O Κος καθετί και η Κα Καθεπώς, 9. Το Νησί

      Ήταν απέναντί του και την κοίταζε. Την αγκάλιαζε με το βλέμμα του. Απολάμβανε την παραμικρή κίνηση του κορμιού της, των χεριών της, του προσώπου της. Είχε, θαρρείς, καταλάβει όλο τον αέρα γύρω από αυτήν. Ήταν μια παράξενη κατάληψη. Εκτός κι αν συναντούσε και την δική της συναίνεση. Την ίδια στιγμή εκείνος σκεφτόταν το όνειρο της προηγούμενης νύχτας. Το ίδιο εφιαλτικό με εκείνο του ασανσέρ χωρίς τοίχους. Βαρύ και βασανιστικό. Ήταν, λέει, ανάσκελα ξαπλωμένος στο πάτωμα και κάποιος καθόταν στο στήθος του με όλο  το βάρος που διέθετε και τον πίεζε αφόρητα και δεν μπορούσε να αναπνεύσει και ο αέρας στα πνευμόνια του όλο και λιγόστευε. Ξύπνησε με μια κραυγή, ενώ μια βαθιά ανάσα γέμισε τα πνευμόνια του με αέρα. Εισέπνευσε και εξέπνευσε, ώσπου η ανάσα του να επιστρέψει στην κανονική της κατάσταση.Για όσο το όνειρό του εκτυλισσόταν ξανά στον ξύπνιο, στην κρισάρα της συνείδησης κατανοούσε πως δεν ήταν τίποτα άλλο παρά φόβος απόρριψης.

Σε κάθε περίπτωση του κατέστρεφε την αμεσότητα της πολύ όμορφης αυτής στιγμής. Ένας παρελθόν και ένας μελλοντικός φόβος αναιρούσαν το παρόν. Αυτή η ευτυχής στιγμή, αυτό το «τώρα» κόντευε να πάει περίπατο.

Έπρεπε να συνέλθει. Να εμπιστευτεί την αβεβαιότητα – ή την βεβαιότητα;  - της στιγμής. Έπρεπε να συνεχίσει να την κοιτά κάνοντας ένα ακόμη βήμα. Να την πολιορκήσει. Όχι μόνο με το βλέμμα. Αλλά και με λόγια. Κι άρχισε να της λέει πόσο ευτυχής ήταν που ξαναβρέθηκαν. Πως θυμόταν ολόκληρη εκείνη την παρελθούσα σκηνή στο πλοίο για το Νησί. Κι άρχισε να μιλά για το δικό τους Νησί. Ένα δικό τους και μόνον προορισμό, έξω από την πραγματικότητα του παρόντος, ανιαρή ή δύσκολη.

Το Νησί, της έλεγε... κι ήταν τόση η ευγλωττία του ώστε άρχισε να τα χάνει. Κόντευε να βουρκώσει, ενώ εκείνη έβγαζε όλο επιφωνήματα επιδοκιμασίας. Και πριν αρχίσουν να τρέχουν δάκρυα στα μάγουλα του, του έπιασε το χέρι και το έσφιξε με όσο νόημα είχε η δική της επιθυμία, ή δική της ευγλωττία. Και πάνω στην καλύτερη τους ώρα που χρειάστηκε τόσες ανάσες, τόσον αέρα, τόσα λόγια, χτύπησε το κουδούνι!   Τινάχθηκαν και οι δύο σαν αυτόματα απ’ τη θέση τους και εκείνη πήγε να ανοίξει.