Πώς έχασα τήν αγάπη μου γιά τό θέατρο

Ταξιδεύοντας, βρέθηκα σέ μιά κοιλάδα, κλεισμένη μέσα σέ βουνά. Δέν ήταν ακριβώς βουνά, όπως φάνηκε αργότερα, επρόκειτο γιά ένα τεράστιο σκηνικό, στημένο μέ απαράμιλλη τέχνη γιά τίς ανάγκες τής παράστασης. Δέν σάς ανέφερα πως η κοιλάδα αυτή δέν ήταν άλλο από μιά τεράστια σκηνή στήν οποία επί χρόνια, - νομίζω γύρω στά εβδομήντα, -παιζόταν τό ίδιο έργο. Είχε σημειώσει μεγάλη επιτυχία στήν πρεμιέρα, θεωρήθηκε επαναστατικό γιά τήν εποχή του καί αυτός ήταν ο λόγος πού αποφασίσθηκε από τόν σκηνοθέτη, νά μήν ανεβεί άλλο έργο. Οι ηθοποιοί, εκτός ελάχιστων δυσαρεστημένων πού αποχώρησαν εξ’αρχής, έδειχναν φανερά ενθουσιασμένοι. Αν και οι αμοιβές τους δέν ήταν αρκετά ικανοποιητικές, πίστεψαν στήν δύναμη τού έργου. Θά πρέπει νά σημειώσω, πώς στό έργο έπαιζαν όλοι οι κάτοικοι τής κοιλάδας,επρόκειτο γιά υπερπαραγωγή, πράγμα που έλυνε τό πρόβλημα τής απασχόλησης τών κατοίκων. Πέρα απ’τούς κύριους συντελεστές, τούς πρωταγωνιστές,τούς μουσικούς, τούς χορευτές και τούς υπόλοιπους μικρούς και μεγαλύτερους ρόλους, υπήρχαν χιλιάδες κομπάρσοι. Ανάπηροι, άρρωστοι, μεθύστακες, ψυχασθενείς, όλοι είχαν κάποια συμμετοχή.

 Όλο αυτό τό πλήθος, σέ συνδυασμό μέ τίς κλιματικές συνθήκες υψηλής πίεσης καί υγρασίας, ισχυρής νέφωσης και άπνοιας, προερχόμενων κυρίως από τόν ορεινό σκηνικό όγκο, δημιουργούσε συνθήκες αφόρητης κατάστασης. Οι ηθοποιοί, σύντομα έπαψαν νά ενδιαφέρονται γιά τόν ρόλο τους. Οι περισσότεροι προσπαθούσαν ν’ανασάνουν μέ κάποιο τρόπο κουνώντας φυσερά, άλλοι έμεναν ξαπλωμένοι, αρνούμενοι νά απαγγείλουν τά λόγια τους, μερικοί τά ξέχασαν εντελώς και απάγγειλαν δικούς τους στίχους που δέν είχαν σχέση μέ τό σενάριο, η παράσταση έμοιαζε μέ θέατρο τού παραλόγου.

Μέ τόν καιρό,στό σκηνικό- βουνό-, λόγω παλαιότητας απ’τήν μιά, αλλά και τών ισχυρών ανέμων που φυσούσαν εκτός κοιλάδας από τήν άλλη, άνοιξαν ρωγμές, τό χάσμα μεγάλωνε,η κατάρευση ήρθε ολοκληρωτική,- φάνηκε ξαφνική, ενώ δέν ήταν.- Ηταν τό θλιβερό τέλος τής μεγαλόπνοης αυτής παράστασης.

Αποτέλεσμα τής μεγάλης σφοδρότητας τών ανέμων κάθε κατεύθυνσης που άρχισαν νά περιστρέφονται στήν κοιλάδα, ήταν ένας  ανεμοστρόβιλος που σάρωσε τά πάντα στό πέρασμά του. Από τούς ηθοποιούς, άλλοι σκόρπισαν έξω από τά πρώην βουνά, σέ αναζήτηση νέων ρόλων σέ ξένους θιάσους, μερικοί πλιατσικολόγησαν ότι απέμεινε από τά σκηνικά καί έγιναν θιασάρχες νέων θεάτρων όπου παίζονταν έργα κάθε είδους, κάποιοι – ιδίως οι ηλικιωμένοι, - περιέπεσαν σέ κατάθλιψη, νοσταλγώντας τόν παλιό καλό καιρό, όταν όλοι είχαν έναν εξασφαλισμένο ρόλο στήν μονότονη αλλά δοκιμασμένη παράσταση τής κλειστής κοιλάδας.

Σέ λίγο άρχισαν νά καταφθάνουν επισκέπτες ξένων θεάτρων. Τό ερειπωμένο σκηνικό τοπίο, θεωρήθηκε από πολλούς δελεαστικό γιά πρωτοποριακές παραστάσεις όπου τά πενιχρά σκηνικά η και η ολοκληρωτική τους απουσία, άνοιγαν δρόμους γιά νέες, χαμηλού κόστους παραστάσεις.

Τό θεατρικό μέλλον τής κοιλάδας εξακολουθεί νά παραμένει ασαφές. Κανείς δέν μπορεί νά προβλέψει μέ βεβαιότητα που θά οδηγήσουν όλοι αυτοί οι πειραματισμοί. Εκείνο που αισθάνθηκα πάντως εγώ, όταν ξαναβρέθηκα στήν κοιλάδα, είναι μιά απέραντη θλίψη, μέ αποτέλεσμα νά μήν θέλω νά ξανακούσω γιά θεατρικη παράσταση, μέ σκηνικά η χωρίς.Προτιμώ μιά κινηματογραφική ταινία, έστω καί μέτρια.Η κίνηση, η εναλλαγή τών εικόνων της είναι μαγική.