Βιβλίο χωρίς συγγραφέα

Αυτό το βιβλίο το μίσησα. Ήθελα να το ρίξω στη φωτιά.
Ναι παραδέχομαι ότι αυτό το βιβλίο με έκανε να νοιώσω ανόητος. Δεν με χάιδεψε, δεν με ντάντεψε, δεν ερχόταν σε καμία σελίδα του να με συναντήσει ευπρόσδεκτα ή να προσφέρει παρηγοριά. Τίποτα μέσα του δεν έκανε την πραγματική προσπάθεια να μου γελάσει να γίνει ευχάριστο κι αυτό με μαστίγωνε συνέχεα προσφέροντας μου μια εκνευριστική αίσθηση κατωτερότητας. Έκανε υποτονικά μια επιτομή της ευφυΐας μου και με περιφρόνηση συνέχιζε σελίδα-σελίδα να μου υπενθυμίζει την άγνοιά μου. 
Το διάβαζα εξοργισμένος με την ενόχληση ότι δεν αποκάλυπτε λύσεις, δεν πρόσφερε θεραπεία στην επιμέλεια μου. Ξαφνικά όμως στη τελευταία σελίδα ένοιωσα την έλλειψη της πλήξης. Ακρωτηριάζοντας συστηματικά στην αφήγησή του αυτά που ήθελα να ακούσω για την αιώνια αγάπη, για τη νίκη του καλού, την ελπίδα και την αναμονή για ένα καλλίτερο αύριο, παγώνοντας όλες τις αξίες και τα πρότυπα και κουρελιάζοντας την νίκη της ζωής απέναντι στο θάνατο με ξεγύμνωσε. 

Χώθηκε σελίδα-σελίδα αθόρυβα στο μυαλό μου και το αναποδογύρισε επιδεικνύοντας την θλιβερή ματαιοδοξία μου. Τελικά κατάλαβα, ένοιωσα όλα τα μπαγιάτικα που συσσωρεύονται μέσα μου με την υπόσχεση της βοήθειας των τυποποιημένων λύσεων ή το χάιδεμα των αισθήσεων. Αναπάντεχα αυτό το βιβλίο με συνέπεια και ακρίβεια ανατόμου ανάδωσε την σχιζοφρένια του αναγνώστη να χάνεται σε μια ιστορία, να αντιμετωπίζει την πραγματικότητα σαν ξένη ή να προσπαθεί να δραπετεύσει από αυτή με την ταύτισή του με τον ήρωα του συγγραφέα. 

Το βιβλίο αυτό που θέλησα στην πυρά να το ρίξω γιατί ως βιβλίο δεν θέλησε να παράγει συλλογικούς καρπούς, πανομοιότυπους, συνειδητοποίησα τελικά ότι θριάμβευσε αποσυνθέτοντας τα στερεότυπα και τις αξίες τα κριτήρια ομορφιάς και του νοήματος, τα συμβατικά συναισθήματα και όλα αυτά χωρίς να προσηλυτίζει στη δική του θεϊκή πόλη. Απλά, σε καλούσε σε μια πόλη που γελοιοποιούσε την ψευδό-ηθική και ήταν σε θέση να αγκαλιάσει ένα μεγάλο κομμάτι της πραγματικότητας, όπως η φαντασία, η ψευδαίσθηση, η παραίσθηση, το παράλογο γιατί όλα αυτά είναι ανθρώπινα.
Η τελευταία σελίδα του, χωρίς καμία λέξη είχε μόνο το σχέδιο ενός νεκρού ζώου, ενός πεινασμένου παιδιού μέσα σε μια φύση νεκρή και πάνω σε ένα δένδρο τον Miles Davis να παίζει μοναχικά την τρομπέτα του. Ήταν ο « χώρος» που έκλεινε το βιβλίο και αποχαιρετούσε ρουφώντας τον αναγνώστη σε ένα ενιαίο αισθητικό αποτέλεσμα με αφετηρία και χωρίς τέλος.