Ο Κηνυγός των Αρουραίων

Κοντά στο ξημέρωμα μιας αυγουστιάτικης μέρας, μονάχος του ήταν. Καθόταν και διάβαζε Ένα διήγημα. Για την ακρίβεια μόλις το είχε αρχίσει. Το αντίτυπο ήταν δικό της. Έτσι δεν μπορούσε να κρατήσει σημειώσεις στα περιθώρια των σελίδων του. Σ' ένα επικλινές έδαφος καθόταν, γεμάτο πέτρες, ξερά χόρτα, εξόδους ποντικών - μάλλον ασπάλακες - , διαφανείς σκορπιούς κάτω από χωμάτινες πέτρες διάβαζε, με το αδύναμο φως μιας λάμπας λαδιού και ένα φακό περασμένο με κορδέλα στο μέτωπο. Ευτυχώς η γραμματοσειρά ήταν αρκετά ευδιάκριτη. Το διήγημα είχε τίτλο, ''Ο κυνηγός των Αρουραίων'', ενός ρώσου συγγραφέα της δεκαετίας του '20. Έριξε το φως του φακού αριστερά του και είδε πάνω στην μπλε λάμπα μια ακρίδα με μακριές καφετί κεραίες και εκείνα τα λεπτά πόδια της να στέκεται κοιτώντας τον ακίνητη. Θαρρείς και ήθελε να τον γοητεύσει. Ύστερα γύρισε προς τα επάνω το βλέμμα, αφού το ύψος και το βάθος δεν την ικανοποιούσαν μάλλον και περπάτησε σαν αρχαϊκό απομεινάρι προς μια από τις τρεις διακλαδώσεις μιας κοντούλας ελιάς.

        Κάτω από τα κίτρινα πεσμένα φυλλαράκια της ελιάς κυκλοφορούσαν ασταμάτητα και ακάματα μύρια μυρμήγκια, μύρια μικρά και μεγάλα. Έμοιαζαν σαν αέναα κινούμενα τροχοφόρα που έτρεχαν προς όλες τις κατευθύνσεις σαν σε μια σιωπηλή αλλά υπερεντατικά διεγερμένη πολιτεία. Κάτω από το έδαφος λαγούμια και υπόγεια, στοές και κλίμακες. Παντού η μυρωδιά της ελιάς και του λαδιού. Ένα σκυλί γαύγιζε σχεδόν όλη τη νύχτα από το ψήλωμα όπου βρισκόταν το χωριό. Δέκα κοκόρια αγουροξυπνημένα επιμένανε πως ξημερώνει. Ο σκύλος δεν μπορεί να ησυχάσει. Οι γρύλοι κοιμούνται. Τα κυπαρίσσια σκίζουν το φως που αχνοφαίνεται. Μοιάζουν με ιερά τεμένη. Αντί για μουεζίνη ακούγεται ένα πουλί με μυστήρια ένρινη φωνή. Σκιές παντού που δημιουργεί η δέσμη του φωτός που πηγάζει από το φακό του μετώπου. Ίσιες, πλατιές, κινούμενες, σταθερές με πλησιάζουν ανοίγουν το στόμα και προσπαθούν να φάνε τα γράμματά μου. Σε λίγο η νύχτα θα υποχωρήσει και θα κουκουλωθεί με το μαύρο της σεντόνι.

 Σ' ένα απ' τα πιο αδύναμα κλαδιά της ελιάς κρεμασμένο το λευκό παντελόνι της μέρας που αφικνείται, σαν τρένο που μπαίνει στο σταθμό στην ακριβή του ώρα. Το χωριό κοιμάται ακόμα. Ο παγοπώλης μόλις ξεκίνησε να δροσίσει τον πρωινό καφέ. Εφοδιασμένος με μάτια, αυτιά και χέρια, αισθήσεις και αναμνήσεις, σκέψεις και επιθυμίες συνεχίζει να κοιτά στο βάθος το αχνοφέγγισμα. Το πουλί αντικαταστάτης του μουεζίνη σώπασε μαζί του. Οι πετεινοί κουράστηκαν και περιόρισαν τις κορώνες τους. Ο σκύλος ακοίμητος. Σηκώθηκε παραπατώντας να κατουρήσει και ξαναπήγε για ύπνο. Έναν ύπνο πιο ήσυχο από ότι ήταν ο νυχτερινός. Αυτός σηκώθηκε με δυσκολία. Μια καμπάνα το ίδιο ένρινη με το πουλί που σώπασε, χτύπησε έξι φορές. Ένας πετεινός βράχνιασε και κατέβηκε μια οκτάβα πιο χαμηλά. Ένας γρύλλος ξύπνησε, αλλά είδε φως και ξαναπήγε για ύπνο. Το ίδιο και οι τρεις ακρίδες που περιφέρονταν ασκόπως καθ όλη τη διάρκεια της νύχτας αδάκρυτες. Ροζ φόντο, πίσω από τα αγέρωχα κυπαρίσσια, τρία μονότονα γαυγίσματα στη σειρά κι ύστερα τέσσερα και η απάντηση σε μπάσα απόχρωση.

        Χωρίς ενδιαίτημα, ελεύθερος και κάπως πεινασμένος πίνει τον πρωινό καφέ του, εκείνη θ' αργήσει να ξυπνήσει. Έχει καιρό να ξαναρχίσει την ανάγνωση του ''Κυνηγού των Αρουραίων''