Ιστορίες από το καφενείο Όποιος κρυφοπαντρεύεται, φανερά πομπεύεται

Ο γάμος της Μπέτης με τον Αλέξη, των σκυλιών δηλαδή της Δάφνης – Νταίζης – Αρχοντοπούλου και του Μίκη Θεοδωράκη, ο οποίος έλαβε χώρα στο καφενείο του Λουκά, δεν ήταν ο μοναδικός γάμος φιλικών μας ζώων που έγινε το περσινό φθινόπωρο

Παντρεύτηκε επίσης η Αργυρούλα / Ζαχαρούλα / Ρούλα – η πρώην του Παναγιώτη Εμμανουήλ, ενώ  η κολλητή της, η Χρυσαφένια – η πρώην μου δηλαδή – αρραβωνιάστηκε. . Όχι μεταξύ τους ή με κάποιες από τις φίλες τους, αλλά με κάποιους φίλους τους: η Ρούλα παντρεύτηκε – σ’ ένα μικρό εξωκκλήσι στον Καρέα και παρουσία 8 μονάχα συγγενικών τους προσώπων  –  έναν μηχανικό αυτοκινήτων ονόματι Νίκο Σταυρίδη – απλή συνωνυμία – και η Χρυσαφένια αρραβωνιάστηκε, σ’ ένα μπακάλικο – ουζερί κοντά στο καφενείο του Λουκά, έναν μπουζουκτσή ονόματι Βασίλη Καρά – επίσης απλή συνωνυμία

Μιλάμε για τους δύο –  όχι ιδιαίτερα ψηλούς – κύριους που είχαμε δει να τις συνοδεύουνε στις αρχές του χειμώνα… Ή ίσως, τέλη Νοέμβρη

Αυτό που δε ξέραμε τότε ήταν ότι είχαν ήδη παντρευτεί – αρραβωνιαστεί!!

Κι ότι είχαν έξω βγει για να γιορτάσουν ένα μήνα γάμου /  αρραβώνα!!!

Αφού γάμος κι αρραβώνας έγιναν την ίδια μέρα!!!!

Αλλά όχι στο ίδιο μέρος!!!!!

Εν πάση περιπτώσει, περνάμε από τη διήγηση ενός γάμου μεταξύ σκύλων, του Άλεξ και Περιστέρας, για να επικεντρωθούμε σε γάμους μεταξύ βρωμόσκυλων, εεε, ανθρώπων

Πως έγινε η δραματική αποκάλυψη:

Έχουμε κάτσει εγώ, ο Παναγιώτης ο Εμμανουήλ κι ο Νίκος ο Γκάτσος γύρω από ένα τραπέζι στο πεζοδρόμιο έξω από το καφενείο του Λουκά και μιλάμε για το Μακεδονικό σε πολιτισμένο κλίμα…

Η σόμπα κάνει την παραμονή μας σε εξωτερικό χώρο υποφερτή, αν και ο Σκανδιναβό –  ποιημένος Εμμανουήλ επειδή ζεσταίνεται από τη σόμπα έχει βγάλει πουλόβερ και μπουφάν, μένοντας μόνο με το πουκάμισο…

Κάποια στιγμή χτυπάει το κινητό του Εμμανουήλ…

Ο Εμμανουήλ κοιτάει την οθόνη, γουρλώνει τα μάτια κι απαντάει με τρεμάμενη φωνή:

«Ναι,… ναι,…, ναι,…, γλυκιά μου Ζαχαρούλα»

Ύστερα από μερικές στιγμές κοιτάζει προς το μέρος μου και λέει:

«Ναι, ναι, εδώ είμαστε… Μαζί με το Μανόλη»

Και ύστερα από λίγο, κουνώντας, σα σπαστικό, το κεφάλι του:

«Ναι, ναι, να ’ρθείτε … θα χαρούμε πολύ να σας δούμε»

«Και μετά: φιλάκια, κούκλα μου γλυκιά»

[Πανούκλα του γλυκιά! Πανούκλα του γλυκιά!!]  

 Ύστερα με κοιτάει περιχαρής και μου ανακοινώνει:

«Σε 5 λεπτά έρχονται από δω τα κορίτσια!!!»

Κανονικά έπρεπε να αισθανθώ κι εγώ περιχαρής, αλλά είχα κακό προαίσθημα, οπότε απάντησα λακωνικά στον Πάνο:

«Ωωχ!»

Ο Πάνος μου απαντά, προσβεβλημένος

«Δε χαίρεσαι που θα ξαναδούμε τις κοπέλες μετά από ένα χρόνο;»

Απάντησα αργά και χαμηλόφωνα – κοιτώντας το τσίπουρο μου:

«Δε ξέρω…, φοβάμαι…»

Ύστερα ξανακοίταξα το πρόσωπο του Εμμανουήλ

Η ευφορία είχε δώσει τη θέση της στο προβληματισμό και στην ανησυχία

Η φωνή του Γκάτσου σπάει τη σιωπή:

«Να την κάνω εγώ, παιδιά;»

Γύρισα προς το μέρος του γρήγορα και του απάντησα άμεσα και επιτακτικά, κρατώντας το χέρι του:

«Όχι, χρειαζόμαστε μάρτυρα!»

Ύστερα από μια μαρτυρική και αγωνιώδη αναμονή, εμφανίζονται στην σκηνή η Ζαχαρούλα κι η Χρυσαφένια