Όποιος κρυφοπαντρεύεται, φανερά πομπεύεται Μέρος VIΙΙ – Ο Αϊνστάιν και η επανεμφάνιση του ρ

Ο Μήτσος ο Λουλές έχει μπει στη σκηνή, παραπατώντας και τρικλίζοντας, οι μοιχαλίδες πρώην μας έχουν σηκωθεί κι ετοιμάζονται να αποχωρήσουν από το καφενείο, εμείς – ο Πάνος ο Εμμανουήλ κι εγώ –  έχουμε καθίσει δίπλα – δίπλα, παρατηρώντας τα δρώμενα, ο Λουκάς ο καφετζής έχει μπει στο εσωτερικό καφενείο, ενώ ο φωτισμένος καθιστός βούβαλος έχει κάτσει πλάγια –  αριστερά από μας κι αγναντεύει εκστασιασμένος και ευτυχισμένος την κοσμική ενεργειακή ροή

Μουσική επένδυση: βαριά ρεμπέτικα που ακούγονται από το μπακάλικο που βρίσκεται πλάγια κι απέναντι από το καφενείο, κι έχει την πρωτότυπη όσο και παράξενη επωνυμία: ο τεκές της Μαριγώς...

Ο ετοιμόρροπος Λουλές –  ψευδώνυμο: «καπετάν κόρακας», ο οποίος είναι 59 – ή 61 – χρονών, πανύψηλος με μακριά άσπρα μαλλιά και γένια, μπογιατζής – πρώην οικοδόμος, αφοσιωμένο μέλος του Κόμματος, πότης από τους λίγους, λαϊκός φιλόσοφος και λάτρης του ωραίου φύλου – α, και με , απαντάει, βροντερά – αλλά όχι πολύ καθαρά, στη ρητορική ερώτηση που ο ίδιος έχει απευθύνει στην ομήγυρη:

«Ο Αϊνσδάιν είγε πιει όδι όποιοθ παδρέυεδαι είναι μαάκαχς»

Και ρεύτηκε   

Οι μοιχαλίδες κοιτάνε σοκαρισμένες, εγώ κι ο Πάνος χαμογελάμε γεμάτοι ικανοποίηση και προσμονή, κι η  κακεντρεχής φωνή ξανακούγεται από το καφενείο

«Άρα παραδέχεσαι ότι είσαι μαλάκας!»

Ο Λουλές σφίγγει τα φρύδια του και γυρνάει προς την μεριά από την οποία ακούστηκε η φωνή:

«Γιαί, ρε χυ καεζή;»

Ρώταει την κακεντρεχή φωνή ο παραπαίων Λουλές, που έχει πάψει να χρησιμοποιεί σύμφωνα

Η κακεντρεχής φωνή απαντάει:

«Γιατί είσαι και συ παντρεμένος!»

Και καπάκι:

«Παπάρια παντρεμένος, δηλαδή…»

Ο προσβεβλημένος Λουλές απαντάει βροντερά στην κακεντρεχή φωνή, κοιτώντας τον καθιστό βούβαλο – και με υψωμένο το δείκτη του δεξιού του χεριού

«Εγώ την Κούλα, κύιε, την έω κοώνα στο κεφάι μου!»

Και ικανοποιημένος, κάθεται δίπλα  –  παράλληλα δηλαδή – στον καθιστό βούβαλο   

Αλλά η κακεντρεχής φωνή γίνεται κακεντρεχέστερη. Και δηλητηριώδης:  

«Ναι, γι’ αυτό την είχες κάνει τάρανδο… Όταν μπορούσες, βέβαια…»     

Η απάντηση του Λουλέ στην μυστηριώδη φωνή δεν κλιμακώνει την κατάσταση και είναι πιο φιλική στα σύμφωνα  

«Άσε μας ρε συντηρητικούρα, καεζή»

Λέει, κάνοντας μια αφηρημένη και αφοριστική κίνηση με τα χέρια του, και μια γκριμάτσα βαριεστιμάρας κι αγανάκτησης

Ύστερα γυρνάει προς τις μοιχαλίδες, οι οποίες έχουν πια σηκωθεί από τις καρέκλες και παρακολουθούν με εκνευρισμό κι αμηχανία τα δρώμενα – και λέει, παραλείποντας μόνο το ρ

«Ομολογώ, κυίες μου, ότι σχτο παελθόν έχω κεατώσει τη γυναίκα μου…»

Μετά σηκώνεται και κουνόντας το δεξιό του δείκτη φωνάζει

«Αλλά…!»

Και συνεχίζει – με μικρότερη ένταση, αλλά και με ρ

«Αλλά δε θα με πείραζε κι αν κι εκείνη με κεράτωνε»

Και – ύστερα από μικρή περισυλλογή, και κοιτώντας, ένοχα και πονηρά – σαν παιδάκι που έχει κάνει ζαβολιά – , εμάς

«Αρκεί να έχω σκορ πρόκρισης!»

Παρεμβαίνει – με μπλαζέ ύφος – η μοιχαλίδα Χρύσα:

«Σκορ πρόκρισης;»

Κι ο μπάρμπα Μήτσος – ξενερωμένος κι απλοποιημένος:

«Ε, να…, δηλαδή…, 5 – 1, 6 - 2, 8 – 4, 9 – 5 και πάει λέγοντας»

Ο Εμμανουήλ κρίνει ότι πρέπει να παρέμβει:

«Κάνεις δυο λάθη καπετάν –  κόρακα»

Ο καπετάν κόρακας, ο οποίος έχει ξανακάτσει εντωμεταξύ, γυρνάει προς τον Εμμανουήλ, παραξενεμένος

Κι ο Εμμανουήλ του λύνει την απορία:

«Πρώτον, ξεχνάς ότι η Μπαρτσελόνα γύρισε ένα 4 – 0 εις βάρος της, και, δεύτερον, ο Αϊνστάιν δεν είχε πει ότι όσοι παντρεύονται είναι μαλάκες, αλλά ότι ο  γάμος είναι η αποτυχημένη προσπάθεια να δώσεις διάρκεια σε ένα τυχαίο γεγονός»

Κάνει μπάσιμο ο αναστατωμένος και παραξενεμένος καθιστός βούβαλος, κουνώντας πέρα δώθε τη κεφαλή του:

 «Μα, Πάνο μου, ο καπετάν κόρακαχς δε μίλησε για τον Αϊνχταιν, αλλά για κάποιον Αϊνσδάην»  

Και η Χρύσα, απευθυνόμενη στη Ρούλα:

«Πάμε να φύγουμε, μωρό μου, οι άνθρωποι είναι γελοίοι»

Οι μοιχαλίδες κατευθύνονται, εκνευρισμένες, προς το Ρεντ φλαγκ. Καθιστός Βούβαλος και Καπετάν Κόρακας μας κοιτάνε ηλίθια. Κι ο καφετζής μαζεύει τα άδεια ποτήρια των μοιχαλίδων

Ακούγεται μια γνώριμη φωνή από την γωνία

«Πεινάω, Πεινάω, συνάνθρωποι μου!»  

Αλλά ποιος είναι αυτό που πεινάει;