Ιστορίες από το καφενείο Όποιος κρυφοπαντρεύεται, φανερά πομπεύεται Μέρος Γάμα:  Και οι ψηλοί είναι κοντοί

Η Χρυσαφένια, η γυναίκα της ζωής μου  δηλαδή, μόλις μου έχει ανακοινώσει ότι έχει αρραβωνιαστεί έναν κάποιον Βασίλη Καρά…

Προς επίρρωση του ισχυρισμού της μου επιδεικνύει, έχοντας μαζέψει τα υπόλοιπα δάκτυλα του αριστερού της χεριού, το μεσαίο δάκτυλο..

Αντιπαρέρχομαι την προσβολή και ρίχνω ένα βλέμμα στον Εμμανουήλ  

Κοιτά την Ρούλα, δηλαδή την γυναίκα που έχει αγαπήσει πιο πολύ,  με ψυχρό κι αντρίκιο βλέμμα,   και λέει:

«Μου χες πει πριν από μερικά χρόνια ότι ούτε τον αγαπάς ούτε ταιριάζετε…  Άλλαξε κάτι τώρα;  Πριν δεν τον αγαπούσες και δεν ταιριάζατε, ενώ τώρα τον αγαπάς και ταιριάξατε;»

Η Ρούλα κοκκίνισε, αλλά προσπάθησε να περάσει στην αντεπίθεση, παριστάνοντας – και καλά – την παραπονεμένη και θιγμένη:    

«Και πόσο να σε περίμενα; Και πώς να ακολουθήσω – άρρωστη γυναίκα  –  ρυθμούς σαν τους δικούς σου;  Πόσες ταβέρνες; Πόσα ξενύχτια;»

Η αποθρασυμένη μοιχαλίδα σηκώνεται από την καρέκλα και συνεχίζει, ωρυώμενη, την αήθη και συκοφαντική επίθεση στον Εμμανουήλ:   

«Πόσα κρασιά; Πόσα τσίπουρα;»

Η φωνή του Λουκά, ο οποίος για άλλη μια φορά εμφανίζεται στη σκηνή από του πουθενά, μαλακώνει την ένταση:

«Ήρθαν και τα τσιπουράκια σας, παιδιά!»

Λέει κι αφήνει δυο τσίπουρα στο τραπέζι, ο προβοκάτορας…  

Ύστερα γυρίζει προς τις μοιχαλίδες και τις απευθύνεται, αφού υποκλίνεται, με επίσημο και ήρεμο ύφος:

«Κυρίες μου, αποφασίσατε αν θα πάρετε κάτι;»

Η εμφανώς σαστισμένη Ρούλα κάθεται, κοκκινισμένη από την ντροπή – αυτό το ξεδιάντροπο γύναιο – , ξανά γυρνά στην καρέκλα της κι αφού κάθεται, απευθύνεται, χαμηλόφωνα και απολογητικά στον καφετζή – ταχυδακτυλουργό:  

«Συγγνώμη, κε Λουκά…, για τις φωνές»

Για να συνεχίσει:

 «Αν και θα φύγουμε σε λίγο, μια λεμονάδα θα την έπινα…»

Αφού πήρε την απάντηση από την Ρούλα, ο καφετζής υποκλίνεται και γυρνά προς την Χρυσαφένια και  ρωτάει, στοργικά:  

«Εσείς, Κυρία μου;»

Εκείνη τον κοιτάει με ένα άδειο βλέμμα…  

Ψελλίζει:

«Εεεε;;»

Ξανά ο επίμονος – κι υπομονετικός –  καφετζής:

«Θα θέλατε να σας φέρω κάτι;»

Η Χρυσα χαμηλώνει το βλέμμα της, πιάνει, φανερά μπαϊλντισμένη, με το αριστερό χέρι τα μάτια της κι απαντάει:

«Κι εγώ, μια λεμονάδα»

Ο καφετζής φεύγει κι εγώ παίρνω την μπάλα κι επιτίθομαι στη Χρύσα:

«Ο Αρραβωνιάρης σου είναι ένας απ’ αυτούς που σας περίμεναν τις προάλλες  έξω από το καφενείο;»  

Η μοιχαλίδα νούμερο 2 ξανασηκώνει το βλέμμα της και με κοιτάει με μίσος....

Απαντάει βραχνά κι ελαφρά τσαμπουκαλεμένα:

«Ναι. Ο ένας ήταν ο δικός μου κι ο άλλος της Αργυρώς»  

Και συνέχισε, η σκύλα, συνοφρυωμένη:

«Αλλά  εσένα, τι σε νοιάζει;»    

Κρατώ τη ψυχραιμία μου και συνεχίζω το σλάλομ:

«Απλά, επειδή μου φάνηκαν έξυπνα και όμορφα παιδιά, ήθελα να σου δώσω τα συγχαρητήρια  για την επιλογή σου»

Και συνέχισα στο ίδιο μοτίβο:

«Και πανύψηλα, ρε παιδί μου! Καλαθοσφαιριστές είναι;»

Προτού προλάβει να μου απαντήσει η – φανερά εκνευρισμένη – Χρυσαφένια, ο Εμμανουήλ ξεσπά σε βροντερά γέλια

Η μοιχαλίδα μου γυρνά προς το μέρος του κι με αυστηρό ύφος ρωτάει:

«Εσύ γιατί γελάς, Πάνο;»

Ο Εμμανουήλ, αφού γέλασε για κάμποσο ακόμα, ηρέμησε, ήπιε λίγο νερωμένο τσίπουρο, κι απάντησε σε μένα:

«Δεν ξέρω για το δικό σου Μανόλη, αλλά ο Νίκος – ο δικός μου δηλαδή – δεν είναι πάρα πολύ ψηλός»

Για να συμπληρώσει, αφού βάλει την δεξιά του γροθιά στο στόμα

«Πφφφ…»

Παίρνω την πάσα κατευθείαν:

«Πάντως ο ένας ήταν λίγο λιγότερο ψηλός από τον άλλο. Ο δικός μου πρέπει να ήτανε λίγο λιγότερο ψηλός από τον δικό σου…»

Η Αργυρώ/ Ρούλα κάνει μια απρόσμενα κακούργα παρέμβαση:

«Ναι, αλλά οι λιγότερο ψηλοί έχουν άλλα καλά…, που δεν έχουν οι περισσότερο ψηλοί…, Καλέ μου ρατσιστη…»

Ακούτε τι είπε το πορνίδιο; Ακούτε; Αλλά δε φταίει αυτή η επαίσχυντη μοιχαλίδα! Ο Μαλάκας ο Εμμανουήλ φταίει!! Που δεν την είχε σαπίσει στα χαστούκια!!! Ο παλιομαλάκας!!!! Και με πε και ρατσιστή, η πόρνη!!!!! Γ…ω το ΚΚΕ Εσωτερικού και το που..η το Τσίπρα!!!!!!

[Ο Στρόβιλος κρατάει ένα σοβαρό – αλλά και φίλο LGBTQI και αντί – σεξιστικό –  επίπεδο αλλά και μια στάση κριτικής ανοχής στη φίλο – αμερικακογερμανικοκινεζικορωσική αριστεροκεντροδεξιά κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ – και λοιπών δημοκρατικών δυνάμεων…]

Σηκωνόμαστε όλοι – όλες  από τις καρέκλες μας κι αρχίζουμε χριστοπαναγίες…

Σηκώνεται κι ο Νίκος ο Γκάτσος και φωνάζει, έχοντας βάλει τα χέρια στα μαλλιά του:

« Ψυχεδέλεια φάση! Ψυχεδέλεια!! Ροκ εν Ρολ!!! Σεξ, ντραγκς και Ροκ εν Ρολ!!!!»

Κι η φωνή του καφετζή:

«Οι λεμονάδες σας, κυρίες μου»

Κοιτάζω τη Ρούλα και τη Χρύσα, αφού όλοι/ όλες έχουμε ηρεμήσει –  μετά τις παρεμβάσεις Γκάτσου και καφετζή …

Μου φαίνονται προβληματισμένες και μελαγχολικές…

Ύστερα κοιτάζω τον αδερφό μου, τον Πάνο τον Εμμανουήλ:

Κοιτάει την αγαπημένη του Αργυρώ  με βουρκωμένα μάτια…

Πόσο την αγαπάει…

Ύστερα το βλέμμα μου πηγαίνει στον Νίκο τον Γκατσο, ο οποίος έχει καθίσει σ’ ένα διπλανό τραπέζι με τον καθιστό βούβαλο