στο πρόσωπο της ακριανής αναγνώριζε μια συμμαθήτριά του την Άντα που για να την πειράξει της έλεγε,

''Αν τα πόδια σου είχαν φτερά τι θα έκανες Αν- τα;'' 

''Θα σου απαντούσα'', έλεγε εκείνη,

 ''Αν δεν έκανες τόσο ανόητο λογοπαίγνιο με το όνομά μου''. Σταμάτα  σε παρακαλώ να το χωρίζεις στα δύο, σταματα να με θεωρείς διπλή γιατί και εγώ θα στο ανταποδώσω.

''Μα Αν- τα'', επέμενε εκείνος,

 ''τα αν είναι πάντα πολλά'', όλες οι υποθέσεις αρχίζουν μ' αυτό το υπέροχο αν από το οποίο αρχίζει το όνομά σου που είναι όπως και εσύ, πανέμορφο και πανέξυπνο '' . 

Τότε εκείνη κοκκίνιζε ελαφρά, το μέτωπο της φανέρωνε την καμπύλη της εξυπνάδας της. Και χωρίς σχεδόν να απαντήσει τον συγχωρούσε και τον κοιτούσε τρυφερά σχεδόν. 

''Μαζί ξέρεις'', συνέχιζε εκείνος, όταν διαπίστωνε ότι την είχε αφοπλίσει με τα λεγόμενά του, 

''Μπορούμε να παίξουμε πολλά παιχνίδια λογικής''.

Εκείνη την έπιανε τότε μια έξαψη που κατέβαινε από τα μάτια στο λαιμό και από εκεί στα μικρά άγουρα στήθη της που οι ρώγες τους ορθώνοταν μέσα από το μπλουζάκι της και απειλούσαν να ανοίξουν τρύπες. Εκείνος παρατηρούσε τάχα αδιάφορος την έξαψή της και κολακευόταν.

''Πες μου λοιπόν Άντα αν θα είχες φτερά;'' 

''Κανονικά θα πέταγα, αν και με ένα περίεργο και αφύσικο τρόπο ή θα έτρεχα δρόμο εκατό μέτρων μετ' εμποδίων. Ωστόσο δεν θα απαντούσα έτσι αλλά αλλιώς. Ναι νομίζω Ιάσονα πως θα τα μαδούσα για να κρατιέμαι σταθερά στη γη και να νιώθω το χώμα και τα πεσμένα πράσινα και κίτρινα φύλλα να τρίζουν όταν τα πέλματά μου τα πατούν ή θα τα 'δενα, θα τα ψαλίδιζα για να 'ναι αδύναμα να πετάξουν ή θα πετούσαν τέλος πάντων και ας μη κατέληγε καλά αυτή η παράταιρη πτήση γιατί δεν ξέρω κανέναν να πετά με φτερά στα πόδια, στις φτέρνες και όχι στους ώμους. Έπειτα θυμάσαι τι έπαθε ο Ίκαρος; Και αν τελικά πετούσα και χανόμουν στον ουρανό εσύ δεν θα 'χες σε ποιον να απευθύνεις τις υποθέσεις σου.

Η ΄Αντα είχε γαλανά μάτια, οβάλ πρόσωπο, κατάξανθα μαλλιά, μικρό στόμα και μια πεταχτή έξυπνη μύτη. Ήταν αρκετά ανεπτυγμένη για την ηλικία της και είχε σχεδόν το ίδιο ύψος με τον Ιάσονα. Ήταν ισοϋψής και στην εξυπνάδα. Οι δυο τους έκαναν καλή παρέα στα διαλείμματα στην ταράτσα του Ιάσονα, ή στο κατάφυτο μπαλκόνι της Άντας. Όταν προχωρούσαν στο άλσος που ήταν απέναντι στο σχολείο τους κρατιόνταν χέρι χέρι μέχρι που τα χέρια τους ίδρωναν και τα δάχτυλά τους μούδιαζαν. 

Τους άρεσε πάντα να βρίσκονται οι δυο τους, να συζητούν, να παίζουν ντόμινο. Και όταν πια ερχόντουσαν εκείνες οι στιγμές που διαρκούσαν λίγο, αλλά φαίνονταν πολύ, κοιτιόντουσαν σιωπηλοί, τότε τα μάτια τους υγραίνονταν, κοντανάσαναν λες και ανέβαιναν το λόφο που βρισκεται στις παρυφές του άλσους. Το λευκό δέρμα της Άντας κοκκίνιζε. Η καρδιά της παλλόταν και απειλούσε να χτυπήσει κατάστηθα τον Ιάσονα. Αυτός ξεροκατάπινε και το μήλο του Αδάμ ανεβοκατέβαινε. Δίσταζαν οι δυο τους να κάνουν οτιδήποτε για να έρθουν πιο κοντά. Και αυτό κράτησε τέσσερις μήνες. 

Μια μέρα όμως που ο ήλιος έκαιγε κάπως περισσότερο τα πρόσωπά τους, ο ιδρώτας στεφάνωνε με δροσοσταλίδες το μέτωπο της Άντας, τα χέρια της είχαν μουδιάσει, τον πλησίασε όσο πιο κοντά μπορούσε ενώ εκείνος άνοιγε τα χέρια του σαν φτερούγες να αγκαλιάσει το κορμί της που ήταν τόσο λεπτό σαν μίσχος. Χώθηκε στο στέρνο του και έτριψε το μέτωπό της στο μπλουζάκι με τις οριζόντιες γκρίζες και μαύρες ρίγες που προτιμούσε  να φορά ο Ιάσονας πάντα στην έναρξη της άνοιξης. 

Έμεναν έτσι για ώρα πολλή. Ώσπου τα γόνατα τους λύγισαν, γονάτισαν απ' τη γλύκα. Τα μέλη τους λύθηκαν και κολύμπησαν μέσα σε μια ηδονική υγρασία. Τα μάτια της Άντας βούρκωσαν, τα χείλη άρχισαν να τρέμουν ελαφρά. Ο Ιάσονας ένιωσε το στέρνο του υγρό και με το δεξί του χέρι της σήκωσε το πρόσωπο με μεγάλη προσπάθεια γιατί εκείνη δεν ήθελε θαρρείς να προδώσει την ευτυχία της, αλλά γιατί; Πώς μπορούσε να την κρύψει εκεί στο βάθος αυτής της τόσο θερμής αγκαλιάς, αυτού του αγοριού που από την πρώτη στιγμή που το είδε το ξεχώρισε ανάμεσα στα άλλα. Αλλά θα συνέχιζε  να τον κοιτά με τον ίδιο τρόπο,με την ίδια λαχτάρα στα μάτια, αν και ντρεπόταν να τον κοιτάξει, αφού λύγιζε μπροστά του και κρατούσε χαμηλά το κεφάλι.