Kind of Blue

Mάιλς Ντέιβις. Kind of blue. Σύννεφα. Πρόσωπα σοβαρά. Δεν υπάρχει συγνώμη. Έτρεχε στη βροχή. Διακοπή ρεύματος. Ένας διακόπτης που κατέβηκε. Αυτός στο φυσικό του χώρο. Ένα ποίημα που υψώνεται. Όλοι αυτοί που πέφτουν. Περιμένω στην ουρά. Κάποιος με προσπερνά. Έκανε ότι δεν άκουσε. Προσποιήθηκε ότι δε με είδε. Περπατώ σαν αόρατος στύλος. Αόριστος και ευθυτενής. Ευθυτενής τόσο σαν να έχω πάθει λόρδωση.

       Κάποιος με προσφώνησε με ένα όνομα που είχα ξεχάσει. Το είχα βγάλει και το είχα αφήσει σ’ ένα ράφι. Το είχα πια ξεχάσει. Αφού δεν ήμουν αυτός πια. Ο προηγούμενος. Ποιος ήμουν; Ποιος, στο εξής; Από δω και πέρα. Το εγώ μου ξέχωρα από μένα. Ποιός μιλά εδώ; Μια αράδα που στράβωσε έγειρε και έπεσε στο πάτο της σελίδας.

Γύρισε μια σελίδα. Σύννεφα πάλι. Βροχή κατόπιν. Τρεις σελίδες μετά, ήλιος. Δε διαβάζω δελτία καιρού. Μόνο αυτά με τα δελτία τροφίμων.

Στάθηκα στην ουρά. Με ένα κουπόνι στο αριστερό χέρι. Μακαρόνια. Με σάλτσα. Κάθησα σε μια άκρη. Άδειασα το πιάτο με εκπληκτική ταχύτητα. Φωνές, ιαχές, θαυμασμός βγήκαν από τον ασκό του στομάχου μου. Πήρε στα χέρια του την επιταγή. Ήταν λευκή. Την άλλη μέρα την εξαργύρωσε. Πήρε καινούργια παπούτσια και ένα πακέτο μακαρόνια, κιμά. Δείπνο για δύο. Υπό το φως των κεριών. Το τραίνο είχε καθυστερήσει. Ήρθε τελικά! Το φόρεμα κατέβηκε τα σκαλιά. Ύστερα έφθασε μπροστά του. Τον κοίταξε. Την κοίταξε. Έφυγαν μαζί.-    ;