ο Κος Καθετί και η Κα Καθεπώς, μια ιστορία για τον καθένα, 8. Η επίσκεψη-

Είχε πλαντάξει στο διάβασμα. Τα βιβλία τα αγόραζε με το κιλό. Και δόξαζε την μοναξιά του. Αυτή η μοναξιά του δεν είχε φορτωθεί ποτέ με τόση δόξα.

       Είχε κλειστεί σπίτι και διάβαζε. Πουθενά δεν ήθελα να πάει. Πού να πάει μόνος; η Καθεπώς δεν έιχε εμφανιστεί πουθενά. Στη γειτονιά , στην είσοδο της πολυκατοικίας, στο δρόμο... αλλά και αυτός ο ευλογημένος δεν είχε μπει στον κόπο να χτυπήσει την πόρτα της κρατώντας στα χέρια του ένα γλαστράκι. Οχι κάκτο! Προς θεού! Κάτι άλλο. Ένα ρόδο κόκκινο ή ρόζ. Και όχι γλαστράκι αδερφέ. Ανθοδέσμη; Τέλος πάντων. Τι σημασία έχει; Έχει, πώς δεν έχει. Είναι σημαντικό. Δεν θα πήγαινε με άδεια χέρια.

Κρύφτηκε πίσω από μία ανθοδέσμη με κρίνα του αγρού. Αλλά είχε και μία συλλογή ποιημάτων του Σαίξπηρ. Τα «σονέτα.»

Χτύπησε. Έτσι μισοκρυμμένος ήταν σαν ανέκδοτο με πόδια. Εκείνη άνοιξε σχεδόν αμέσως. Πάγωσε μόλις ήρθε πρόσωπο με πρόσωπο με τα κρινάκια του αγρού. Σχεδόν τα άγγιξε η μύτη της. Και πάγωσε. Ανάσα ψυγείου. Κατάψυξης. Πισωπάτησε.

«Να περάσω;», είπε αυτός.

«Μα φυσικά καλέ μου!», είπε αυτή. Αυτές οι δύο τελευταίες φράσεις τον έκαναν να αναθαρρήσει. Ήταν ο γλυκός της. Πάει τελείωσε, σκέφτηκε ο πούρος οπτιμισμός του. Γλυκός λοιπόν. Ξεθάρρεψε. Όχι πολύ. Αλλά ίσα για να πει: «Πρέπει τώρα να ανταποδώσω. Είσαι πολύ όμορφη. Την άλλη φορά θα στο φέρω γραμμένο.»

       Αυτό το φως που την έλουζε... σαν να είχε ντυθεί το φως. Μόνο φως ήταν η Καθεπώς. Είχαν περάσει τον σκοτεινό διάδρομο χέρι-χέρι και ας μην γνωρίζονταν ακόμη. Και ας μην δεσμεύονταν.

       «Χαίρομαι για την επίσκεψή σου. Πόσο μάλλον που σήμερα είναι τα γενέλθιά μου!», είπε. «Αλλά προφανώς δεν ήταν δυνατόν να το γνωρίζεις. Έτσι δεν είναι;»

«Όχι δεν το γνώριζα, αλλά θα πρεπε να το φανταστώ. Ενα τόσο δυναμικό κορίτσι σαν εσένα τι άλλο θα μπορούσε να είναι παρά κριάρι;»

«Ευχαριστώ για την προσφώνηση, κορίτσι όμως δεν είμαι πια. Όσο για το τι άλλο θα μπορούσα να είμαι εκτός από κριός... δεν ξέρω τι άλλο θα μπορούσα να είμαι από αυτό που είμαι».

«Δε λέω. Αλλά εγώ έτσι σε βλέπω. Ως κορίτσι».

«Τέλος πάντων. Πεινάς; Θες να φάμε; ένα εορταστικό δείπνο φυσικά. Αναπάντεχο όπως και να’ χει.»

«Και βέβαια. Ευχαρίστως. Τι καλό θα ετοιμάσεις;» Α, «Α, κάτι γρήγορο. Ας πούμε, ένα σουφλέ λαχανικών και παϊδάκια τι λες;» «Μα φυσικά. Τρελαίνομαι για τα παϊδάκια.»

«Ωραία λοιπόν ας αρχίσουμε!»

Σε λιγότερο από τρία τέταρτα της ώρας έτρωγαν, καθισμένοι στο τραπέζι πίνοντας ένα καλό κόκκινο κρασί. Σχεδόν σιωπηλοί κοιτώντας ο ένας τον άλλον στα μάτια, κάπως αναψοκοκκινισμένοι, τσούγκρισαν τα ποτήρια τους.

(Συνεχίζεται)