Όποιος κρυφοπαντρεύεται, φανερά πομπεύεται Μέρος VI – οι υποψήφιοι εραστές της Ρούλας

Ο Νίκος ο Γκάτσος έχει σταματήσει τη διδασκαλία και έχει σηκώσει το κινητό του, μισοχορεύοντας στους ήχους του ψυχεδελικού ροκ που ακούγεται από το καφενείο…

Εμείς έχουμε ξανακάτσει στις καρέκλες μας…

Ο Γκάτσος σηκώνει το κινητό του από το τραπέζι κι απαντάει:

«Hello… Com’ on, baby… Πως είσαι δικιά μου, Helen;»

Για να συμπληρώσει

«Ουουουουουου!!»

Ήταν η Έλενα, η προπονήτρια ποδηλασίας και γυναίκα του Νίκου

Αλλά η έκφραση του προσώπου του Νίκου αλλάζει – όσο και ο τρόπος ομιλίας, καθώς ακούει από το ακουστικό την προπονήτρια γυναίκα του να του μιλάει…

Αφού ακούει για λίγο, απαντάει:

«Όκι, όκι, μωρό μου! Ζεν κάπνιδα την πφίπφα της ειγήνης με τον καχίστο βούαλο. Σχτο καπενείο είμαι με τα παιζιά»

Ξανά η προπονήτρια ποδηλασίας – σύντομη τώρα:

….

Ο Γκάτσος  ακούει φανερά προβληματισμένος και στρεσαρισμένος αυτά που του λέει η ποδηλάτισσα…

Και ξανά απαντάει:

«Με το Μανώη και τον Παναγιώδη!»

[Καλά, τώρα την έπεισες…]

Και ξανά μανά ακούει την γυναίκα του – ακόμα πιο αγχωμένος...

Και ξανά μανά απαντάει:

«Όκι, όκι, δεν είμαι μαδουρομένος!»   

Οι φωνές – ακριβέστερα, οι κραυγές –  της Έλενας γίνονται – πια –  εκκωφαντικές, αφού φτάνουν –   όχι και τόσο καθαρά βέβαια –   μέχρι τα αυτιά μας   

Πρέπει να του είπε κάτι σαν:

Έλα τώρα στο πίτι – ή σφίθι, ή σίτι, ή σβίθι, ή κάτι τέτοιο –, μπρωμομαζδούρη – ή πρωμομασθούρη!

Η κραυγαλέα παρέμβαση της ποδηλάτισσας προκαλεί άμεση αλλαγή στη συμπεριφορά – αλλά και στην προφορά – του Νίκου Γκάτσου

«Ναι, ναι, μωρό μου… Έρχομαι σπίτι τώρα…»

Λέει και κλείνει το κινητό του

Αφού κοιτάει για λίγο αφηρημένα προς την κατεύθυνση της κολόνας, γυρνά προς το μέρος μας και μας λέει, με απλωμένα χέρια

«Αδέρφια! Αδερφές! Πρέπει να γυρίσω στο μωρό!»

Ύστερα σηκώνει χέρια και κεφάλι προς τα πάνω και συνεχίζει, δυναμικά

«Πρέπει να μοιράσω αγάπη στην αδερφή – γυναίκα μου!»

Και μετά από λίγο ολοκληρώνει, ενθουσιασμένος:

«Yeah, baby!»

Μια κακεντρεχής φωνή ακούγεται από το καφενείο

«Πρόσεξε μη σου μοιράσει μάπες εκείνη!»

Ο ευτυχισμένος Γκάτσος απαντάει στη κακεντρεχή φωνή, αφού βγάζει ένα χαρτονόμισμα από το πορτοφόλι του, που μόλις είχε βγάλει από την κωλότσεπη

«Λουκά, σου αφήνω ένα δεκάρικο στο τραπέζι!»

Αφού αφήνει το δεκάρικο για τα δύο Bell’s κάτω από ένα τασάκι, πλησιάζει την Ρούλα, την φιλά στο αριστερό μάγουλο – πρέπει να βρήκε και λίγο λαιμό το φιλί, και της λέει

«Αδερφή, Ρούλα!»

Ύστερα, κι αφού κάνει το γύρο της κολόνας, κάνει το ίδιο και με την Χρυσαφένια – αν και βρήκε πιο πολύ λαιμό αυτήν τη φορά

[Λαμόγιο, Γκάτσο! Πρωμομασθούρη!!]

Και συμπληρώνει, με επίσημο και θερμό ύφος:

«Αδερφή, Χρύσα!»

Ύστερα απευθύνεται στον Πάνο τον Εμμανουήλ, ακουμπώντας τα χέρια του στους ώμους του, και του λέει, ολόθυμα:

«Αδερφέ, Πάνο!»

Ύστερα, κοιτάζει εμένα, απλώνει το χέρι του προς το μέρος μου και μου λέει:

«Give me five, my man!»

Ανταποκρίνομαι στην χειρονομία του κι αφού ανασηκώνομαι από την καρέκλα απλώνω και εγώ το χέρι μου

Αφού ολοκληρώθηκε  η ένθερμη χειραψία μας, που έμοιαζε με φιλικό μπρα ντε φερ, ο Νίκος ο Γκάτσος απομακρύνεται για λίγο, κάνει τον κύκλο της άλλης κολόνας, κι αφού στέκεται απέναντί μου, μου λέει, χτυπώντας ταυτόχρονα με το δεξί του χέρι το αριστερό του στήθος

«Αδερφέ, Μάνο!»

Ύστερα, γυρνά να δει τον καθιστό βούβαλο, ο οποίος είναι ξαπλωμένος μπρούμυτα στο πεζοδρόμιο και κλαίει σπαρακτικά 

Ο Νίκος Γκάτσος γονατίζει δίπλα από τον ξαπλωμένο καθιστό βούβαλο και τον ρωτάει στοργικά:

«Αδερφέ Καθιστέ Βούβαλε, γιατί κλαις;»

Καθιστός βούβαλος – κλαίγοντας ακόμα πιο σπαρακτικά:

«Μη μαχς εγκαταλείπειχς, Κύριε! Συγχώρεχσε μαχς!!»

Αλλά ο Γκάτσος είναι  καθησυχαστικός  

«Μα δε θα σας εγκαταλείψω, καθιστέ βούβαλε! Θα σας αγαπάω για πάντα!»

Η υπόσχεση του Νίκου Γκάτσου ασκεί  καταλυτική επίδραση στον καθιστό βούβαλο

Αμέσως σηκώνεται όρθιος και με ενθουσιώδη χαρά μικρού παιδιού ξαναρωτάει τον  Νίκο Γκάτσο:

«Αλήθεια μαχς λες, Διδάχσκαλε;»

Ο Νίκος Γκάτσος σηκώνεται κι αυτός όρθιος, πιάνει με τα δύο του χέρια τα μπράτσα του καθιστού βούβαλου και του απαντάει, στοργικά και χαμηλόφωνα:

«Μα φυσικά, αφοσιωμένε μου Καθιστέ Βούβαλε… Μην ανησυχείς»

Ύστερα, απομακρύνεται από τον καθιστό βούβαλο κι απευθύνεται πάλι προς εμάς – δηλαδή εμένα, τον Εμμανουήλ, τη Ρούλα και τη Χρύσα -, με απλωμένα πάλι χέρια:

«Κάντε αγάπη μεταξύ σας, αδέρφια κι αδερφές. Κάντε κοσμικό έρωτα!»

Η κοκκινισμένη Ρούλα τσιμπά αμέσως:

«Να κάνω σεξ, με τον Παναγιωτάκη, παντρεμένη γυναίκα; Ξέχασες ότι έχω σύζυγο;»

Ο Νίκος Γκάτσος αφού την κοιτάει παραξενεμένος, απαντάει τα προφανή:

«Μα το ίδιο πράγμα είναι, αδερφή! Είτε κάνεις σεξ με τον Πάνο είτε με τον Σύζυγο σου, είναι το ίδιο πράγμα! Αφού είναι οι ίδιοι! Όλοι είμαστε σύζυγοι και νύφες όλων!»

Κι ύστερα, μες κάπως αδιάφορο ύφος:

«Και δε σου είπα να κάνεις σεξ αποκλειστικά και μόνο με τον Παναγιώτη… Μπορείς να κάνεις έρωτα και με τον... εεε…»

Γυρνάει το βλέμμα αριστερά – δεξιά και συνεχίζει

«Με τον Μανόλη λόγου χάρη… Ή…, ή…, ή…, ή…»

Ξανά αριστερά – δεξιά η ματιά

«Ή, με την Χρύσα… Ή…, ή…, ή…, ή…»

Αναζητώντας κάποιον/ α δυνητικό/ ή υποψήφιο/ α σεξουαλικό/ ή παρτενέρ για την Ρούλα, ο Νίκος μας γυρνάει την πλάτη και τον/ την ψάχνει με το βλέμμα του

Προσπερνά τον καθιστό βούβαλο, ο οποίος τον κοιτάει με χαμόγελο προσμονής κι έχοντας ενώσει τις παλάμες του, παρακαλώντας να τον ονοματίσει μνηστήρα, και κοιτάζει προς την είσοδο του καφενείου

Εκεί είναι στοιβαγμένοι ο Μάκης ο Κριεκούκης, ο Μανούσος, ο πορνόγερος Μπάρμπα – Νίκος κι ένας πακιστανός πλανόδιος, προσμένοντας, χαμογελαστοί – κι αυτοί –  να χριστούν υποψήφιοι εραστές της Ρούλας από τον Μέγα Διδάσκαλο Νίκο Γκάτσο

Μη καταφέρνοντας να βρει κατάλληλο παράδειγμα, ο Γκάτσος ξαναγυρίζει προς το μέρος μας κι απευθύνεται, χαρούμενος στην Ρούλα

«Καταλαβαίνεις, αδερφή Ρούλα;»

Η Ρούλα έχει βγάλει τον σταυρό που φοράει στο λαιμό της και τον φιλάει, δακρυσμένη και τρεμάμενη

Η σιωπή σπάει από μια δηλητηριώδη παρέμβαση της Χρύσας

"Δε σε περιμένει η Έλενα στο σπίτι, Νίκο μου;"

Κι ύστερα, ακόμα πιο δηλητηριώδης:

«Μήπως θέλεις να της τηλεφωνήσω για να της πω ότι θα αργήσεις, μιας δεν έχετε καπνίσει ακόμα όλη την πίπα της ειρήνης;»  

Ο Γκάτσος πετάχτηκε σα να τον είχε κτυπήσει ηλεκτρικό ρεύμα, μόλις άκουσε τη σοκαριστικά δοσιλογική ερώτηση – απειλή  της αδίστακτης μοιχαλίδας

Ο ενθουσιασμός και η χαρά έδωσαν τη θέση τους στην ανησυχία και τον προβληματισμό 

Ύστερα, έκανε δυο μεγάλα ανάποδα βήματα κι απάντησε χαμηλόφωνα – σχεδόν σαν μαστουρωμένος, και  κοιτώντας στο πουθενά:

«Όχι…, όχι... Δηλαδή…, ναι…, ναι… Πρέπει να πάω σπίτι…»

Κι αφού μας ξανακοιτάζει, δείχνοντας να ξεπερνάει το αρχικό σοκ, συμπληρώνει, σχηματίζοντας με τα δάκτυλα και των 2 του χεριών το σήμα της νίκης:

«Peace and Love, Αδερφοί κι Αδερφές!»

Και στον Καθιστό Βούβαλο, δείχνοντάς τον με τον δείκτη του δεξιού του χεριού:

«Αύριο, Καθιστέ!»

Η κακεντρεχής κι απόμακρη φωνή του εσωτερικού καφενείου:

«Αν σ’ αφήσει η Κυρά – Ελένη και δε σε κλειδώσει για καμιά βδομάδα σπίτι!»

Ο Νίκος Γκάτσος υποκλίνεται, κάνει αναστροφή κι αρχίζει να τρέχει προς το σπίτι του

Η μοιχαλίδα Χρύσα:

«Λουκά, έλα να σε πληρώσουμε»  

 Όχι τόσο γρήγορα, καλή μου μοιχαλίδα…