Στην πλώρη την οξύρυγχη

Μονάχος ήμουν και αφού δεν με έβλεπε από το πλήρωμα κανείς, τρελό για να με πει, την ρώτησα φωναχτά:
-Θάλασσα, θέλεις που φουρτουνιάζεις; 
Κι όταν όλη την γαλήνη σου πνίγεις και την δικιά μου την γαλήνη που είναι μέσα της, το θέλεις;
Και τότε απρόσμενα, μια σπαρακτική κραυγή ακούστηκε, σαν νάταν από πάντα φυλακισμένη:
-Όχι, δεν θέλω τα άγρια κύματα…όχι δεν θέλω να με τρέμουν, καθόλου δεν το θέλω. 
Μα μέσα στη κοιλιά μου έχω πλήθος ψάρια με αγκίστρια σκουριασμένα και ναύτες νιους που τους προσμέναν οι γοργόνες τους, ξύλινα και ατσάλινα σκαριά και πλήθος ναυάγια πράγματα λησμονημένα, που μόνο διαβολεμένο πόνο προκαλούν. Συνθλίβω έτσι τον πόνο μου ουρλιάζοντας και τον απλώνω με κύματα όσο μπορώ μακριά και όταν έχει εντελώς ξεδιπλωθεί μπορώ να ανακουφιστώ και εγώ όπως και εσύ που κάθεσαι στην πλώρη την οξύρυγχη και με ατενίζεις σαν χαζός ερωτευμένος. 
Μετα ήρεμη πια, σιγά σιγά φτιάχνω μια εκκωφαντική γαλήνη που έρχεσαι και πάλι εσύ, θαλασσοπόρος αμετανόητος, μέσα της να ανακουφιστείς. Αύριο βέβαια πάλι τα ίδια. 
Έτσι είναι το ταξίδι που επέλεξες για όλη τη ζωή σου και αυτή είναι και η ομοιότητά μας. 
Ένα υπερπόντιο ταξίδι, με αρχή δίχως τέλος, γαλήνης, πόνου και στη μέση όνειρα, άλλα ναυαγισμένα πάνω σε δολώματα που καταχωνιάζουμε στα σπλάχνα μας και άλλα όνειρα που η νηνεμία μου γλυκά και απλόχερα προσφέρει και όταν γέρος στη στεριά βρεθείς αυτά θα είναι το σανίδι και η μαγκούρα σου.

Άλλο λοιπόν δεν έχεις καπετάνιε μου, από χαρά να λησμονείς και να θυμάσαι την εικόνα μου και έτσι μανιασμένη. 
Γι΄αυτό σώπα, μη μιλάς και πιες από το αλάτι μου δαγκώνοντας τα χείλη σου και μπήξε τα νύχια σου στη κουπαστή όπως ο φίλος σου ο Καββαδίας.