Φυσική Ιστορία

Πρώτα ήμουν στη προσχολική ηλικία. Ζούσα στη πόλη, κλεισμένη σ’ ένα σπίτι, πάνω σε μια από τις πιο κεντρικές και πολύβουες λεωφόρους και η φύση κατοικούσε περισσότερο μέσα μου, εκεί που κατοικεί η προαιώνια μνήμη της ανθρωπότητας, και πολύ λιγότερο, σχεδόν καθόλου έξω από μένα. Η σημερινή μου αντίληψη για τη φύση περιλαμβάνει και τις παρεμβάσεις του ανθρώπου, τα κτίρια, τα καράβια, τα φουγάρα και τους σκουπιδότοπους, αλλά η άλλη φύση  η αρχική, όπως υπήρχε πριν τις ανθρώπινες παρεμβάσεις, κατοικούσε τότε στο στενό δοκιμαστικό σωλήνα που της επέτρεπε η οδοστρωτική παρουσία της πόλης, σε συνδυασμό με τον αποκλεισμό μου στο διαμέρισμα. Ο ήλιος, τα σύννεφα και η βροχή ήταν οι πιο παρούσες ενδείξεις της κι αυτές σαν επί μέρους χαρακτηριστικά ενός δελτίου καιρού, που μπορεί να κατέληγε με κάποιο δρομολόγιο στη ψυχική μου διάθεση, αλλά αποτελούσε περισσότερο πληροφορία παρά βίωμα. Στη καλύτερη περίπτωση συνδεόταν με κάποιο μεταβίωμα σχετικό με πόθους που το δελτίο καιρού καθιστούσε ανεκπλήρωτους. Και για εκείνα τα προσχολικά χρόνια, αυτό περιοριζόταν στην ακύρωση των σπάνιων εξόδων μου με την αιτιολογία της βροχής.

 

Λοιπόν τότε, τα στοιχεία της φύσης κυρίως έλειπαν. Ο άνεμος ισοδυναμούσε με τη κίνηση των φύλλων του μοναδικού δέντρου όπου το μάτι μου έφτανε από το παράθυρο του σπιτιού. Η φωτιά ήταν το αναμμένο μάτι της κουζίνας που έπρεπε να αποφεύγω και σπανιότερα η φλόγα σ’ ένα μικρό κομμάτι μπαμπάκι ποτισμένο με οινόπνευμα, που η γιαγιά χρησιμοποιούσε για να εξαφανίσει τις τρίχες του κοτόπουλου πριν το μαγείρεμα. Το νερό γέμιζε τα ποτήρια, αλλά επίσης έτρεχε από τη βρύση και καμιά φορά έτρεχε από τον ουρανό, και ευχόμουν να βραχώ εκεί από κάτω, αλλά έπρεπε να περιοριστώ στις σταγόνες που κυλούσαν στο τζάμι και να ζηλεύω τη τύχη του. Έλειπε βέβαια και η γη. Μεγάλωνα με πλυμένα πόδια και παπούτσια που έβγαιναν μόνο την ώρα ύπνου, έβλεπα αληθινό χώμα μόνο στο Βασιλικό κήπο και αν έλειπε η επαφή με αυτό το χώμα στον οργανισμό μου ή στο ενεργειακό του ισοζύγιο, πάντως εγώ δεν εισέπραττα σχετική έλλειψη. Έτσι αποστειρωμένη που μεγάλωνα, καθόλου δε με ενδιέφερε να το πιάσω το χώμα, ίσως μάλιστα και να με απωθούσε η κυριολεξία αυτής της επαφής, αλλά αυτό καθόλου δεν εμπόδιζε το πραγματικό ρόλο της γης, με το κέντρο βάρους της να μας κρατάει καρφωμένους σε όποιο κοντό ή και ψηλότερο υποπόδιο, χωμάτινο, τσιμεντένιο, μαρμάρινο ή χρυσό. Γιατί η γη είναι μονάχα η αντιδιαστολή του ουρανού και επιβάλλει την αναπόφευκτη παρουσία της για να πλαισιώσει τα εγκόσμια και τα προσωρινά, καθιστώντας άσβεστη την επιθυμία των αιώνιων και επουράνιων. Η γη για μένα δεν έχει φύση, έχει κυρίως ρόλο. Ενώ ο άνεμος, η φωτιά και το νερό συνδέονται με βιώματα που αφορούν αποκλειστικά την εγκόσμια υπόστασή μας, άρα με λέξεις κι ύστερα με περισσότερες λέξεις και περισσότερα βιώματα, σ’ αυτό το ταξίδι της ανακάλυψης ενός σύμπαντος μέσα σ’ ένα μεγαλύτερο σύμπαν. Το ταξίδι μου ξεκίνησε σ’ ένα μέρος βαρύ και μοναχικό, αλλά μέσα στα σκοτάδια του, μαζί με τη μνήμη του πόνου, κατοικεί η μνήμη μιας πρωταρχικής ενότητας την οποία ακολούθησε η διαίρεση, η διάκριση, η διαβάθμιση και ο κατατεμαχισμός. Έτσι, καθώς ταξιδεύω,  θυμάμαι πού θέλω να επιστρέψω και το άυλο μου πέφτει εύκολο και κυρίως οικείο.

 

Για παράδειγμα ο πρώτος άνεμος που θυμάμαι να φυσάει ήταν λέξη. Φύσηξε στο τελευταίο κεφάλαιο της Mary Poppins και την πήρε μακριά, αφήνοντας τα παιδιά μόνα, όπως ήμουν κι εγώ και με άφησε να κλαίω με λυγμούς, αναδεύοντας μέσα μου, πρωτόγνωρα αποσαφηνισμένο και οριοθετημένο από τη γλώσσα, ένα ασήκωτο πέλαγος συναισθημάτων εγκατάλειψης και προσμονής, περιορισμού και ελευθερίας. Θα περίμενα κι εγώ το δικό μου βορειοανατολικό άνεμο, να διορθώσει τα σπασμένα και θα έμπαινε κι αυτός απρόσμενα και τελεσίδικα μέσα στην αρσενική αυθαιρεσία του. Θα είχε πάντα τη φύση της διάνοιας που ενεργοποιεί το βίωμα, αλλά δε θα μπορούσε ποτέ να το εκπροσωπήσει. Και κάποτε θα ερχόταν διψασμένος να βραχυκυκλώσει κάτω απ’ τους καταρράκτες των βιωμάτων μου,  αλλά  πάντα  θα  ξανάφευγε. Η βαρύτερη ανθρώπινη πολυτέλεια -μετά το πάντοτε-, είναι η βεβαιότητα της επιστροφής του ανέμου. Πάντα επιθυμούσα να εξασφαλίσω μια τέτοια βεβαιότητα.

 

Είμαι μια πηγή και ο άνεμος συνδέεται μαζί μου με τον τρόπο που συνδέεται ο φόβος και η επιθυμία. Πάντα χορεύουμε μαζί και ο ένας είναι η αντανάκλαση του άλλου στο δυσανάγνωστο καθρέφτη της αυτογνωσίας του σύμπαντος. Απέχουμε μόλις λίγους βαθμούς θερμοκρασίας, αλλά συνήθως συμπεριφερόμαστε σα ξένοι. Είμαστε άλλο ένα δίπολο της δυφυΐας του σύμπαντος, συντεθλιμμένο στην εικονική απόστασή του. Και η πηγή γίνεται χείμαρρος και καταρράκτης και η θάλασσα συμπαρασύρει ό,τι βρίσκει μπροστά της και το νερό φοβάται τη προοπτική της εξαέρωσής του και κατρακυλά βιαστικό τη κλίμακα της θερμοκρασίας και γίνεται πάγος.

 

Και ύστερα είμαι ένα παγόβουνο. Κολυμπάω στα νερά της καταγωγής μου για να κρυφτώ και σχεδόν τα καταφέρνω -κυρίως καταφέρνω να κρύψω τα πυρακτωμένα σωθικά μου. Η πρώτη φωτιά που θυμάμαι να κατακαίει τα πάντα είναι βίωμα. Είναι εγκατεστημένη μέσα μου. Συνήθως δε φαίνεται. Μοιάζω ακίνητη και δυσνόητη και ασφαλής όπως η γη, καθώς το εσωτερικό μου εργοστάσιο δουλεύει ασταμάτητα και το κέντρο μου ξεχειλίζει από τη προσμονή του ηφαίστειου. Αλλά ο πάγος χρειάζεται κάτι περισσότερο από τη δίνη των ανέμων για να ραγίσει -και κάτι λιγότερο. Μια προσωποποιημένη επιθυμία.

 

Σήμερα ζω στη πόλη -όπως παλιά- και έχει περάσει μισός αιώνας και τυφώνες και κατακλυσμοί και ολοκαυτώματα. Κάνω περίπατο στη δική μου φυσική ιστορία, και στη φυσική ιστορία της πόλης μου. Όλες οι φυσικές ιστορίες που γνώρισα είναι νομίζω οι ίδιες. Αφηγούνται την απελπισία, την επιθυμία και το ανέφικτο, τη δημιουργία και το θάνατο. Περιγράφουν το αποτύπωμα των νόμων αυτού του κόσμου, που συντελείται και καταλύεται και ξαναγεννιέται σαν το φοίνικα. Και μέσα τους παραμένει περίπου ή και εντελώς κρυμμένη η συνταγή του πάντοτε, όπως κατοικεί στο χώρο κάθε σχετικού σύμπαντος, μικρότερου από την ανθρώπινη αντιληπτικότητα ή και απροσμέτρητου. Καθώς οι άνεμοι θα λυσσομανούν και οι θάλασσες θα οδύρονται και η φωτιά θα δημιουργεί καταστρέφοντας και θα κατακαίει αναγεννώντας, η γη, η πόλη μου και το κορμί μου θα υποδέχονται τη μυστική και αδιαπραγμάτευτη παρουσία αυτού του πάντοτε, για να αποκαθιστούν τη λαμπρότητά του καθώς επεκτείνουν τη λάσπη, την ένδεια και την έκπτωση.

 

Γιατί πρώτα ήταν το πάντοτε και ύστερα βρέθηκα σ’ αυτό το κόσμο με το πάντοτε σφηνωμένο μέσα στη κοιλιά μου. Αυτή η λέξη ήταν φτιαγμένη από το ίδιο υλικό με μένα, μόνο που τότε δεν ήξερα τίποτα ούτε για το υλικό ούτε για τη λέξη που το συμβολίζει. Σ’ αυτή τη παράξενη κατάσταση, με ένα πάντοτε να κατοικεί μέσα μου, όπου μπορούμε να θεωρήσουμε -έτσι, εις το όνομα αυτού του πάντοτε- ότι εγώ ασφυκτιούσα περισσότερο από αυτό, άρχισε η ανακάλυψη και η ονοματοθεσία, η ονοματοθεσία και η ανακάλυψη. Το μέσο λεγόταν φυσική ιστορία και η κατάλυσή της είναι η θεραπεία της ασφυξίας μου.