Ιστορίες από το καφενείο Και τα κοπρόσκυλα έχουνε ψυχή Μέρος Ε’ : Βρε μελαχρινάκι με πότισες φαρμάκι

Έχουμε μείνει στην ερώτηση της –  δακρυσμένης από θυμό – Έλενας προς τον Νίκο Γκάτσο

Ο Νίκος κοίταξε για κάμποση ώρα σαν χάνος τη γυναίκα του, η οποία τον κοίταγε στηριζόμενη στο μεγάλο της κόκκινο ποδήλατο

Ύστερα, έριξε δυο κοφτές ματιές σε μένα και στον Εμμανουήλ

Κι απάντησε, ψελλίζοντας ένοχα:

«Σ’ εσένα, μωρό μου… Σ’ εσένα θα έστελνα την επιστολή»

Μόλις η Έλενα ακούει την αμήχανη όσο και ηλίθια απάντηση του συντρόφου της, δρα άμεσα κι αποφασιστικά:

Καβαλάει με μιας το κόκκινο ποδήλατο, κι αφού κάνει όπισθεν 2 – 3 μέτρα, παίρνει φόρα δηλαδή, ορμά, κραυγάζοντας: «σεξιστικό γουρούνι» στον σύζυγο της.

Ο Γκάτσος είναι σε ετοιμότητα και καταφέρνει να ξαπλώσει στο πεζοδρόμιο, προτού περάσει από  πάνω του το ποδήλατο – και η αναβάτρια

Αφού η ποδηλάτισσα απομακρύνθηκε για μερικά μέτρα, γύρισε απότομα και μας κοίταξε απειλητικά

Ο Γκάτσος πρόλαβε να σηκωθεί και να τρέξει, παραπατώντας, στην ασφάλεια του καφενείου, προτού τον ξαναπατήσει η οργισμένη ποδηλάτισσα, η οποία ήδη είχε αρχίσει να παίρνει φόρα ξανά

Ποδηλάτησε ήρεμα κι αργά προς το μέρος μας, κι αφού μου έριξε μια περιφρονητική ματιά, κι αγνοώντας επιδεικτικά τον αποσβολωμένο Καθιστό Βούβαλο, οποίος καθόταν παράλληλα με μένα στο τραπέζι στο οποίο  καθόμουν  – κάθομαι συχνά στο συγκεκριμένο τραπέζι γιατί είναι τοποθετημένο στον εξωτερικό τοίχο του καφενείου, οπότε έχω καλυμμένα τα νώτα μου –, απευθύνθηκε στον Εμμανουήλ, ο οποίος είχε κάτσει, μαζί με τον Μίκη τον Θεοδωράκη,  σ’ ένα τραπέζι  απέναντι από το δικό μας, με ήρεμο τόνο:

«Από σένα, Πάνο, δεν το περίμενα. Καλά οι άλλοι, οι βρωμο – μπεκρήδες οι φίλοι σου… Ξέραμε ότι  είναι σεσημασμένα σεξιστικά γουρούνια…»  

[Στις φράσεις  «βρωμο – μπεκρήδες» και  «σεσημασμένα σεξιστικά γουρούνια»  έκανε ένα ασαφές νεύμα με το πρόσωπο της προς τη μεριά μας – εμένα και του καθιστού βούβαλου δηλαδή. Δεν κατάλαβα γιατί… ]

Η ποδηλάτισσα έκανε μια μικρή παύση και συνέχισε:

«Αλλά, εσύ; Εσύ, Παναγιώτη Εμμανουήλ;;»

Απογοήτευση, αγανάκτηση, πικρία και κατάπληξη, ήταν τα συναισθήματα που έβγαιναν από την έκφραση του προσώπου, αλλά κι από την φωνή της ποδηλάτισσας  

Ο Εμμανουήλ, κοκκινισμένος από ντροπή, απάντησε με ένα απολογητικό ύφος:

«Μα δε με κατάλαβες, καλή μου! Δεν είπα κάτι κακό για την ελ – τζι – μπι – τι – αϊ κοινότητα…»

 Στο άκουσμα της παράξενης αυτής λέξης – ελ – τζι – μπι – τι – αϊ –, το πρόσωπο του καθιστού βουβάλου φωτίστηκε

Σηκώθηκε από την καρέκλα του και ρώτησε ενθουσιασμένος τον Εμμανουήλ:  

«Πωχς το είπεχς αυτό το πράμα, Παναή; Έτσι ντι μπι ντι μπιντάει;»

Ο ενθουσιασμένος και περιχαρής καθιστός βούβαλος δεν περίμενε την απάντηση του – έτσι κι αλλιώς αιφνιδιασμένου –  Πάνου Εμμανουήλ, αλλά αρχίζει να τραγουδάει, λικνιζόμενος σε απόσταση ενός μέτρου από την Έλενα:

 Βρε μελαχρινάκι με πότιχσες φαρμάκι

Με πότιχσες φαρμάκι βρε μελαχρινάκι

Τα ολόμαυρά χσου μάτια με κάνουνε χίλια κομμάτια

Με κάνουνε χίλια κομμάτια τα ολόμαυρά χσου μάτια

Βρε μελαχρινάκι μ’ έπιαχσε μεράκι

Έλα ωχς εδώ που χσε λαχταρώ

Τα ολόμαυρά χσου μάτια με κάνουνε χίλια κομμάτια

Με κάνουνε χίλια κομμάτια τα ολόμαυρά χσου μάτια

Βρε μελαχρινάκι με πότιχσες φαρμάκι

Με πότιχσες φαρμάκι βρε μελαχρινάκι

Ντι μπι ντι μπι ντα μπι ντάι

Ντι μπι ντι μπι ντα μπι ντάι

Ντι μπι ντι μπι ντα μπι ντάι

Ντι μπι ντι μπι ντα μπι ντάι

Όση ώρα τραγουδούσε και χόρευε ο καθιστός βούβαλος με είχε λούσει κρύος ιδρώτας

Και κρίνοντας απ’ τις εκφράσεις των άλλων πρωταγωνιστών, κάπως παρόμοια πρέπει να ένοιωθαν κι αυτοί:

 Ο Παναγιώτης έμοιαζε σα να είχε καταπιεί μπαστούνι – μάτια και στόμα ορθάνοιχτα, και κορμός τεντωμένος προς τα εμπρός

Ο Γκάτσος έβλεπε, φρικαρισμένος, τον χορό του καθιστού βούβαλου, κρυμμένος πίσω απ’ την μισάνοιχτη πόρτα του καφενείου

Κι ο Θεοδωράκης κοίταγε αμήχανα την οροφή της πυλωτής

Ένα αγωνιώδες και βασανιστικό ερώτημα προέκυπτε – αβίαστα, θα λεγα – από την δραματική τροπή των πραγμάτων:

Πως θα αντιδρούσε η – ήδη αγανακτισμένη – ποδηλάτισσα στην – άδολη κι αθέλητη – σεξιστική πρόκληση του καθιστού βουβάλου;

Η αναπάντεχα ανέλπιστη απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα δεν άργησε να δοθεί:

Μόλις ο καθιστός βούβαλος ολοκλήρωσε τον στροβιλισμό του, κι αφού πήρε μια ανάσα, πλησίασε κι άλλο την Έλενα, έκανε μια υπόκυψη, της χαμογέλασε γλυκά, και της είπε:

«Μου επιτρέπετε να φιλήσω το χέρι σας, Αμαζόνα μου;»

Εμβρόντητος παρακολουθούσα την αλλαγή συναισθημάτων στο πρόσωπο της Αμαζόνας, …εεε, της Έλενας:

Η οργή έδωσε τη θέση της στην έκπληξη, η έκπληξη στην αμηχανία, κι η αμηχανία στην ευχαρίστηση:

«Αχ, πόσο ευγενής είστε, καλέ μου καθιστέ βούβαλε»

Απάντησε η ποδηλάτισσα και προέκτεινε το χέρι της προς την κατεύθυνση του καθιστού βούβαλου  

Κι εκείνος, αφού της φίλησε απαλά το χέρι, ξαναχαμογέλασε και έκατσε αργά στην πολυθρόνα του  

Η Έλενα αναστέναξε απαλά, κι εμείς ξεφυσήσαμε – σχεδόν ταυτόχρονα – βαριά  

Η καταφανώς ικανοποιημένη Έλενα γύρισε το πρόσωπό της προς την εξώπορτα του καφενείου, και πέταξε, με  αυστηρή τρυφερότητα, στο μισό – κρυπτόμενο σύζυγό της:

«Νικολάκη, μη μου αργήσεις! Πάν να ετοιμάσω μακαρονάδα με τόνο!»

Νικολάκης: «Οοο…, νεεε»

Μετά την κάπως αόριστη απάντηση του συζύγου της, η Έλενα μας χαμογέλασε, έκανε μεταβολή, καβάλησε το κόκκινο ποδήλατο, κι αποχώρησε, ποδηλατώντας, από την σκηνή, υπό τους ήχους του κλασικού τραγουδιού του Μάκη Χριστοδουλόπουλου, το οποίο είχε βάλει να παίζει ο καφετζής

Σύντομα, όμως, ο ήχος του υπέροχου αυτού τραγουδιού καλύφτηκε από ένα άλλον ήχο, που ακουγότανε – σχεδόν στη διαπασών – από ένα κόκκινο τζιπάκι που μας πλησίαζε

Ήταν το γαμήλιο εμβατήριο του Φέλιξ Μέντελσον, και οδηγός του τζιπ ήταν η Δάφνη Αρχοντοπούλου…

 

[Συνεχίζεται]