Το ύφασμα των λέξεων

Εδώ βρίσκονται μόνο οι λέξεις που υπαινίσσονται και επιμένουν σε κάτι που υπάρχει και σε κάτι άλλο που δεν υπάρχει. Την νύχτα έρχονται αυτές οι λέξεις. Κι αυτές που επιμένουν να τρυπώνουν κάτω από τη λεπτή μύτη του μολυβιού. Αυτές που το χέρι επιμένει ασυναίσθητα να σχεδιάζει. Καλοκαμωμένες ή όχι. Υπαρκτές πάντως. Κοινόχρηστες λέξεις που τις ξέρουν όλοι και τις χρησιμοποιούν με ευχέρεια συντάσΣοντάς τις με μια σύνταξη εύτακτη. Για να καταλάβουν αυτοί που διαβάζουν τις λέξεις. Η ανάγνωση είναι ένα έργο πράγματι επίπονο καμιά φορά, επίμονο σίγουρα, αλλά και ανυπόμονο, βιαστικό. Πάντα οι λέξεις, ακόμα και οι πιο δύσκολες είναι ιδιότροπες. Ακόμα και αν τις έχεις ξανασυναντήσει, νομίζεις πως τις ξέρεις, τις γνωρίζεις από την άκρη της σημασίας τους αλλά δεν πρέπει να 'σαι σίγουρος καθόλου γι' αυτές επειδή οι λέξεις συνήθως έχουν πάντα πιο πολλές σημασίες, πιο πολλές άκρες. Ακόμα και οι μονοσύλλαβες. Αυτές που μπορεί να τις προφέρει κάποιος και να μην ακουστούν καν. Γι' αυτό πρέπει να προφέρεις όλες τις λέξεις ισότιμα. Μάθε να μην φονεύεις να μην πνίγεις μερικές πριν βγουν από το τείχος των δοντιών σου. Όσο και αν κάποιες είναι δυσκολοπρόφερτες και μόνο να τις συλλαβίσεις μπορείς. Έτσι επιστρέφεις στην παιδική ηλικία, στην ηλικία της προπαίδειας, του ένα και ένα κάνουν δύο. Έπειτα μαθαίνεις πως δεν είναι απαραίτητο να κάνουν τόσο αλλά ούτε και αυτό έχει σημασία, αφού οι λέξεις δεν έχουν ηλικία. Ο χρόνος τις έχει αφήσει ήσυχες, ανέγγιχτες και αυτές ατάραχες, πολυσύλλαβες, ολιγοσύλλαβες, εύηχες ή κακόηχες, δάνειες ή κεφαλαιοποιημένες παραμένουν έτσι αγέρωχες, αναλλοίωτες, ισχυρές, πάντα πιο έξυπνες από αυτόν που τις προφέρει ή τις συντάσσει. Διαφεύγουν. Καιροφυλακτούν να λοιδορήσουν όποιον ή δεν τις ξέρει αυτές τις ίδιες ή τα χούγια τους ή δεν τις υπολογίζει, δεν τις τοποθετεί μέσα σε μια πρόταση με τον τρόπο που τους αρμόζει, δεν τις χρωματίζει ή τις αποχρωματίζει, δεν τις ντύνει εμφατικά στο ύφος και στον τόνο τους, δεν τις απομακρύνει, δεν τις προστατεύει ή δεν τις αφήνει ήσυχες στην αυτάρκειά τους, στην πολυπλοκότητά τους, στην ισχύ τους, στην σημασία τους. Σε όποιον προσπαθεί να τις παρερμηνεύσει να τις προπηλακίσει να τις διακορεύσει να τις διαστρέψει αντιστέκονται. Αυτές δεν παθαίνουν τίποτα. Ο γράφων μόνο, υπερβολικά αυτάρεσκος ναρκισσεύεται για λογαριασμό του, τις κουτσουρεύει, τις τσιγκουνεύεται, τις επαναλαμβάνει. Στις λέξεις πρέπει να φέρεται κανείς όπως σε μια γυναίκα. Ευγενικά τρυφερά και επιδέξια. Δεν πρέπει να αντιστέκεται στη σαγήνη τους. Πρέπει να ξέρει πως είναι δύσκολο να τις κατακτήσει. Οι λέξεις βρίσκονται εδώ. Οι λέξεις βρίσκονται έξω από δω στην ψύχρα της φθινοπωρινής νύχτας. Κυκλοφορούν αθόρυβες. Οι λέξεις είναι νυχτόβιες, αλητεύουν στις ταράτσες. Η νύχτα η ίδια είναι μια λέξη. Το έδαφος είναι γεμάτο λέξεις. Και αυτό το άστρο απέναντι πίσω από την ανασηκωμένη τέντα έχει ένα όνομα και η αχλή γύρω απ' το φεγγάρι που μικραίνει και η φωνή του γκιώνη άλλη μια λέξη μονότροπη. Η ησυχία και η σιωπή. Η αύξηση του σκοταδιού. Το σκοτάδι που νιώθει την ματαιότητα του νοήματος, τη χάρη του, τα μάτια του, που κοιτούν αποκοιμισμένα.

    Εκείνος είχε μείνει να κοιτά το χαλί. Τα σχέδια και τα χρώματά του. Χάθηκε στους μαιάνδρους της λογικής του σχεδίου. Ήτανε ένα βαρύ κόκκινο χαλί που κάλυπτε ολόκληρο το πάτωμα απ' άκρη σ' άκρη. Δηλαδή η βάση του ήταν κόκκινη, τα σχέδια μπλε, μπεζ και κίτρινα, απλά σχέδια και περίτεχνα συμπλεκόμενα μεταξύ τους, έτσι που δεν μπορούσες να βγάλεις άκρη μαζί τους. Η λογική τους ήταν περίπλοκη. Οι διαφυγές τους σε άβολα σημεία. Τα μονοπάτια στενά. Στις εξόδους παραμόνευε ένας χείμαρρος. Στο εσωτερικό του επικρατούσε σκοτάδι αδιαπέραστο. Το φως του ήταν βαθύ κόκκινο σαν σκοτωμένο αίμα. Αλλά εκεί στο βάθος υπήρχε μια πόρτα μισάνοιχτη. Πίσω της παραμόνευε κάτι που δεν είχε χρώμα. Μια απουσία των ζωντανών πραγμάτων αχρονολόγητη.