Ίχνη χρόνου

      Είχε πάντα την αίσθηση πως δεν υπήρχε χρόνος και δεν ήξερε που βασιζόταν αυτή η αίσθηση που του δημιουργούσε μία παρότρυνση: να τρέξει.

      Αλλά η ζωή – η πραγματική συνήθως- δεν είναι ταινία για να την τρέξεις μπρος ή πίσω. Ποιος ξέρει γιατί; Είναι σίγουρο ότι αυτό θα διευκόλυνε κάποιες στιγμές τουλάχιστον, τη ζωή σου. Αυτές ακριβώς τις στιγμές που ένιωσες πως τα πόδια σου είναι χωμένα σε βάλτο και δεν μπορείς να βαδίσεις, ούτε να βάλεις το αριστερό μπροστά για να ακολουθήσει το δεξί.

     Δεν ήταν δημιουργός ταινιών άλλωστε, δεν έφτιαχνε εικόνες, τις περιέγραφε μόνο. Χρησιμοποιώντας λέξεις. Ή και κάτι παραπάνω.  Αισθήσεις. Αισθήματα. Φαντασία. Πράγματα φευγαλέα που δεν μπορείς να τους ξεφύγεις, ενώ αυτά έτσι αέρινα που είναι, σαν πεταλούδες διάφανες, μπορούν να σου ξεφύγουν μια χαρά.

       Γι’ αυτό πρέπει να ‘χεις τον έλεγχο του εαυτού σου, των κινήσεών του, των λέξεών σου – γιατί τις χάνεις και αυτές όταν τις χρειάζεσαι περισσότερο. Σε αφήνουνε εκεί σαν να σου έβαλε τιμωρία ο δάσκαλος να γράψεις: «δεν θα ξαναχάσω τις λέξεις μου». «Θα τις κρατώ σφιχτά μη μου φύγουν». Γιατί αυτές, όπως και τα αισθήματα έχουν φτερά και πετούν. Κι ο ήλιος καίει τα φτερά τους και αυτές πέφτουν στο έδαφος και γίνονται ανάπηρες ή λίπασμα για τα λευκά, ολόλευκα τριαντάφυλλα του κήπου σου. Εκεί, στον κήπο σου που φουρφούριζε το λευκό της φόρεμα. Και εσύ που έδινες μια για να τη φτάσεις αλλά δεν την έφτανες γιατί ποιος φθάνει τον αιθέρα ή ποιος ξέρει αν το παρελθόν έχει όντως συντελεσθεί, σαν ένα πακέτο τσιγάρα που το ΄κλεισες σε συρτάρι για μια ώρα ανάγκης.

     Οι ταινίες έχουν αρχή, μέση και τέλος. Έχουν εικόνες διαδοχικές. Και είναι διάτρητες. Όπως η μνήμη που έχει χωθεί στις σελίδες ενός λευκώματος. Εδώ από την τρίτη μας επέτειο. Μπροστά στο τζάκι. Οι εικόνες είναι κινούμενες. Η ζωή τρέχει. Εσύ βιάζεσαι. Δεν είχες ποτέ χρόνο. Τώρα είναι σταματημένος ο χρόνος. Συντελεσμένος. Και εσύ απών. Αδικαιολογήτως. Ποτέ δεν έδινες εξηγήσεις. Κι άφησες πίσω ένα σωρό αινίγματα και σκοτεινά ή αδιευκρίνιστα σημεία. Όχι δεν είναι όλα διαδοχικά πλάνα. Ποιος σου είπε πως παίζουν το παιχνίδι σου. Σε αυτό το παιχνίδι δε μπορείς ποτέ να κερδίσεις.

       Τώρα θα ξετυλίξω το κουβάρι σαν αρσενική Αριάδνη χωρίς Θησέα και όλα θα μείνουν μετέωρα και τα ερωτηματικά χωρίς απαντήσεις. Θα τσακίσεις τα πόδια σου στα χαντάκια κι οι παγίδες, όπως πάντα, δε σε προειδοποιούν πριν σε παγιδέψουν. Κι αν οι λέξεις σου βρίσκονται θαμμένες κάτω απ’ τις τριανταφυλλιές άντε να βρεις την άκρη. Μέχρι το υπερφωτισμένο πλάνο του τέλους όταν το σελιλόιντ θα χτυπιέται στον αέρα και η πομπίνα θα γυρίζει σαν τρελή.