Ιστορίες από το καφενείο: Και τα κοπρόσκυλα έχουνε ψυχή, Μέρος Ζ’:Το μετέωρο βήμα του καφετζή

 Ο Λουκάς, ο καφετζής δηλαδή, μπαίνει ορμητικά στην σκηνή, κρατώντας στο δεξί  του χέρι ένα δίσκο, που είχε επάνω του ένα ποτήρι κι ένα μπουκάλι γαλλικού μεταλλικού νερού Evian…  

Προς έκπληξη όλων μας κατευθύνεται αρχικά στην Νταίζη – τη Δάφνη δηλαδή

Κι η έκπληξη γίνεται μεγαλύτερη όταν, αφού σταθεί μπροστά της, της κάνει μια βαθειά υπόκλιση και της λέει, με επίσημο ύφος:

Καλωσορίσατε στο καφέ μας, Κυρία Αρχοντοπούλου

Για να συνεχίσει ύστερα από μια μικρή παύση:

«Μεγάλη μας τιμή που σας υποδεχόμαστε ξανά στο κατάστημά μας»

Η οργή φεύγει από το πρόσωπο της κολακευμένης Αρχοντοπούλου –  κι εμφανίζεται η ικανοποίηση

Η απάντηση της ήταν ανάλογη του σαβουάρ βιβρ του καφετζή, αλλά και της δικιάς της ευγενούς καταγωγής:

«Αχ, πόσο ευγενικός είστε, Μαιτρ… Ένας πραγματικός τζέντλεμαν»

Ο Λουκάς, ο καφετζής δηλαδή, σκύβει για μια ακόμη φορά, σεβάσμια, το κεφάλι του, αφήνει το ποτήρι – που μοιάζει με μεγάλο ποτήρι κρασιού –και το Εβιάν, στο τραπέζι που κάθεται ο Μίκης, κι ύστερα, υποδεικνύει με το δεξί του χέρι, στην κυρία Αρχοντοπούλου, ξανά με σκυμμένο κεφάλι, μια καρέκλα δίπλα από τον Μίκη…

Η Δάφνη ακολουθεί την υπόδειξη του Μαιτρ, και με αριστοκρατικά μεγαλοπρεπή τρόπο κάθεται δίπλα στον Μίκη Θεοδωράκη, ο οποίος εξακολουθεί να κοιτάει, με το ίδιο βλέμμα απόγνωσης, την οροφή της πυλωτής

Η Δάφνη αφού ρίχνει ένα βλέμμα περιφρόνησης στον  Μίκη, κάθεται στην αναπαυτική πολυθρόνα δίπλα του…

Ύστερα, σταυρώνει τα πόδια της κα κοιτάει, με συγκρατημένη ικανοποίηση, τον καφετζή να σερβίρει το νερό  στο ποτήρι  της.

[Η τουαλέτα που φορούσε η Δάφνη είχε ένα όχι πάρα πολύ μικρό σχίσμα στην δεξιά του πλευρά, γεγονός που της επέτρεπε να σταυρώσει, με σχετική άνεση, τις μπ…, εεε, τα πόδια της, αλλά δε θα επεκταθούμε σ’ αυτό το σημείο σε λεπτομέρειες, που ούτε αφορούν το αναγνωστικό κοινό του στροβίλου, αλλά και που ούτε συνάδουν με το ύφος και το ήθος της ιστοσελίδας μας]   

Ο λόγος ξανά στον καφετζή:

«Πείτε μου, Μαντάμ, τι θα επιθυμούσατε να σας προσφέρουμε;»

Η πλέουσα σε πελάγη ευτυχίας Δάφνη Αρχοντοπούλου  απαντάει άμεσα – αλλά και με σκερτσόζα γαλλική προφορά:

«Ένα ποτήρι Καμπερνέ Σοβινιόν, για αρχή, άραγε;»

Η Ανταπόκριση του Μαιτρ ήταν επίσης άμεση:

«Πολύ καλή  επιλογή, Κυρία… Έχουμε ένα εξαιρετικό, 14 ετών»

Η ικανοποίηση της Δάφνης ήταν αυτή την φορά κάπως ψυχρή

Απευθύνεται στον καφετζή μ’ ένα ύφος αδιάφορης επισημότητας:   

«Πολύ καλά, Μαιτρ… Φέρτε μου ένα ποτήρι τότε»

Αλλά κι η ανταπόκριση του καφετζή είχε μια – ελάχιστα πιο θερμή –  επισημότητα:

«Αμέσως, Μαντάμ»

Λέει, κάνει μια απότομη μεταβολή, κι αρχίζει να κατευθύνεται προς το κυρίως καφενείο

Πριν, όμως, προλάβει να ολοκληρώσει τον δεύτερο διασκελισμό του, ακούγεται πάλι η φωνή της Δάφνης:

«Μαιτρ!»

Η κίνηση του καφετζή παγώνει. Ο διασκελισμός του μένει μετέωρος

Προτού προλάβει να ξανακάνει μεταβολή, η – ντροπαλή αυτήν τη φορά – φωνή της Δάφνης Αρχοντοπούλου ξανακούγεται:

«Θα ήθελα να μου κάνετε μια ακόμα μεγάλη χάρη!»

Ο καφετζής κάνει έναν ανάποδο διασκελισμό, μια απότομη μεταβολή, μια ακόμα υπόκλιση, και της αποκρίνεται:

«Στις διαταγές σας, Μαντάμ»  

Η προθυμία κι η αφοσίωση του καφετζή μετατρέπει την ντροπαλοσύνη και την διστακτικότητα σε ένα συγκρατημένο σκέρτσο…

Η Δάφνη συμπληρώνει:

«Αν διαθέτετε βέβαια τον απαραίτητο χρόνο!»

Ο καφετζή απαντά θερμά και συνάμα επαγγελματικά:

«Αλλοίμονο, κυρία μου! Για σας; Όσο χρόνο θέλετε!»

Με την άκρη του ματιού μου βλέπω έναν γουρλωμένο Μίκη να κοιτά τον καφετζή με απέχθεια, και να χει σφίξει τις γροθιές του

 Στο μυαλό μου έρχεται ένα περιστατικό που είχε συμβεί πριν από 15 χρόνια, όταν ο Μίκης είχε γρονθοκοπήσει ένα αυστριακό τουρίστα στο Κουφονήσι, όπου είχαμε πάει διακοπές όλοι μαζί, επειδή είχε τολμήσει να ζητήσει ένα τσιγάρο από την Δάφνη…

Η Δάφνη βάζει την άκρη του μικρού της δακτύλου στο στόμα της και συνεχίζει, στον ίδιο διστακτικά σκερτσόζικο τέμπο:

«Ε… να, μωρέ, σκέφτηκα ότι μιας και είστε ο υπεύθυνος αυτού του χώρου,… αν θα μπορούσατε να …  να παντρέψετε εσείς τα δυο μωρά μας»

Εκστασιασμένοι από την τροπή των πραγμάτων, κοιτάμε όλοι μας τον καφετζή, περιμένοντας ν’ ακούσουμε την απάντηση του:

«Μα ασφαλώς, Κυρία μου… Πολύ ευχαρίστως!»

Ο ανέκφραστος καφετζής  απάντησε σα να του είχε ζητηθεί το πιο φυσιολογικό πράγμα του κόσμου!

Είχαμε μείνει όλοι κάγκελο!

Αλλά ο καφετζής συνέχισε να έχει την πρωτοβουλία:

Κουνώντας, ελαφριά, τις ενωμένες παλάμες του προς την κατεύθυνση της Δάφνης, πρόσθεσε:

«Μόνο να μου πείτε αν θέλετε να φέρω το κρασί πριν ή μετά την γαμήλια τελετή…»

Η προβληματισμένη Δάφνη σκέφτεται για μερικές στιγμές, και απαντά, μ’ ένα νευρικά σκερτσόζικο τρόπο, αυτή τη φορά:

«Φέρτε καλύτερα από τώρα το κρασί»

Μικρή παύση και συνέχεια

«Ένα ποτηράκι θα με βοηθήσει ν’ αντέξω την συγκίνηση»

Ολοκληρώνοντας, η δάφνη γέρνει προς τα πίσω. Ένα χαμόγελο ικανοποίησης έχει σχηματιστεί στο πρόσωπο της

Ο καφετζής συμπληρώνει, κουνώντας αόριστα τον δείκτη του δεξιού του χεριού:

«Ωραία πάω μέσα να φέρω το κρασί και τα απαραίτητα έγγραφα»

Κάνει μεταβολή κι εξαφανίζεται στροβιλιζόμενος

Όλοι έχουμε μείνει μαλ...ες – εκτός από την Δάφνη που χαϊδεύει και φιλά, ευτυχισμένη, την Μπέτη

Η σιγή σπάει από τη ζαλισμένη φωνή του καθιστού βούβαλου

«Καλά, επιτρέπονται κι οι γάμοι μεταξύ μωρών, πια;»

Μετά ακούγεται ένα ξεφύσημα ανακούφισης

Γυρνάμε προς τον Μίκη, από τον οποίο ακούστηκε ο ήχος

Αφού μας ρίχνει διαδοχικές ματιές, μονολογεί, χαμηλόφωνα

«Ευτυχώς… Παπά ήθελε…, όχι κουμπάρο…»