Ιστορίες από το καφενείο – αστακομαρονάδα Μέρος Α’ – ο βιασμός

Γυρνάμε να δούμε ποιος φωνάζει ότι πεινάει 

Είναι ο Μίκης Θεοδωράκης κι είναι σε αθλία κατάσταση!

Αποκαμωμένος, αδυνατισμένος, εξαθλιωμένος, αναμαλλιασμένος, αξύριστος, κουρελιασμένος…

Ένα ανθρώπινο ράκος!

Όχι! Δεν μπορεί να ναι αυτό το ράκος ο Μίκης! Είναι πολύ φρικιαστικό για να είναι αληθινό!!

Ναι! Έτσι μπορεί να έμοιαζε ο άλλος ο Μίκης – μετά την Μακρόνησο!

Αλλά όχι αυτός ο Μίκης Θεοδωράκης!

Σπεύδουμε προς βοήθεια του παραπαίοντος φίλου μας…

Πρώτος τον πλησιάζει ο δακρυσμένος καθιστός βούβαλος…

Και ρωτάει:

«Γιατί πεινάς Μίκη μου;»

Ο Μίκης, αγκομαχώντας – και ψελλίζοντας:

«Έχω μέρες να φάω, καλέ μου κύριε!»

[Είναι φανερό ότι δεν μας έχει αναγνωρίσει]    

Προλαβαίνει να πει στον καθιστό βούβαλο, βρισκόμενος σ’ αυτήν την κατάσταση, που δε μπορεί, δηλαδή, να μας αναγνωρίσει – και  προτού λιποθυμήσει…

Αλλά ο καθιστός βούβαλος έχει καλά αντανακλαστικά και μπλοκάρει με θεαματικό πλονζόν τον Μίκη…

Κι ύστερα, με τη βοήθεια του καπετάν κόρακα, τον βάζει σε μια καρέκλα, γύρω από την οποία μαζευόμαστε και μεις   

Ο Λουκάς εμφανίζεται κρατώντας ένα κουβά με νερό, και μας λέει:

«Κάντε λίγο πίσω, κύριοι!»

Υπακούμε στην υποδειξη του καφετζή, του ανοίγουμε χώρο,  κι εκείνος ρίχνει το περιεχόμενο του κουβά στον Μίκη…

Ο Μίκης αμέσως συνήρθε από το μπουγέλωμα, και μας κοιτάζει, παραξενεμένος:

«Πως βρέθηκα εδώ;»

Ρωτάει, ύστερα από λίγο, με απορία τον Εμμανουήλ…

Η ομήγυρη απαντάει συγχρονισμένα:

«Που θες να ξέρουμε;»

Ο Μίκης μας κοιτάει έναν – έναν κι ύστερα σκύβει και βάζει το πρόσωπο του στις παλάμες…

Αρχίζει να μουρμουρίζει:

«Θυμάμαι…, θυμάμαι να βρίσκομαι σε μια βίλα… Κι ύστερα…, κι ύστερα…, σε μια σαλονοτραπεζαρία…»

Κι ύστερα, κοιτώντας την πυλωτή πια:

«Και μια αστακομακαρονάδα…»

Παρέμβαση του σαλιασμένου καθιστού βούβαλου, που κοιτάει τον Μίκη με ενδιαφέρον και θαυμασμό:

«Ασχτακομακαρονάδα;»

Ο Μίκης ξανασκύβει και συνεχίζει:

«Και θυμάμαι να ζητάω από κάποιες γυναίκες φακές με λακέρδα»

Η διήγηση, μετά απ’ αυτήν τη συγκλονιστική αποκάλυψη, επιταχύνεται

«Κι ύστερα…, θυμάμαι να είμαι δεμένος σ’ ένα κρεβάτι με σχοινιά…, κι ύστερα…, να με βιάζει μια γυναίκα…, κι ύστερα…, να κόβω τα σχοινιά με ένα σουγιά…, κι ύστερα…, να σπάω ένα παράθυρο…, κι ύστερα…»   

Και συμπλήρωσε:

«Θυμήθηκα ρε φούστη μου, θυμήθηκα!»   

Ο Μίκης σηκώθηκε, απλωσε τα χέρια του, κι άρχισε να  μιλάει….