Ιστορίες από το καφενείο Όποιος κρυφοπαντρεύεται, φανερά πομπεύεται Μέρος Δ’: Άνθρωπε Αγάπα

Ο καθιστός βούβαλος καπνίζει αρειμανίως την πίπα της ειρήνης και  φιλίας

Καθώς καπνίζει κοιτάει ευτυχισμένος το Άπειρο.

Μάτια υγρά, βλέμμα απλανές και χαμόγελο ως τα αυτιά

Ύστερα προσφέρει – χωρις να τον βλέπει – την πίπα της ειρήνης και  φιλίας στον Νίκο Γκάτσο, ο οποίος έχει κάτσει δίπλα του και παράλληλα

Ο Γκάτσος παίρνει – χωρίς ούτε κι αυτός να τον κοιτάξει – την πίπα της ειρήνης κλπ από τον Καθιστό Βούβαλο

Με το που τραβάει την πρώτη ρουφηξιά, εμφανίζει τα ίδια συμπτώματα με τον Καθιστό Βούβαλο

Μονάχα που ο Γκάτσος δε χαμογελάει αλλά έχει σχηματίσει  με το στόμα του ένα μακρόστενο κι άηχο ο

Σύντομα η βαθιά περισυλλογή οδηγεί στην φώτιση:

Ο Νίκος Γκάτσος σηκώνεται από την καρέκλα του και φωνάζει ενθουσιασμένος, απλώνοντας τα χέρια του:

«Είμαι ο Υιός του Θεού!»

Αλλά ο Εμμανουήλ είναι σε υλιστικό – διαλεκτική κι επιστημονική εγρήγορση, και κουνώντας τον δείκτη του δεξιού του χεριού επιχειρεί να νουθετήσει τον Γκατσο:  

«Κατρακυλάς επικίνδυνα στον ιδεαλισμό, σύντροφε Γκάτσο!»

Η μοιχαλίδα Ρούλα πετάγεται σαν πορδή:

«Συμφωνώ με τον Παναγιωτάκη, Νίκο μου»

Ο Λουκάς, κρατώντας ένα δίσκο, μπαίνει ορμητικά στην σκηνή αφήνοντας, πίσω του, ανοιχτή την πόρτα του καφενείου

Από μέσα ακούγεται η φωνή της Κατερίνας Στανίση:

Σ' έχω κάνει θεό μια φορά να σε δω

να σου πω σ' αγαπώ γύρνα πίσω

Σ' έχω κάνει θεό μια φορά να σε δω

μα με διώχνεις πριν καν σου μιλήσω

Μια φορά να σε δω να σου πω σ' αγαπώ

Σ' έχω κάνει θεό

Μιλάει ο  Καφετζής:

«Κυρίες μου, οι λεμονάδες σας»

Αφήνει τις δύο λεμονάδες στο τραπέζι, κι ύστερα  γυρίζει προς τον Γκάτσο, λέγοντας του:

«Και το ουισκάκι σου…, μεγάλε θεέ»

Ο Γκάτσος – που στο μεταξύ έχει ξανακαθήσει στην καρέκλα του – γυρνά εκστασιασμένος προς τον καφετζή και του λέει, με δάκρυα στα μάτια:

«Λουκά, έχεις συνειδητοποιήσει ποτέ πόσοι άνθρωποι – από την αυγή του ανθρωπίνου είδους –  έχουν κάνει σεξ για να γεννηθούμε;»

Για να συμπληρώσει, ύστερα από λίγο:

«Εσύ, Εγώ, όλες και όλοι μας;»

Ο καφετζής απάντησε ψύχραιμα, μουντζώνοντας με το δεξί του χέρι το Νίκο Γκάτσο:

«Πέντε, μήπως;»

Ο Γκάτσος δεν κατάλαβε το συμβολισμό κι απαντάει με αφέλεια:

«Όχι τόσοι λίγοι, ρε συ Λουκά!»  

Ο καφετζής επιμένει, μουντζώνοντας – αυτή τη φορά – και με το αριστερό του χέρι:

«Μήπως, Δέκα;»

Ο Μεσσίας Νίκος Γκάτσος, εξακολουθώντας να μην πιάνει τον συμβολισμό, ξανασηκώνεται από την καρέκλα του, ανοίγει τα χέρια του κι αρχίζει ένα βροντερό κι εκφραστικό κήρυγμα – παραλήρημα, κοιτώντας προς το άπειρο  

«Όκι, όκι, όκι, όκι, όκι! Είναι πολύ περισσότεροι!! Είναι άπειροι!!! Είναι το άπειρο!!!! Είναι και είμαι όλο το Σύμπαν!!!!!»

Ύστερα πλησιάζει προς τη Ρούλα και τον Εμμανουήλ, τους πιάνει τα χέρια και συνεχίζει την Αποκάλυψη Του:

«Και ξέρετε αδέρφια ποια δύναμη ενώνει όλους εμάς τους θεούς;»

Σιγά μην περίμενε απάντηση:

«Η Αγάπη, αδέρφια κι αδερφές! Η Αγάπη για όλους τους θεούς κι για όλες τις θεές!!»

Κι ύστερα   κραυγάζει:

«Γέεεα, Μεν! Σεξ, ντραγκς εν Ροκ εν Ρολ, Μεν!!»

Κι αφού κάνει μια περιστροφή γύρω από το άξονα του, αρχίζει να τραγουδά:

«Άνθρωπε αγάπα, τη φωτιά σταμάτα

και τη δύναμή σου δώσ’ την στο φιλί σου»

Και καθώς χορεύει και τραγουδάει, ο καθιστός βούβαλος έχει γονατίσει δίπλα του και του χτυπάει παλαμάκια  

 Ο Λουκάς αποχωρεί από τη σκηνή, μονολογώντας:

«Έχει τρελαθεί όλο το σύμπαν»

Και:

«Αυτή η  χώρα  δε σώνεται με τίποτα»

Παίρνω πάσα από τη θεολογική συζήτηση που έχει προηγηθεί κι απευθύνομαι, επιθετικά, στη μοιχαλίδα Χρύσα:

«Κι εγώ σε είχα σα θεά, αλλά εσύ έπαψες να με αγαπάς!»

Η Χρυ – τσούλα σηκώνεται αμέσως πάνω και ξεκινάει μια αυθάδικη αντεπίθεση:  

«Εσύ έπαψες να μ’ αγαπάς, παλιομα..κα! Που μου χούφτωνες την πιτσιρίκα τις προάλλες… μπροστα στα μάτια, παλιό – παιδέρα!!»

[Ασύστολα ψεύδη! Ελεεινή συκοφαντία!! Αισχρή διαστρέβλωση της πραγματικότητας!!! Ανακρίβειες!!!!

Εγώ δεν χούφτωσα την Ναταλία! Εκείνη με χούφτωσε!! Εγώ μονάχα τη μέση της έπιασα!!! Μπορεί και λίγο πιο πάνω!!!! Ή λίγο πιο κάτω!!!!

Και δεν είναι ανήλικη η Ναταλία! Άντε να ναι 23!! Εντάξει, μπορεί και 19…]    

Αλλά η άδικη επίθεση της Χρύσας είχε και συνέχεια:

«Μίση ώρα καθόμουνα παραδίπλα σου, παλιομα..κα, αλλά εσύ ούτε που με πρόσεξες, παλιογελοίε! Μόνο που δεν το κάνατε! Μπροστά στα μάτια μου! Και μέσα στο μαγαζί της ξαδέρφης μου!»

Σηκώνομαι κι εγώ κι αρχίζω – κι εγώ – να φωνάζω

«Δεν έκανα τίποτα, κυρία μου, με την μικρή… Ούτε σαρκική, αλλά ούτε και διανοητική μοιχεία διέπραξα… Όπως εσύ και η τσούλα η φίλη σου!!»

Ενώ το πορνίδιο ήταν έτοιμο να μου απαντήσει, ξαναεμφανίζεται ο καφετζής, κρατώντας ένα ηχείο στα χέρια του. Αφού το στερεώνει κάπου, ξαναμπαίνει στο εσωτερικό καφενείο. Ύστερα από λίγο ακούγεται από το ηχείο μια γνώριμη μελωδία: είναι το Master of the Universe  των Hawkwind   

Και η ψυχεδέλεια συνεχίζεται...