Όποιος κρυφοπαντρεύεται, φανερά πομπεύεται Μέρος VIΙ – Παροιμίες

Η Ρούλα κι η Χρυσαφένια ετοιμάζονται να πληρώσουν τον καφετζή και συγχρόνως μαζεύουνε τα πράγματά τους

Αλλά δεν έχουνε σηκωθεί ακόμα από τις καρέκλες τους…

Παίρνω την μπάλα στα πόδια μου, άμεσα:

«Φεύγετε, κορίτσια;»

Η κυνική μοιχαλίδα Χρυσαφένια μου απαντάει, κοιτώντας το πορτοφόλι της

«Αφού ήπιαμε τις λεμονάδες μας…»

Και η αισχρή μοιχαλίδα Ρούλα την συμπληρώνει

«Πόσο σουρεαλισμό και παλαβομάρα να αντέξουμε;»

Πριν σηκωθούνε εξαπολύω την πρώτη μου βολίδα:

Και για να χουμε καλό ρώτημα, που μένετε τώρα;

Η ερώτηση μου αναγκάζει τις αιφνιδιασμένες  να διακόψουν τις προετοιμασίες τους

Η Χρυσαφένια ξανακάθεται αναπαυτικά, διπλώνει τα πόδια της, ανάβει ένα τσιγάρο, μου ρίχνει ένα παγερό βλέμμα κι απαντάει

«Εκεί που μέναμε… Στο νεοκλασικό στην Πλατεία Βαρνάβα... Η Ρούλα κι ο Νίκος μένουνε στον πρώτο όροφο… Κι εγώ με το Βασίλη, στο ισόγειο…»

Για να συμπληρώσει, πριν προλάβω να εξαπολύσω κι άλλη βολίδα:

«Αν κι ο Βασίλης κανα – δυο μέρες την εβδομάδα μένει με τους γέρους του...»

Δεύτερη βολίδα:

«Σώγαμπροι, δηλαδή;»

Μια βολίδα, όμως, που αποδείχτηκε πάσα για το Παναγιώτη τον Εμμανουήλ:

«Σώγαμπρος, αλεπού γδαρμένη!»

Παρατηρεί ο έξοχος Εμμανουήλ κοιτώντας επίμονα τη Ρούλα   

«Και παντρεμένος μασκαράς κι ανύπαντρος ρεζίλι!»

Απαντάει η πρόστυχη μοιχαλίδα

Αλλά κι ο Πάνος είναι σε εγρήγορση:

Όποιος κρυφοπαντρεύεται, φανερά πομπεύεται

Η  Ρούλα  αμήχανη  αυτήν τη φορά

«Κι να έμενα στο ράφι;»

Η απάντηση του Εμμανουήλ πληρωμένη

«Ή μικρή – μικρή παντρέψου, ή μικρή καλογερέψου»  

Η μοιχαλίδα  Χρύσα παρεμβαίνει για να σώσει τη Ρούλα, με περισσό θράσος και κυνισμό

«Ν’  αφήναμε το γάμο να πάμε για πουρνάρια;»

Μου λέει μ’ ένα προκλητικά ειρωνικό υφάκι

Αλλά δεν μάσησα

Κάνω επιθετική παρέμβαση, πλησιάζοντας την Χρυσαφένια, και μιλώντας με σφιγμένα δόντια:

«Αλλού ο γάμος, αλλού τα όργανα!»

Η Χρύσα γέρνει κι αυτή προς το μέρος μου, ακουμπώντας με τα απλωμένα χέρια στο τραπέζι

Είναι πιο αισχρή από κάθε άλλη φορά:

« Όσο κάθεται ο κερατάς τόσο μεγαλώνουν τα κέρατά του!»

Αλλά κι εγώ ήμουν σκληρός. Γέρνω ακόμα περισσότερο προς το μέρος της– οι μύτες μας σχεδόν εφάπτονται η μια στην άλλη – και κλιμακώνω την επίθεση μου:

«Η γριά δεν έλπιζε να παντρευτεί και αρραβώνα γύρευε»

Η βολίδα μου λύγισε τη μοιχαλίδα Χρύσα, μ’ αποτέλεσμα να ξαναγύρει προς τα πίσω – όπως  κι εγώ

Αφού ξεφυσάει μια δυο φορές, φανερά εκνευρισμένη, κάνει μια απέλπιδα προσπάθεια:  

 «Πάρ’ τον στο γάμο σου να σου πει και του χρόνου…»

Είπε, κοιτώντας τη φιλενάδα της, κρατώντας με την δεξιά της παλάμη το πρόσωπο της, και δείχνοντας αφηρημένα προς το μέρος μου

Γυρνάω στον Εμμανουήλ, εκμεταλλευόμενος την ευνοϊκή κατάσταση, και του απευθύνομαι 

«Μη λυπάσαι, Πάνο μου... Άλλος πλήρωσε τη νύφη, όχι εσύ…»  

Ο Πάνος αξιοποίησε αμέσως τη πάσα και μου απάντησε, κοιτώντας αποφασιστικά την μοιχαλίδα Ρούλα:

«Έχεις δίκιο, αδερφέ… Γιατί, εδώ που τα λέμε, δεν είμαι κι ο άντρας που μπορούσε να γίνει καλός σύζυγος…»

Και στοιχειοθέτησε:

«Γιατί, όπως είπε κι ένας Άγγλος σατυρικός συγγραφέας, ο Γουντχάουζ:  οι βλάκες μόνο γίνονται οι καλύτεροι σύζυγοι»

Και κοιτώντας εμένα:

«Είμαι σίγουρος ότι η Ζαχαρένια βρήκε καλό σύζυγο»

Ολοκληρώνω  μ’ ένα δυναμικό, αλλά και τεχνικό, βολέ, κοιτώντας αδιάφορα την Χρυσαφένια:

«Αλλά βγάζουν ζαβά παιδιά, γιατί όπως λέει κι η παροιμία: ζαβός – ζαβή παντρεύτηκε...»

Η Χρύσα σηκώνεται, ένοχα εκνευρισμένη, και φωνάζει, κοιτώντας με

«Αρκεί! Φτάνει!»

Ο αέρινος καφετζής μπαίνει στην σκηνή, μονολογώντας χαμηλόφωνα:

«Ήλιος με βροχή – παντρεύονται οι φτωχοί. Ήλιος και φεγγάρι –  παντρεύονται οι Γαϊδάροι»

Και πριν προλάβουν ν’ απαντήσουν – σ’ αυτήν την αναπάντεχη χαμηλόφωνη προβοκάτσια, οι αιφνιδιασμένες μοιχαλίδες, ο καφετζής συμπληρώνει

5 ευρώ, κυρίες μου

Η Χρύσα κάνει μια κίνηση για να βγάλει κάτι ευρώπουλα από το πορτοφόλι της, αλλά την προλαβαίνει η Ρούλα

«Άσε, αγάπη μου, θα πληρώσω εγώ»

Λέει στη Χρυσαφένια, και δίνει ένα 5 ευρώ στον καφετζή

Ο καφετζής, ο οποίος μας βοήθησε αποφασιστικά, εξαπολύοντας τη χαμηλόφωνη οβίδα του, πηγαίνει προς το καφενείο και τα κορίτσια σηκώνονται με σκυμμένα κεφάλια

Ύστερα κοιτιόμαστε αμήχανα για κάμποσο

Κι ακούγεται μια μεθυσμένη φωνή από την είσοδο του καφενείου

«Κχέεις, Μανόλ’, ντι είχε πει ο Αϊνσχάιν για ντουσχ παδρεμένουθ;»

Ήτανε  ο Μήτσος ο Λουλές, βασικό κι αυτό στέλεχος του καφενείου